subscribe to RSS

Ροκαμαδούρ

Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» στην Ελλάδα

1 comment
Το κίνημα των «Αγανακτισμένων» στην Ελλάδα

Ποιο είναι το διακύβευµα;

Τους τελευταίους µήνες, το άµεσο µέληµα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού κράτους ήταν η οριστικοποίηση των όρων για την πρόσθετη χρηµατοδότηση –12 δις ευρώ– που ήταν απαραίτητη για την εξυπηρέτηση του ελληνικού δηµόσιου χρέους. Το Μεσοπρόθεσµο Πρόγραµµα (η ανανεωµένη έκδοση του «Μνηµονίου Συµφωνίας» µε την «τρόικα» ΕΕ–ΔΝΤ–ΕΚΤ) ψηφίστηκε τελικά την 29η Ιουνίου. Περαιτέρω χρηµατοδότηση περίπου 30 δις ευρώ θα χρειαστεί τον επόµενο χρόνο, και ακόµα περισσότερη το 2013. Το ελληνικό κράτος δεν πέτυχε τους στόχους του προϋπολογισµού που τέθηκαν πέρυσι, όταν το ΔΝΤ και η ευρωζώνη χορήγησαν δάνειο συνολικού ύψους 110 δισεκατοµµυρίων ευρώ, εκταµιευόµενο σε δόσεις. Το επίκεντρο αυτού του νέου πακέτου διάσωσης είναι ένα κύκλος ιδιωτικοποιήσεων που αναµένεται να αποφέρει 50 δις ευρώ µέχρι το 2015. Οι κρατικές εταιρίες ενέργειας και νερού, λιµάνια, τράπεζες, το πρώην µονοπώλιο των τηλεπικοινωνιών (ΟΤΕ), ο οργανισµός σιδηροδρόµων καθώς και άλλες επιχειρήσεις, όπως ο ΟΠΑΠ, η µεγαλύτερη ευρωπαϊκή επιχείρηση λαχείων, λοταρίας και αθλητικών στοιχηµάτων, θα περιλαµβάνονται στο ξεπούληµα – κάτι που σηµαίνει ακόµα µεγαλύτερη µείωση στον έµµεσο µισθό και επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης γενικότερα, καθώς και µια µόνιµη και σηµαντική απώλεια εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισµό, «καθιστώντας αναγκαία» µια ακόµα µεγαλύτερη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου και ούτω καθεξής. Επιπλέον, θα υπάρξουν περαιτέρω περικοπές δαπανών –πάνω από 6 δις ευρώ µέσα σε 12 µήνες, ποσό που αντιστοιχεί στο 2,8% του ΑΕΠ– και αντιστρόφως προοδευτικές φορολογικές αυξήσεις που πλήττουν την αναπαραγωγή της εγχώριας εργατικής τάξης. Αυτό θα σηµαίνει περικοπές µισθών µέχρι 30%. Η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δηµοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ) υπολογίζει ότι η µέση συνολική µείωση που ξεκίνησε µε την περσινή δέσµη µέτρων θα φτάσει το 40-45% των µισθών των δηµοσίων υπαλλήλων µέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους [2011].

Αυτό είναι η εξακολούθηση µιας οριζόντιας επίθεσης στον µισθό –στο επίπεδο αναπαραγωγής της εργατικής τάξης– που ξεκίνησε το 2009. Επίσης η επίθεση αυτή συµπεριλαµβάνει ποικίλα µικροαστικά και µισθωτά µεσαία στρώµατα, ειδικά µέσα από τις αυξήσεις φόρων και το άνοιγµα των «κλειστών» επαγγελµάτων, µέτρα που τείνουν να αλλάξουν τη δοµή της ελληνικής κοινωνίας (ειδικότερα τον διογκωµένο µικροαστικό τοµέα της). Οι κρατικές επιχορηγήσεις για την επιβίωση του πλεονάζοντος εργατικού δυναµικού τείνουν να εξαφανιστούν και το αποτέλεσµα είναι ο πολλαπλασιασµός της άτυπης εργασίας και της φτώχειας. Το προλεταριάτο (και τα ραγδαία προλεταριοποιούµενα µεσαία και µικροαστικά στρώµατα) δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δουλέψουν, συνήθως χωρίς ασφάλιση, για να επιβιώσουν, και την ίδια στιγµή τούς είναι αδύνατο να βρουν µια δουλειά ή να αποκτήσουν ένα εισόδηµα ικανό να καλύψει το κόστος αναπαραγωγής της εργασιακής τους δύναµης. Ο επίσηµος δείκτης ανεργίας τον Μάρτιο του 2011 ήταν στο 16,2%, έναντι 11,6% του Μαρτίου 2010 και 15,9% του Φεβρουαρίου 2011, ενώ ήταν 42,5% για τα άτοµα ηλικίας 15-24 ετών και 22,6% για τις ηλικίες 25-34 ετών. Το κεφάλαιο δηλώνει ότι δεν µπορεί να στηρίξει την επιβίωση του προλεταριάτου, καθιστά σαφές ότι ένα σηµαντικό µέρος του τελευταίου είναι άχρηστο (από τη σκοπιά της αξιοποίησης του κεφαλαίου) και, το σηµαντικότερο, ότι η επιθυµητή ανάκαµψη δεν περιλαµβάνει καµία επανένταξη στην παραγωγή αυτού του πλεονάζοντος µέρους του προλεταριάτου.

