subscribe to RSS
search the site
blaumachen
blaumachen #6, editorial
Όπως το κεφάλαιο προϋποθέτει τη μισθωτή εργασία, έτσι και η μισθωτή εργασία προϋποθέτει το κεφάλαιο […] Οι δύο πόλοι της σχέσης καθορίζουν αμοιβαία ο καθένας την ύπαρξη του άλλου, παράγουν αμοιβαία ο καθένας τον άλλον […] Το να λέγεται [από τους αστούς οικονομολόγους] ότι τα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργασίας ταυτίζονται είναι το ίδιο με το να πούμε ότι κεφάλαιο και μισθωτή εργασία είναι οι δύο πλευρές της μίας και αυτής σχέσης. Εφόσον ο μισθωτός εργάτης είναι μισθωτός εργάτης, η μοίρα του εξαρτάται από κεφάλαιο. Αυτή είναι η περιβόητη κοινότητα συμφερόντων μεταξύ εργαζομένων και καπιταλιστών.
K. Μαρξ, Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο, 1849.
Η έμφαση στην εξήγηση που δίνει ο Μαρξ στο προηγούμενο απόσπασμα είναι δική μας. Η διαπίστωση αυτή που κάνει ο Μαρξ ήδη από το 1849 είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική για τη θεωρητικοποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Δεν είναι όμως αρκετή για να παραχθεί η θεωρία του κομμουνισμού ως θεωρία κατάργησης και του προλεταριάτου μαζί με το κεφάλαιο. Μόνο η ίδια η ταξική πάλη, μόνο η «κοινωνική ύπαρξη των ανθρώπων» μπορεί να καθορίσει τη συνείδηση σχετικά με το περιεχόμενο των αγώνων τους και όχι το αντίστροφο. Όπως γνωρίζουν ήδη όσοι παρακολουθούν ή/και συμβάλλουν μέσα από την κριτική τους στο έργο αυτού του περιοδικού, πρόκειται για ένα θεωρητικό εγχείρημα που ως ορίζοντά του έχει την επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση, δηλαδή, ως κατάργηση όλων των κοινωνικών ρόλων της καπιταλιστικής κοινωνίας και ως κίνηση προς την κατάργηση κάθε είδους διαμεσολάβησης στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.1 Το ερώτημα που συμπυκνώνει την προβληματική αυτού του εγχειρήματος είναι το «πώς παράγεται η κομμουνιστικοποίηση μέσα από τους ταξικούς αγώνες της εποχής μας;» και η μέθοδος που χρησιμοποιεί για να διερευνήσει αυτό το ερώτημα είναι η μέθοδος της ιστορικής παραγωγής, δηλαδή της εννοιολόγησης μιας ιστορικής διαδικασίας παραγωγής κοινωνικών μορφών μέσα στην ταξική πάλη. Η μέθοδος αυτή προσπαθεί να φωτίσει τη σχέση των γεγονότων (συμβάντων) της ταξικής πάλης με τη συνολική κίνηση της κοινωνικής ολότητας που διαμορφώνεται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Κανένα συμβάν δεν μπορεί να εννοιολογηθεί ανεξάρτητα από όλα τα υπόλοιπα, κανένας δρων παράγοντας δεν αντιμετωπίζεται ως αυθύπαρκτη ουσία, καμία πρακτική δεν διαφεύγει του ιστορικού της ορίζοντα, δηλαδή, τίποτα απολύτως δεν έχει υπεριστορική ουσία σύμφωνα με τη μέθοδό μας.
Ακριβώς επειδή η κομμουνιστικοποίηση ως θεωρία δεν αντιλαμβάνεται τον κομμουνισμό ως νίκη του προλεταριάτου αλλά ως κατάργησή του μέσα από την ίδια του τη δραστηριότητα, η μέθοδος ψάχνει συστηματικά να βρει τα σημεία εκείνα στα οποία αυτή η κατάργηση προεικονίζεται, όχι ως εξέλιξη της τρέχουσας δυναμικής των αγώνων αλλά ως ρήξη που παράγει αυτή η δυναμική με τον εαυτό της (το ζήτημα αυτό, μεταξύ άλλων, εξετάζεται στο κείμενο «Κομμουνιστικοποίηση σε ενεστώτα χρόνο»).