Το «ελληνικό ζήτηµα» δεν είναι ελληνικό πρόβληµα. Ο Alan Greenspan σχολίασε στις 17 Ιουνίου ότι «η ελληνική κρίση χρέους είναι δυνατόν να σπρώξει τις ΗΠΑ σε άλλη µία ύφεση». Δύο εβδοµάδες νωρίτερα ο Lorenzo Bini Smaghi, µέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, δήλωσε στους Financial Times ότι «µια αναδιάρθρωση του χρέους, ή µια έξοδος από το ευρώ, θα ισοδυναµούσε µε θανατική ποινή», προσθέτοντας ότι «όποιος περιµένει ότι οι επιπτώσεις θα είναι περιορίσιµες µοιάζει µε όσους στα µέσα Σεπτεµβρίου του 2008 έλεγαν ότι οι αγορές ήταν πλήρως προετοιµασµένες για την κατάρρευση της Lehman Brothers». Στις 22 Ιουνίου ο πρόεδρος του Federal Reserve, ο Ben Bernanke, προειδοποιούσε: «Μια αποτυχία στην επίλυση αυτής της κατάστασης (του ελληνικού χρέους) θα συνιστούσε απειλή για το ευρωπαϊκό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, το παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα και την ευρωπαϊκή πολιτική ενότητα».

Οι διαφορετικές προσεγγίσεις των διάφορων ευρωπαϊκών εθνικών καπιταλιστικών σχηµατισµών προφανώς αντανακλούν τα αντίστοιχα συµφέροντά τους σε µια περίοδο οξυµένου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισµού: «Η ΕΚΤ και οι γαλλικές τράπεζες είναι ανάµεσα στις πιο εκτεθειµένες στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ενώ οι γερµανικές τράπεζες θα υφίσταντο ένα κατά πολύ µικρότερο “κούρεµα” και επιπλέον θα ανέµεναν να αποζηµιωθούν για τυχόν απώλειες από την κυβέρνηση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ. Το εύκολα αντιληπτό πλεονέκτηµα της Γερµανίας και των µικρότερων ευρωπαίων εταίρων της σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους είναι ότι αυτή η κίνηση θα µπορούσε να µειώσει το ποσό των δηµόσιων πόρων τους που διοχετεύονται σε τράπεζες της Γαλλίας και άλλων ανταγωνιστικών δυνάµεων».1

Έτσι οι διάφορες ανταγωνιστικές µερίδες του κεφαλαίου επιδιώκουν να αποτρέψουν, και αν αυτό αποδειχτεί αδύνατο να περιορίσουν αποτελεσµατικά, τα ωστικά κύµατα που µια πιθανή χρεοκοπία του ελληνικού κράτους θα έστελνε σε ολόκληρο το παγκόσµιο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα. Ακόµα περισσότερο µάλιστα στον βαθµό που δεν πρόκειται µόνο για την Ελλάδα: η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ισπανία είναι έτοιµες να ακολουθήσουν (για να µην αναφέρουµε το τεράστιο συσσωρευµένο δηµόσιο χρέος των ΗΠΑ και της Αγγλίας). Μια τέτοια εξέλιξη θα προκαλούσε µια ακόµα πιο έντονη βουτιά της παγκόσµιας οικονοµίας, µετατρέποντας την τρέχουσα κρίση δηµόσιου χρέους σε σοβαρή νοµισµατική κρίση και τελικά σε κρίση της αξίας. Ουσιαστικά, το διακύβευµα αυτή τη στιγµή είναι η προσπάθεια της αστικής τάξης να αποφύγει µια τεράστια απαξίωση χρηµατιστικού κεφαλαίου, δηλαδή να αναχαιτίσει την καταστροφική επανεπιβεβαίωση του νόµου της αξίας µέσα στην καπιταλιστική κρίση. Με άλλα λόγια, είναι η προσπάθεια να διατηρηθεί η τωρινή µορφή της παγκόσµιας συσσώρευσης µε επιτάχυνση της βασικής δυναµικής του ίδιου του αναδιαρθρωµένου καπιταλισµού: επίθεση εναντίον του µισθού και όλων των εξασφαλίσεων της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, απονοµιµοποίηση της διαπραγµάτευσης της τιµής της εργασιακής δύναµης, επισφάλεια, οριοθέτηση ζωνών της παγκόσµιας καπιταλιστικής συσσώρευσης και οξυµένος ανταγωνισµός µεταξύ των διάφορων περιφερειών συσσώρευσης, περαιτέρω χρηµατιστικοποίηση και προσπάθεια αξιοποίησης του χρηµατιστικού κεφαλαίου (κυρίως σε τοµείς που σχετίζονται µε την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναµης και τη διανοµή της παραχθείσας υπεραξίας – αξιοποίηση της δηµόσιας περιουσίας, αναδιάρθρωση των συνταξιοδοτικών συστηµάτων κλπ.). Όµως, αυτή η προσπάθεια να αυξηθεί το ποσοστό υπεραξίας (ποσοστό εκµετάλλευσης) επιταχύνει την ίδια στιγµή όλες τις αντιφάσεις της παραπάνω δυναµικής –αντιφάσεις που οδήγησαν στην τρέχουσα κρίση– κάνοντάς τες ακόµα πιο εκρηκτικές.

 

Οι «Αγανακτισµένοι» στην Ελλάδα

 

Στις 25 Μαΐου 2011, σε µια σειρά διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων σε πολλές ελληνικές πόλεις, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στον δρόµο για να διεκδικήσουν «να φύγουν όλοι οι πολιτικοί». Στην Αθήνα, περίπου 20.000 συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Συντάγµατος. Στη Θεσσαλονίκη, περίπου 5.000 µαζεύτηκαν µπροστά στον Λευκό Πύργο. Πολλοί άνθρωποι µαζεύτηκαν και στην Πάτρα, τον Βόλο, τα Χανιά, τα Ιωάννινα, τη Λάρισα και άλλες πόλεις. Στις σηµειώσεις που ακολουθούν, το επίκεντρο θα είναι η Αθήνα, αφού εκεί συνέβη ο κύριος όγκος των γεγονότων και έγινε πιο εµφανής η δυναµική καθώς και τα όρια αυτού του κινήµατος.

Παρακάτω, µεταφέρουµε πρακτικά από την πρώτη ανοιχτή συνέλευση που έγινε στην πλατεία Συντάγµατος στις 25 Μαΐου, τα οποία είναι αρκετά αντιπροσωπευτικά του κλίµατος που επικρατούσε µεταξύ των διαδηλωτών:

 