Η θεωρία της κομμουνιστικοποίησης χτίζεται πάνω σε ορισμένες βασικές έννοιες (σχετικά με το ζήτημα αυτό υπάρχει το κείμενο «Συνοπτική παρουσίαση του περιοδικού SIC» σε αυτό το τεύχος). Μία έννοια τομής αυτής της θεωρίας είναι η έννοια της απόκλισης2 (έννοια που κατέστη δυνατό να παραχθεί από την Théorie Communiste μόνο στο πλαίσιο των ταραχών που ξέσπασαν στα προάστια πόλεων της Γαλλίας το 2005). Η πρακτική έννοια της απόκλισης είναι ένας δείκτης, ένα σήμα που μας δείχνει ότι για να στοχαστούμε το αντικείμενό μας (την ταξική πάλη της σύγχρονης περιόδου) πρέπει να μετατοπιστούμε από το εννοιολογικό σύστημα των κομμουνιστικών θεωριών του προηγούμενου κύκλου αγώνων στο εννοιολογικό σύστημα της θεωρίας της κομμουνιστικοποίησης. Μιλάμε για μια μετατόπιση από την αντίληψη της επανάστασης ως ξεπεράσματος ενός θετικού ορίου της μεγέθυνσης των ταξικών αγώνων, στην αντίληψη της επανάστασης ως ρήξης με το ίδιο το ταξικό ανήκειν, τον ίδιο τον ταξικό χαρακτήρα των αγώνων. Η μετατόπιση αφορά σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία της αυτονομίας του προλεταριάτου, αλλά όχι μόνο, αφορά κάθε θεωρία επανάστασης που έχει στο κέντρο της την έννοια της «τάξης δι’ εαυτήν». Ένας άλλος τρόπος να οριστεί αυτή η μετατόπιση είναι από την αντίληψη της επανάστασης ως πρώτου επεισοδίου που εισάγει στο μεταβατικό στάδιο προς τον κομμουνισμό, στην αντίληψη της επανάστασης ως διαδικασίας κατάργησης της καπιταλιστικής κοινωνίας, ως διαδικασίας παραγωγής του κομμουνισμού.
Ένα από τα σκάνδαλα της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης, κατά την οποία γίνεται επίθεση ιστορικής σημασίας στην αξία της εργασιακής δύναμης, είναι ότι το εργατικό κίνημα λάμπει διά της απουσίας του, δεν υπάρχει πια ως τέτοιο. Ό,τι γνωρίζαμε ως εργατικό κίνημα δεν ήταν μόνο η ύπαρξη των συνδικάτων, οι απεργίες κτλ. Το σημαντικό στοιχείο ήταν ο ορίζοντας της «εργατικής κοινωνίας», ή «μιας κοινωνίας της εργασίας», η οποία θα αντικαθιστούσε την καπιταλιστική κοινωνία, ο ορίζοντας δηλαδή της επανάστασης του εργατικού κινήματος, που ήταν ικανός να δημιουργεί μια ειδική καθημερινότητα για τους εργαζόμενους και τους άνεργους που συμμετείχαν στο κίνημα. Η καθημερινότητα των εργατικών κέντρων, η συντροφικότητα, η σημασία του σωματείου στην εργασιακή καθημερινότητα, η ειδική διευθέτηση των σχέσεων φύλου και φυλής, με λίγα λόγια, η εργατική ταυτότητα: η παρακμή όλων αυτών των στοιχείων είναι που ορίζει το τέλος του εργατικού κινήματος.
Η απόκλιση, καθώς εξελίσσεται η κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, δεν παράγεται από την ανάσταση του εργατικού κινήματος αλλά μέσα από πολλές και ποικίλες συγκρούσεις που αφορούν πλέον και αντιφάσεις οι οποίες μέχρι πρότινος, δεν παράγονταν ως κεντρικές, δηλαδή, δεν δημιουργούσαν συγκρουσιακά γεγονότα που να διαπερνούν ολόκληρη την κοινωνία. Πολλά επίπεδα αντιθέσεων εμφανίζονται παράλληλα στον αφρό, αναδύονται στην επιφάνεια, και παρότι είναι αντιθέσεις που δεν μπορούν να εννοιολογηθούν στο ίδιο επίπεδο με αυτό της αντίφασης της εκμετάλλευσης –η κοινωνία είναι καπιταλιστική3– δεν υπάγονται πλέον στο εργατικό κίνημα, όπως συνέβαινε στον προηγούμενο κύκλο αγώνων, κάτι που δεν είναι συμπτωματικό, είναι ιστορική παραγωγή. Αυτή η επιφάνεια στην οποία έρχονται οι αντιθέσεις είναι ο μόνος τρόπος ύπαρξης της ολότητας, και της κρίσης της (εδώ αναδεικνύεται η ανάγκη συζήτησης σχετικά με την έννοια της συγκυρίας· σχετικά με αυτό το ζήτημα υπάρχει η αποτύπωση μιας «Συζήτησης για τη συγκυρία» σε αυτό το τεύχος). Η παραγόμενη απουσία του εργατικού κινήματος φαίνεται ολοένα και πιο έντονα στους τελευταίους ταξικούς αγώνες. Από τις άγριες απεργίες στην Νότια Αφρική οι οποίες εξελίχθηκαν σε λυσσαλέες μάχες μεταξύ εργατών και τελικά σε σφαγιασμό δεκάδων εργατών από την αστυνομία, έως τις ταραχές μετά τον ομαδικό βιασμό μιας φοιτήτριας στην Ινδία, και κυρίως έως την έκρυθμη κατάσταση της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο περισσότερο από οπουδήποτε αλλού βλέπουμε τις αντιφάσεις της πολιτικής, της θρησκείας, του φύλου, της φυλής, της τοπικότητας, να ξεσπούν όλες μαζί και να δημιουργούν μια κατάσταση πραγματικά χωρίς προηγούμενο. Κάθε απαραίτητη, για τη δόμηση των κοινωνικών ρόλων που συγκροτούν το προλεταριάτο αντίφαση παράγεται ως σύγκρουση στον δρόμο, δύσκολα διαχειρίσιμη από το κράτος, με αποτέλεσμα η κοινωνία να κινδυνεύει με αποσάθρωση.
Η σύγχρονη ταξική πάλη, η ταξική πάλη της κρίσης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, επιβάλλει μια αλλαγή οπτικής γωνίας: η απουσία του εργατικού κινήματος, πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται πια ως απουσία μόνο, αλλά να αντιμετωπίζεται και ως ενεργή-δραστική παρουσία όλων των άλλων αντιθέσεων στην ταξική πάλη, παρουσία που επηρεάζει καθοριστικά την ίδια την παραγωγή της επανάστασης ως κομμουνιστικοποίησης (το θέμα αυτό πραγματεύεται, μεταξύ άλλων, ο άγνωστος σε μας συγγραφέας του πολύ ενδιαφέροντος κειμένου «Τυφλοπόντικα, είσαι εδώ;»4). Πέρα από τη θεωρητική αποσαφήνιση αυτής της καθοριστικής επιρροής, η οποία εκκρεμεί και θα αποτελέσει μέρος της δουλειάς του επόμενου τεύχους,5 η δουλειά μας και σε αυτό το τεύχος ήταν να διερευνήσουμε τι παράγουν οι ταξικοί αγώνες που μεσολάβησαν από την έκδοση του προηγούμενου (Ιούνιος 2011). Οι γενικές τάσεις σε αυτό το διάστημα των 22 περίπου μηνών κινούνται με τόσο μεγάλη ορμή που είναι δύσκολο ακόμη και να σκύψει κανείς με προσοχή πάνω στην επικαιρότητα και να προσπαθήσει να οργανώσει στη σκέψη του την πρώτη πρόσληψη της χαοτικής εμφάνισης των γεγονότων.
Το προηγούμενο τεύχος εκδόθηκε τις μέρες του κινήματος των «αγανακτισμένων», συνεπώς δεν είχε προλάβει να συμπεριλάβει αυτό το συμβάν στην ανάλυση της συγκυρίας που ονομάστηκε «εποχή των ταραχών» ή «δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης». Σε αυτό το τεύχος περιλαμβάνεται το κείμενο «Το κίνημα των “Αγανακτισμένων” στην Ελλάδα», κείμενο που είχε δημοσιευθεί στο πρώτο τεύχος του περιοδικού SIC στα αγγλικά. Αμέσως μετά τη λήξη του κινήματος αυτού στην Ελλάδα, μέσα στη ραστώνη του Αυγούστου του 2011, οι επικίνδυνες τάξεις στην Αγγλία εισέβαλαν στο προσκήνιο σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. Η εισβολή τους αυτή ήταν η υλική παραγωγή μιας ταυτότητας: της ταυτότητας ανάμεσα στην επισφάλεια της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και στην επισφάλεια της αναπαραγωγής της σχέσης του κεφαλαίου. Οι ταραχές στην Αγγλία επιβεβαίωσαν αμετάκλητα ότι βρισκόμαστε στην εποχή των ταραχών (περισσότερα στο update του κειμένου «Η εποχή των ταραχών» του τεύχους 5). Η ανάλυση των ταραχών αυτών, της σχέσης τους με την ταξική πάλη της περιόδου αλλά και η λεπτομερής ανάλυση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού και της κρίσης του, όπως παράγεται στην Αγγλία, γίνεται στο κείμενο «Για τις ταραχές στην Αγγλία και άλλα δεινά».
Δύο μήνες αργότερα στην Ελλάδα ζήσαμε τη σύγκρουση μπροστά στη βουλή μεταξύ «των αναρχικών» και «του ΚΚΕ», μια σύγκρουση εμβαπτισμένη μέσα σε ένα κίνημα καταλήψεων κτιρίων δημόσιας διοίκησης από δημόσιους υπαλλήλους. Οι καταλήψεις αυτές αποτέλεσαν μια αναιμική απάντηση στην άμεση υποτίμηση κατά τουλάχιστον 30% της εργασιακής δύναμης των περισσότερων δημοσίων υπαλλήλων (ήδη υποτιμημένης κατά άλλο ένα 15-20% από το 2010). Ό,τι δεν γινόταν να λυθεί μέσα στους εργασιακούς χώρους (δημόσιους ή ιδιωτικούς) έψαχνε τη λύση του στις πλατείες και στους δρόμους. Καθόλου ασήμαντο δεν ήταν ότι η σύγκρουση, το συμβάν, συμπυκνώθηκε στην πλατεία που βρίσκεται απέναντι στο κοινοβούλιο· καθόλου ασήμαντη δεν ήταν η διάταξη της πάνω και κάτω πλατείας το «αγανακτισμένο» καλοκαίρι του 2011, που στη συνέχεια αποκρυσταλλώθηκε σαν επανερχόμενος διπολισμός Δεξιάς-Αριστεράς· καθόλου ασήμαντη δεν είναι η πολιτική (η εκτίμηση της συγκυρίας όπως αποτυπώθηκε εκείνη τη στιγμή υπάρχει στο κείμενο «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά…»). Η μισθωτή εργατική τάξη, η άνεργη εργατική τάξη, τα μεσαία μισθωτά στρώματα, οι φοιτητές, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικροκαπιταλιστές συναντήθηκαν αυτή τη φορά στον χώρο και στον χρόνο, μια συνάντηση που δεν παράχθηκε τον Δεκέμβρη του 2008. Εκείνο τον θερμό Δεκέμβρη έλειπε το μνημόνιο, δηλαδή, η κήρυξη του πολέμου από το κεφάλαιο σε όλες αυτές τις κατηγορίες, και