«Όποιος πολιτικός αδικεί, όποιος πολιτικός δεν σέβεται τη λαϊκή εντολή, να πηγαίνει σπίτι του ή στη φυλακή. Η Δηµοκρατία τους, δεν εγγυάται ούτε την Ισότητα ούτε τη Δικαιοσύνη.
Δεν πρέπει να µας ευχαριστεί να είµαστε καταναλωτές ή πελάτες, πρέπει να µας ευχαριστεί όταν είµαστε σωστοί, υπεύθυνοι πολίτες.
Να δούµε παγκόσµια το θέµα, το πρόβληµα της καταληστευµένης ζωής µας. Να ενωθούµε µε ό, τι στον υπόλοιπο κόσµο γίνεται ως ανάλογη κίνηση.
Δεν φταίνε µόνο οι πολιτικοί, φταίµε οι Έλληνες µε την ατοµικιστική µας νοοτροπία.
Να συνεχίσουµε µε συνέπεια τις εξεγέρσεις του αραβικού κόσµου. Να αρθούµε πάνω από πατρίδες και έθνη.
Να ξεκινήσουµε να διαµορφώνουµε αιτήµατα. Να αλλάξει η πολιτική, να πέσει η κυβέρνηση, να διαµορφώσουµε τις δικές µας προτάσεις.
Η Υγεία καταρρέει, δεν υπάρχουν υλικά, ο κόσµος κινδυνεύει στα νοσοκοµεία, µας ληστεύουν και µας εγκαταλείπουν στην τύχη µας.
Η Δηµοκρατία ξεκίνησε από εδώ, από την Αθήνα. Η πολιτική δεν είναι κάτι κακό. Για την καλυτέρευσή µας, ας την ξαναπάρουµε στα χέρια µας.
Τα προβλήµατα είναι κοινά και είναι αυτά που µας ενώνουν. Να µην αφήσουµε τις ταµπέλες, τις στρατεύσεις ή τις όποιες επιµέρους επιλογές µας, να µας χωρίσουν.
Οι Ισπανοί µάς έδωσαν την ιδέα και το έναυσµα. Να συντονιστούµε µε τον υπόλοιπο, υπερχρεωµένο Νότο, ας κινητοποιηθούµε. Οι Ισπανοί µας έδειξαν τον δρόµο.
Συκοφαντούν τους δηµόσιους υπαλλήλους, τους δασκάλους, τους καθηγητές, τους ιατρούς. Δικαιοσύνη δεν είναι η ισοπέδωση των 500 ευρώ. Μας στερούν την αξιοπρέπεια.
Η Ελλάδα είναι στον γκρεµό και τα χρήµατα της χώρας έξω από την χώρα. Μας έκλεψαν και συνεχίζουν να µας κλέβουν».2

 

Και αυτό είναι το ψήφισµα µιας από τις πρώτες λαϊκές συνελεύσεις της πλατείας Συντάγµατος:

«Εδώ και πολύ καιρό παίρνονται αποφάσεις για εµάς χωρίς εµάς.
Είµαστε εργαζόµενοι, άνεργοι, συνταξιούχοι, νεολαίοι, που έχουµε έρθει στο σύνταγµα για να παλέψουµε και να αγωνιστούµε για τις ζωές µας και το µέλλον µας.
Είµαστε εδώ γιατί γνωρίζουµε ότι οι λύσεις στα προβλήµατά µας µπορούν να προέλθουν µόνο από εµάς.
Καλούµε όλους τους Αθηναίους, εργαζόµενους, ανέργους και νεολαία στο Σύνταγµα, και όλη την κοινωνία να γεµίσει τις πλατείες και να πάρει τη ζωή στα χέρια της.
Εκεί στις πλατείες θα συνδιαµορφώσουµε όλα µας τα αιτήµατα και τις διεκδικήσεις µας.
Καλούµε όλους τους εργαζόµενους που θα απεργήσουν την επόµενη περίοδο να καταλήγουν και να παραµένουν στο Σύνταγµα.
Δεν θα φύγουµε από τις πλατείες, µέχρι να φύγουνε αυτοί που µας οδήγησαν εδώ: Κυβερνήσεις, Τρόικα, Τράπεζες, Μνηµόνια και όλοι όσοι µας εκµεταλλεύονται. Τους διαµηνύουµε ότι το χρέος δεν είναι δικό µας.
ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΡΑ!
ΙΣΟΤΗΤΑ – ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ – ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ!
Ο µόνος αγώνας που χάνεται είναι αυτός που δεν δόθηκε ποτέ!»3

 