έλειπε η βίαιη θεσμοθέτηση της παραγόμενης αποπομπής τους από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης με το κράτος και τα αφεντικά τους. Όλοι αυτοί και όλες αυτές που συναντήθηκαν στους δρόμους και τις πλατείες ήξεραν ότι τους χώριζαν πολλά, αλλά ταυτόχρονα το κεφάλαιο τους τσουβάλιασε ξανά για πρώτη φορά μετά τη χούντα, και οι ίδιοι και ίδιες τσουβαλιάστηκαν μαχόμενες κάτω από τη μόνη ταμπέλα που δεν είναι παράνομη, την ταμπέλα του πολίτη. Το αγανακτισμένο καλοκαίρι μαζί και με ένα κομμάτι του Δεκέμβρη που έλειπε (γιατί καθόλου ασήμαντη δεν είναι η απουσία των μεταναστών, των μαθητών και της άγριας νεολαίας των γηπέδων από την «αγανάκτηση» του 2011) και τους δημόσιους υπαλλήλους καταληψίες/απεργούς του Οκτώβρη του 2011, αποτέλεσαν τον κορμό εκείνου του τεράστιου πλήθους που συνέρρευσε και ξεχείλισε την ίδια πλατεία και τους γύρω δρόμους τον Φλεβάρη του 2012. Εκείνη την Κυριακή η «τεχνοκρατική» κυβέρνηση ενός αρχιτραπεζίτη ψήφισε το νόμο ο οποίος ορίζει ότι το επίπεδο αναπαραγωγής της «επίσημης» εργατικής τάξης στην Ελλάδα είναι πλέον 480 ευρώ περίπου και για τους κάτω των 25 στα 400 ευρώ (γιατί υπάρχει και η «αόρατη» για το κράτος, «μαύρη» εργατική τάξη, για την οποία το επίπεδο αναπαραγωγής είναι ακόμη πιο κάτω ήδη). Στη συνύπαρξη του πλήθους εκφράστηκε η ενότητα της κατάστασης, στην ποικιλία των πρακτικών, στις καταστροφές οι οποίες αποτέλεσαν την έμπρακτη αυτοκριτική του διεκδικητικού κινήματος, εκφράστηκε η απόκλιση. Εκείνη τη νύχτα ζήσαμε για πρώτη φορά την ανάδυση του παραγόμενου από τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης (μη-)υποκειμένου, την εισβολή του στη σκηνή του «θεάτρου χωρίς συγγραφέα», μια εισβολή που έμοιαζε με έκρηξη (δείτε το κείμενο «Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου»). Το αποτέλεσμα αυτής της τρομοκρατικής για το κεφάλαιο και την κοινωνία του ανάδυσης ήταν πολιτικό. Παράδοξο; Όχι και τόσο, αν το καλοσκεφτούμε. Η «λύση του δράματος» βρέθηκε μέσα στο ίδιο το κίνημα που είχε θέσει τον εαυτό του εξ αρχής απέναντι στη βουλή. Οι Κύριοι αυτού του κόσμου παραχώρησαν αναγκαστικά αυτήν τη φορά εκλογές. Το προλεταριάτο και τα μεσαία στρώματα πήραν στα σοβαρά αυτήν την παραχώρηση, σκέφτηκαν ότι τελικά ίσως να μην αποκλείονται από το τραπέζι της διαπραγμάτευσης της τιμής της ζωής τους, τελικά ίσως ο «πατέρας Κράτος» να τους δίνει τη δυνατότητα να παρέμβουν, όχι όμως με την «ανωριμότητα» των εμπρησμών αλλά με την «ωριμότητα» των πυροσβεστικών εκλογών. Η πολιτική, όπως αποδείχθηκε και αυτήν τη φορά, δεν είναι μορφή που κρύβει το περιεχόμενο, είναι ο ειδικός τρόπος εμφάνισης του περιεχομένου, είναι φετιχισμός (η καθοριστική, σε τελική ανάλυση, αντίφαση για τη μορφοποίηση της κοινωνίας δεν αντικειμενοποιείται ως οικονομία, αλλά ως πολιτική οικονομία).6 Η ειδοποιός διαφορά αυτού του κοινωνικού σχηματισμού (για παράδειγμα από εκείνον της γειτονικής Ιταλίας) που επιτρέπει ακόμη στην αριστερή πολιτική, στην φιλ-εργατική πολιτική να επιβιώνει, είναι προφανώς η ιστορία του, μια εξόχως πολιτική ιστορία. Σε μια Ευρώπη χωρίς Αριστερά, ξαφνικά στην Ελλάδα παράχθηκε η γιγάντωση της ειδικής Αριστεράς της αναδιάρθρωσης, της Αριστεράς της αντιπαγκοσμιοποίησης, της Αριστεράς που χώνεψε κάθε ιδεολογική διαφορά μεταξύ των ρευμάτων της και κατάφερε να έχει σταλινικούς αγκαλιά με τροτσκιστές, ακριβώς επειδή σήμερα να είσαι σταλινικός ή τροτσκιστής δεν σημαίνει πια τίποτα. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα να σβήσουν οι φωτιές για κάποιο διάστημα, αλλά και να μην είναι όσες έδειχνε η προ των εκλογών εξέλιξη των πραγμάτων τον Νοέμβρη του 2012, όταν ψηφίστηκε το μνημόνιο νο3. Για όλα αυτά και για πολλά ακόμη απαντάμε στις ερωτήσεις σχετικά με τη συγκυρία στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη τις οποίες μας έστειλαν σύντροφοι από την Ολλανδία («Για την τρέχουσα κρίση, την Ευρωζώνη και τους ταξικούς αγώνες στην Ελλάδα»).
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα, οι συγκρούσεις του Νοέμβρη του 2012 ήταν ένα από τα τελευταία σημαντικά επεισόδια της ταξικής πάλης. Οι συγκρούσεις των κατοίκων της Χαλκιδικής και των αλληλέγγυων αγωνιστών στις Σκουριές και την Ιερισσό με την αστυνομία, όπως επίσης και το σαμποτάζ των εγκαταστάσεων κατασκευής μεταλλείων χρυσού είναι επίσης σημαντικά γεγονότα που εντάσσονται στο σχήμα της εισβολής των ταραχών στα διεκδικητικά κινήματα. Οι τελευταίες εξελίξεις (τις μέρες που εκδίδεται το περιοδικό) αναβαθμίζουν ακόμη περισσότερο τη σημασία αυτής της σύγκρουσης. Οι «κάτοικοι» συγκρούστηκαν με τους «εργαζόμενους» οι οποίοι με τη συνεπικουρία της ΓΣΕΕ προστατεύουν «την επένδυση», προσπαθώντας να σώσουν τις δουλειές «τους». Η εισβολή της αστυνομίας στα σπίτια των υπόπτων για το σαμποτάζ κατοίκων, η απάντηση της κοινότητας αγώνα των «κατοίκων» με τον βανδαλισμό του αστυνομικού τμήματος και την έγερση οδοφραγμάτων στις εισόδους του χωριού τους αποτελούν την επικαιροποίηση της τρέχουσας κρίσης σε επίπεδο δραστηριοτήτων. «Δεν θα επαναληφθούν τα φαινόμενα της Κερατέας» δήλωσε ο υπουργός καταστολής και πρόσθεσε: «Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει γιατί αλλιώς δεν θα είναι κράτος». Επεισόδια όπως η «επένδυση χρυσού στη Χαλκιδική» ή οι εξεγέρσεις των κρατούμενων μεταναστών στα κέντρα φιλοξενίας τους είναι σημαντικά γιατί συμπυκνώνουν ως συνθήκη την παραγωγή της εποχής των ταραχών: τα μέτωπα που παράγονται είναι φαινομενικά ασύνδετα, αλλά η πολλαπλότητά τους, η ένταση των συγκρούσεων και ο συνεχώς αυξανόμενος κίνδυνος για διάχυσή τους προκαλούν μια κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας η οποία δεν μπορεί παρά να ανατροφοδοτεί το δίπολο ταραχές-καταστολή.
Είναι βέβαιο ότι μπροστά μας έχουμε πολλά επεισόδια ακόμη, καθώς, μεταξύ άλλων όσες καταθέσεις υπάρχουν ακόμη στις τράπεζες δεν είναι πλέον καθόλου ασφαλείς, με συνέπεια και οι ίδιες οι τράπεζες να μην είναι καθόλου ασφαλείς. Επίσης, ετοιμάζεται νόμος σύμφωνα με τον οποίο η άρρητη τάση (στην περίοδο του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού) καθορισμού του βασικού μισθού από το ποσοστό ανεργίας θα γίνει ρητά θεσμοθετημένη από το κράτος σε επίπεδο μαθηματικού τύπου πια. Πρόκειται για άλλο ένα βήμα της αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ως τέτοιου. Με την αναδιάρθρωση αυτή οι καπιταλιστές προσπαθούν με στρατηγική blitzkrieg να εντάξουν ό,τι περισσότερο μπορούν στον κόσμο της ρητής μετρησιμότητας, δηλαδή στον κόσμο της ποσοτικής σύγκρισης «των πάντων με τα πάντα», και την έμμεση, αλλά απόλυτη, άλυτη, σύνδεση όλων των σχέσεων –σε τελική ανάλυση– με το χρήμα ως κεφάλαιο, δηλαδή, με τη χρηματοπιστωτική μορφή που οργανώνει τη σύγχρονη εκμετάλλευση. Η συνεχώς ανανεωνόμενη διαδικασία υπαγωγής των κοινωνικών σχέσεων στο καθεστώς της μετρησιμότητας, της αποδοτικότητάς τους ως εκφάνσεων του χρηματικού-τοκοφόρου κεφαλαίου προϋποθέτει και απαιτεί συνεχή έλεγχο αυτής της αποδοτικότητας. Ο έλεγχος αυτός (που παίρνει διάφορες μορφές με πιο οικεία για την Ελλάδα, τη μορφή μνημόνιο-τρόικα-κακοί ξένοι) δίνει αποτελέσματα που καθιστούν αναγκαία την συνεχή αναδιάρθρωση.