Για πάνω από ένα µήνα, µερικές χιλιάδες άνθρωποι µαζεύονταν καθηµερινά στην πλατεία Συντάγµατος. Η πλατεία παρέµενε κατειληµµένη 24 ώρες το 24ωρο, 7 µέρες την εβδοµάδα, αλλά η µεγάλη µάζα των διαδηλωτών εµφανιζόταν το απόγευµα, µετά τη δουλειά, όταν γίνονταν και οι συνελεύσεις. Τα Σαββατοκύριακα ο αριθµός των διαδηλωτών πολλαπλασιαζόταν, φτάνοντας µέχρι και εκατοντάδες χιλιάδες στις 5 Ιουνίου. Ήταν ένα ετερογενές, διαταξικό πλήθος εργαζοµένων (σε µεγάλο βαθµό δηµόσιοι υπάλληλοι), ανέργων, φοιτητών, συνταξιούχων, αυτοαπασχολούµενων, καταστηµαταρχών και άλλων µικροαστικών στρωµάτων. Η κοινωνική σύνθεση του πλήθους στην πλατεία Συντάγµατος αποτυπώθηκε και στον χώρο: στην «πάνω πλατεία», µπροστά από τη Βουλή, υπήρχαν περισσότεροι µικροαστοί –εδώ θα συναντούσε κάποιος τις περισσότερες ελληνικές σηµαίες και µερικές (ακρο)δεξιές οµάδες– ενώ στην «κάτω πλατεία» η παρουσία νέων φοιτητών, εργαζοµένων και ανέργων ήταν πολύ µεγαλύτερη. Ένα στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η παρουσία µαθητών, µεταναστών και λούµπεν προλετάριων –άτοµα που συµµετείχαν στις πιο επιθετικές δράσεις στις ταραχές του Δεκέµβρη του 2008– δεν ήταν σηµαντική. Παρόλα αυτά, η πολύ πιο ευρεία σύνθεση και ο πιο µαζικός χαρακτήρας του κινήµατος υποδηλώνουν την εµβάθυνση της γενικευµένης κοινωνικής κρίσης στο διάστηµα που πέρασε µετά τα τέλη του 2008. Επιπροσθέτως, αντίθετα µε τον Δεκέµβρη του 2008, η καθηµερινή παρουσία αυτού του ετερόκλητου πλήθους στο κέντρο της Αθήνας και άλλων πόλεων δεν προκάλεσε σηµαντική αναστάτωση στην καθηµερινή ρουτίνα. Απείχε πολύ από το να διαταράξει πραγµατικά τη διανοµή των εµπορευµάτων/κυκλοφορία του κεφαλαίου, για να µην αναφερθούµε στην παραγωγή. Για κάποια µαγαζιά, ιδίως επιχειρήσεις εστίασης και καφετέριες, οι «Αγανακτισµένοι» ήταν ευλογία. Επίσης, δεν αµφισβήτησε τους κοινωνικούς ρόλους στον καταµερισµό της εργασίας: δικηγόροι συµµετείχαν σε επιτροπές που σκόπευαν να θέσουν υπό αµφισβήτηση τη νοµιµότητα του προγράµµατος λιτότητας, γιατροί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους δωρεάν, οι άνεργοι καθάριζαν την πλατεία και οι άστεγοι ήταν ικανοποιηµένοι έχοντας βρει ένα προσωρινό υποκατάστατο φιλανθρωπίας.

Όπως γίνεται εµφανές από τα πρακτικά που παραθέσαµε προηγουµένως (αλλά βέβαια και από το ίδιο του το όνοµα), το κίνηµα των «αγανακτισµένων» στην Ελλάδα είχε ως πηγή έµπνευσης τους «αγανακτισµένους» της Ισπανίας και τις εξεγέρσεις της Βόρειας Αφρικής, ιδιαίτερα την Αίγυπτο και τα καλέσµατα της πλατείας Ταχρίρ για µια δηµοκρατική αναµόρφωση του κράτους. Αντίθετα µε την Ισπανία όµως, στην Ελλάδα το κίνηµα γεννήθηκε στις παραµονές µιας αναµενόµενης σύγκρουσης –σχετικά µε µια νέα δέσµη µέτρων λιτότητας– εν µέσω µιας µεγάλης κοινωνικής κρίσης της οποίας επιτοµή ήταν το «Μνηµόνιο», οπότε απέκτησε έναν απτό «στόχο»: να µην ψηφιστεί το Μεσοπρόθεσµο Οικονοµικό Πρόγραµµα («Δε Χρωστάµε – Δεν Πουλάµε – Δεν Πληρώνουµε» ήταν ένα πολύ δηµοφιλές σύνθηµα στα πανό), παρ’ όλο που το γενικό κλίµα δεν υποστήριζε τη διαπραγµάτευση µε την κυβέρνηση αλλά ότι «πρέπει να φύγουν όλοι τώρα», απορρίπτοντας όχι µόνο το ΠΑΣΟΚ αλλά και όλο το πολιτικό κατεστηµένο. Γι’ αυτό υπήρχε µεγάλο ενδιαφέρον για τις εικόνες από την Τυνησία, την Αίγυπτο ή την Αργεντινή και για την ταπεινωτική αποχώρηση των πρωθυπουργών. Παρόµοια όπως στη Βόρεια Αφρική και στην Ισπανία, το Facebook και άλλα µέσα «κοινωνικής δικτύωσης», καθώς και τα κινητά τηλέφωνα, έπαιξαν σηµαντικό ρόλο στη συγκέντρωση του πλήθους και κυρίως των νεότερων διαδηλωτών, ενώ η δηµοσιότητα που έδωσαν από την αρχή τα καθεστωτικά µέσα ενηµέρωσης έγινε κι αυτή ένα «κάλεσµα µάχης» (τα ΜΜΕ εγκατέλειψαν τον «ενθουσιασµό» τους µόνο µετά την πρώτη γενική απεργία της 15ης Ιουνίου).