Για να υλοποιηθεί αυτή η συνεχώς ανανεούμενη διαδικασία είναι απαραίτητο βέβαια να αναδιαρθρωθεί το καπιταλιστικό Κράτος, το οποίο πρέπει επίσης να αποκτήσει τη νέα μορφή που απαιτείται. Πρόκειται για μια αναδιάρθρωση ιδιαίτερα δύσκολη και επεισοδιακή καθώς το Κράτος σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένο σε μια αντίφαση. Ο σημαντικότερος ρόλος του που είναι να σχετικοποιεί την ταξική πάλη, να την καθιστά υποδεέστερη τού υποτίθεται κοινού εθνικού συμφέροντος, υπονομεύεται από την αμιγώς κατασταλτική δράση που είναι απαραίτητο να αναλάβει για να αναδιαρθρωθεί (μια αντίφαση που, όπως αναφέραμε προηγουμένως, στην Ελλάδα σχετικοποιείται ακόμη λόγω της ειδικής πολιτικής ιστορίας της). Σχετικά με μια πτυχή του κατασταλτικού ρόλου του ελληνικού κράτους από το 2009 μέχρι σήμερα δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος την εισήγηση του συντρόφου Α. σε μια συζήτηση με θέμα «Μορφή και περιεχόμενο της κρατικής καταστολής στις καταλήψεις».
Η κατάσταση που περιγράφουμε είναι απόλυτα αντιληπτή σήμερα από το κίνημα, όπως κάθε κατάσταση είναι απόλυτα αντιληπτή από το κίνημα της εποχής της. Από εδώ πηγάζουν οι ιδεολογίες7 του κινήματος, οι καθρέφτες στους οποίους το κίνημα κοιτάζει και αναγνωρίζει τον εαυτό του (αλλά δεν τον γνωρίζει), οι καθρέφτες που μέσα στην εξέλιξη της δυναμικής του θα σπάσει για να γνωρίσει τον εαυτό του. Σε αυτό το τεύχος ασχολούμαστε με τις κυρίαρχες σήμερα κινηματικές ιδεολογίες. Καταρχήν ασχολούμαστε με την «εμπορευματική» αυτοοργάνωση η οποία φαίνεται αναγκαστικά να κερδίζει έδαφος ως τρόπος αντιμετώπισης των συνθηκών της κρίσης/αναδιάρθρωσης από πολλούς και πολλές που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, καθώς είναι απόβλητοι από τις πιο παραδοσιακές μορφές του κεφαλαίου (δείτε τo κείμενo «Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και η αυτοδιαχείριση ως ουτοπικός ορίζοντας της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης» και το κείμενο «Κομμουνιστικοποίηση εναντίον Κοινωνικοποίησης»). Ασχολούμαστε όμως και με την «πιο ριζοσπαστική» αυτοοργάνωση, δηλαδή την «αντι-εμπορευματική» αυτοοργάνωση στα κείμενα «Περί κοινών» και «Μια σύντομη κριτική της αυτοοργάνωσης στην Ελλάδα» (αυτό το κείμενο έχει και στοιχεία που αφορούν την «εμπορευματική» αυτοοργάνωση), κείμενα που γράφτηκαν με βάση εισηγήσεις σε εκδηλώσεις-συζητήσεις. Στο πρώτο γίνεται ενδελεχής ανάλυση της έννοιας των κοινών που λόγω, μεταξύ άλλων, και της κατασταλτικής μορφής της αναπαραγωγής τείνει να κερδίζει συνεχώς έδαφος ως κεντρική έννοια γύρω από την οποία δομείται ο «κομμονισμός» (commonism). Στο δεύτερο εξετάζονται τα όρια της αυτοοργάνωσης της αναπαραγωγής στη βάση της τοπικής ανταλλακτικής οικονομίας, και των κινηματικών δομών αναπαραγωγής που ανθίζουν πάνω στα συντρίμμια του κοινωνικού κράτους.
Όλα τα ιδεολογικά στοιχεία του κινήματος είναι σωστά («αληθινά»!) μέσα στον φετιχισμό του κεφαλαίου, στην ειδική περίοδο κυριαρχίας της χρηματιστικοποίησης ως σημαντικότερης διαδικασίας αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Όχι μόνο είναι σωστά, αλλά πρόκειται και για τις πιο προωθημένες κινήσεις από τα πιο δυναμικά κομμάτια του κινήματος. Σίγουρα όμως ούτε οι μειοψηφικές αυτές πρακτικές που αποτελούν τη δραστηριότητα αυτών των ιδεολογικών στοιχείων δεν είναι η επανάσταση, ούτε και η γενίκευσή τους, η οποία έτσι κι αλλιώς θα έθετε σε αμφισβήτηση το σημερινό περιεχόμενό τους. Η ταξική πάλη πέρα από το να φανερώνει την πραγματικότητα στα μυαλά των προλετάριων με τον ειδικό φετιχοποιημένο τρόπο που τους κάνει να στρέφονται πάντα ενάντια στον εχθρό αλλά αυτός να μην είναι ποτέ η ίδια η σχέση κεφάλαιο, ταυτόχρονα έχει την κακή για το κεφάλαιο και το κράτος ιδιότητα να συγκροτεί ιστορικά τον ένα «στρατό» απέναντι στον άλλο, και ανεξάρτητα από το τι ακριβώς υπάρχει μέσα στα κεφάλια, να ξεκινάει, τελικά, ο πόλεμος. Και μέσα στον πόλεμο αλλάζουν πολλά, όλες οι συγκρούσεις βγαίνουν στην επιφάνεια, όλες οι εσωτερικές αντιφάσεις των πρακτικών και των ιδεολογιών τους ξεσπούν, όλες οι δυναμικές έρχονται σε ρήξη με την πορεία που ακολουθούσαν πριν από την κήρυξη του πολέμου. Το επίδικο της περιόδου θα είναι ο τρόπος με τον οποίο όλες αυτές οι συγκρούσεις θα συνδεθούν αντικειμενικά, αν η επερχόμενη επίθεση στο χρήμα, δεν θα μείνει μια επίθεση ενάντια στη μορφή του ως γενικού ισοδύναμου των ανταλλαγών, δηλαδή μια επίθεση ενάντια στο φετίχ, ένα χτύπημα στο σακί αντί για το γαϊδούρι,8 αλλά θα γίνει μια επίθεση ενάντια στο χρήμα ως κεφάλαιο, η οποία αναγκαστικά θα μετατραπεί σε επίθεση ενάντια στο κεφάλαιο ως σχέση και θα παραχθεί ως πολλαπλά μέτωπα επίθεσης ενάντια σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις και τους ρόλους που τις αναπαράγουν συμπαρασύροντας, επιτέλους, «τα πάντα».
____________________________
1 Ο προγραμματικός ορίζοντας της επανάστασης θεωρούσε τον κομμουνισμό ως το «τέλος» της ιστορίας, ή την αρχή της πραγματικής ιστορίας (που είναι το ίδιο πράγμα): Το προλεταριάτο αναλαμβάνοντας την παραγωγή (σοσιαλισμός) σταδιακά καταργεί τις τάξεις (κομμουνισμός) και φέρει σε πέρας τον ιστορικό του ρόλο, την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Ο Μαρξ ανήκει σε αυτή την εποχή, και οι δύο περίοδοι του έργου του έχουν στοιχεία ιστορικής τελεολογίας. Το κομμουνιστικό εγχείρημα είναι λοιπόν από καταβολής του τελεολογικό. Με την παρακμή του προγραμματισμού, η κομμουνιστική θεωρία παλεύει με το ιστορικό βάρος αυτής της καταβολής. Πολλοί κατέληξαν να κάψουν τα χλωρά μαζί με τα ξερά (είπαν αντίο στο προλεταριάτο και τον κομμουνισμό). Το θεωρητικό ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης επιχειρεί να κάνει κάτι που με μια πρώτη ματιά φαίνεται ακατόρθωτο: να θεωρητικοποιήσει την παραγωγή του κομμουνισμού με διαλεκτικό τρόπο (η αντίφαση) αλλά όχι ντετερμινιστικό τρόπο. Εδώ βρισκόμαστε.
2 «Στην έννοια της “απόκλισης” υπάρχουν τρεις στιγμές: η ιδέα της απόστασης, αυτή της κίνησης και αυτή της εσωτερικότητας. Απόσταση στον βαθμό που πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να διαφοροποιηθούν και να αντιπαρατεθούν η μία στην άλλη. Κίνηση στον βαθμό που δεν πρόκειται για πράγματα ανεξάρτητα μεταξύ τους που απλώς συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο αλλά μάλλον για κριτικό αυτοστοχασμό της ταξικής δράσης. Αυτό μας οδηγεί στην τρίτη απόχρωση της έννοιας: πρόκειται για κίνηση και απόσταση που είναι εσωτερική στη δραστηριότητα του προλεταριάτου ως τάξης. Πρόκειται για δύο όψεις της ίδιας ταξικής δράσης (το να υπάρχει ως μοναδικός ορίζοντας το κεφάλαιο/το να βρίσκεται το προλεταριάτο σε αντίφαση με την αναπαραγωγή του ως τάξης) – η απόκλιση είναι η δυαδικότητα που γίνεται ορατή σαν καταναγκασμός, μέσα στο κεφάλαιο, για την ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης» (δες και «Συνοπτική παρουσίαση του περιοδικού SIC»).
3 Κάθε παραγωγική σχέση αλλά και κάθε κοινωνική σχέση της κοινωνίας, δηλαδή κάθε σχέση που καθηλώνει σε ειδικούς κοινωνικούς ρόλους τους ανθρώπους, δεν μπορεί καθόλου να κατανοηθεί –γιατί δεν μπορεί καθόλου να υπάρξει όπως είναι σήμερα– χωρίς το κεφάλαιο σαν προϋπόθεση. Όλες οι σχέσεις εμφανίζονται σαν δημιουργημένες από το κεφάλαιο και προσαρμοσμένες σε αυτό μορφές του προηγούμενου ιστορικού σχηματισμού τους.
4 Αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε αυτό το κείμενο που βρήκαμε στον ιστότοπο dndf (dndf.org/?p=12122) όπως και προκηρύξεις που βρήκαμε ενδιαφέρουσες («Θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία;», και «Ανακοίνωση της κατειλημμένης Νομικής») και θεωρούμε ότι εντάσσονται στην προβληματική της κομμουνιστικοποίησης παρά τις όποιες διαφωνίες έχουμε. Ο λόγος της κομμουνιστικοποίησης ακριβώς λόγω του ότι δεν θα δημιουργηθεί ένα πολιτικό στρατόπεδο που θα τον εκφράζει, δεν θα είναι ποτέ ομογενοποιημένος.
5 Ενδεικτικά ερωτήματα που μας απασχολούν σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι: Πώς συνδέονται οι αντιθέσεις που ορίζουν τους κοινωνικούς ρόλους της καπιταλιστικής κοινωνίας με την αντίφαση της εκμετάλλευσης, ειδικά μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού; Πώς η ειδική σύγκρουση που αφορά κάθε αντίφαση θα αποτελεί μορφή εμφάνισης της κρίσης της ολότητας συνολικά και όχι ένα δευτερεύον στοιχείο που ορίζεται μόνο σε σχέση με τον αγώνα για τον μισθό; Πώς ο κάθε κοινωνικός ρόλος θα εμφανίζεται στις συγκρούσεις ως κάτι που πρέπει να καταργηθεί και όχι απλώς να μετασχηματιστεί μέσα από τον εξισωτικό ορίζοντα που θα του επιφύλασσε η επανάσταση του εργατικού κινήματος; Πώς σχετίζονται αυτά τα ερωτήματα με την πραγματική υπαγωγή «της κοινωνίας» και όχι μόνο της εργασίας στο κεφάλαιο (στη σχέση κεφάλαιο); Ποιος είναι ο μηχανισμός που τοποθετεί όλα τα στρατόπεδα στη «σωστή τους πλευρά» ώστε να τεθεί κάθε κοινωνικός ρόλος σε καθεστώς κατάργησης ταυτόχρονα με τα μέτρα κατάργησης της εκμετάλλευσης;
6 Η κοινωνία των πολιτών είναι ο φετιχισμός της ατομικοποίησης, απολύτως αναγκαίας για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, το Κράτος είναι η κατάργηση αυτής της ατομικοποίησης, η εξίσου αναγκαία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνθήκη ότι οι τάξεις υπάρχουν μόνο στη σχέση μεταξύ τους. Έτσι η κοινωνία των πολιτών και το Κράτος αποτελούν δύο πόλους μιας ενότητας: της πολιτικής. Η πολιτική είναι η ενότητα αυτής της διαφοράς (της ατομικοποίησης ως κοινωνίας των πολιτών και της κατάργησης της ατομικοποίησης ως Κράτος), επειδή το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας αποτελεί μια ολότητα. Oι προλετάριοι είναι άτομα αλλά ταυτόχρονα δεν είναι άτομα, είναι τάξη.
7 Kάθε ταξικός αγώνας είναι αναγκαστικά «ιδεολογικός». Από τη σκοπιά της επανάστασης, ως κατάργησης των τάξεων, ο σημαντικότερος φετιχισμός του κεφαλαίου είναι η ίδια η υπεράσπιση του ταξικού ανήκειν ως αναγκαίος τρόπος δράσης του προλεταριάτου.
8 «[…] Είναι εξίσου ξεκάθαρο πώς όσο αναπτύσσεται η επίθεση ενάντια στις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής […] τόσο η πολεμική αυτή κατευθύνεται ενάντια στο μεταλλικό χρήμα ή στο χρήμα γενικά, σαν την πιο χτυπητή, πιο αντιφατική και πιο σκληροτράχηλη εκδήλωση του συστήματος […] είναι εξίσου ξεκάθαρο ότι με το χρήμα μπορούν να γίνουν ορισμένες επαναστατικές ενέργειες, στο μέτρο που μια επίθεση ενάντια του φαίνεται ν’ αφήνει άθικτα, και απλά να βελτιώνει όλα τ’ άλλα. Χτυπά τότε κανείς το σακί για να δείρει το γαϊδούρι […] Όσο οι εχθροπραξίες κατευθύνονται ενάντια στο χρήμα σαν τέτοιο, πρόκειται απλά για επίθεση ενάντια σε συνέπειες που οι αιτίες τους παραμένουν άθικτες. Πρόκειται λοιπόν για διαταραχή της παραγωγικής διαδικασίας, που τότε το στέρεο θεμέλιό της έχει και τη δύναμη με μια λίγο-πολύ βίαιη αντίδραση, να τις καθορίσει και να τις δαμάσει σαν απλές παροδικές διαταραχές», Κ. Μαρξ, Grundrisse, τόμ. Β΄.