 

Πραγµατική δηµοκρατία και η άνοδος µιας νέας γραφειοκρατίας

 

Μιµούµενο τους Ισπανούς «αγανακτισµένους», το κίνηµα στην Ελλάδα ζητούσε «πραγµατική δηµοκρατία τώρα», και διάφοροι µιλητάντηδες/ιδεολόγοι που βρίσκονταν µέσα στο πλήθος φαντασιώνονταν/διακήρυτταν ο καθένας τη δική του εκδοχή της δηµοκρατίας. Το κάλεσµα για «πραγµατική δηµοκρατία τώρα», τόσο στην Ισπανία όσο και την Ελλάδα, είναι η εκδήλωση της κρίσης της πολιτικής/ αντιπροσώπευσης, που είναι αποτέλεσµα του γεγονότος ότι η διαπραγµάτευση της τιµής της εργασιακής δύναµης έχει καταστεί ασυστηµική, ακόµα περισσότερο στο πλαίσιο της τρέχουσας καπιταλιστικής κρίσης. Όµως, και τα δύο αυτά κινήµατα άρθρωσαν µια δηµοκρατική κριτική της δηµοκρατίας, δηλαδή µια πολιτική κριτική της πολιτικής. Γεννήθηκαν µέσα σε ένα αδιέξοδο.

Από την αρχή, το ζήτηµα ήταν να «πάρουµε τη ζωή µας στα χέρια µας» αφού αυτοί που υποτίθεται ότι παίρνουν αποφάσεις για µας δεν µας αντιπροσωπεύουν πια – ενώ το ερώτηµα «τι να κάνουµε µε τη ζωή µας;» καταπνίγηκε. Η απαγόρευση των κοµµατικοπολιτικών ταυτοτήτων είχε σκοπό να δηµιουργήσει έναν δηµόσιο χώρο όπου ο καθένας θα µπορούσε να συµµετέχει, να µιλήσει και να αποφασίσει µαζί µε τους άλλους. Πράγµατι, δηµιουργήθηκαν διάφορες ανοιχτές συνελεύσεις, που τυπικά είναι τέτοιοι χώροι· δηµιουργήθηκαν αρχικά στις κεντρικές πλατείες και, από ένα σηµείο και µετά, σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας. Οι συνελεύσεις στις γειτονιές ήταν εν µέρει αναβίωση των τοπικών συνελεύσεων που είχαν ξεπηδήσει από τις ταραχές του Δεκέµβρη του 2008, και εν µέρει µια µάλλον αποτυχηµένη προσπάθεια να επιβληθεί µια κεντρική κατεύθυνση στις τοπικές συνελεύσεις που ήταν ήδη ενεργές, όπως στην περίπτωση του Βύρωνα. Αλλά το πολιτικό «ξεπέρασµα» της πολιτικής µπορεί να δηµιουργήσει µόνο µια νέα γραφειοκρατία.

Η νέα γραφειοκρατία των συνελεύσεων –η οποία στέγαζε αριστερούς βουλευτές ή πρώην βουλευτές, πολιτικούς ακτιβιστές, υψηλόβαθµους συνδικαλιστές, µέλη δηµοτικών συµβουλίων, αριστεροεθνικιστές δηµοσιογράφους, «ευαίσθητους» καλλιτέχνες και ούτω καθεξής, που µόλις είχαν αφήσει πίσω τους τα κοµµατικά τους πανό και συνθήµατα– ήταν στην πραγµατικότητα ένας συνασπισµός της κοινοβουλευτικής αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι το ΚΚΕ που δεν συµµετείχε στα γεγονότα) και εξωκοινοβουλευτικών αριστερών κοµµάτων/οµάδων (πικρός ίσως µετά από κάποιο σηµείο, αλλά παρόλα αυτά συνασπισµός). Η παρουσία πολλών νεαρότερων διαδηλωτών –φοιτητές ή πρώην φοιτητές και εργαζόµενοι/άνεργοι (στην Ελλάδα το πτυχίο του πανεπιστηµίου δεν σηµαίνει εξασφαλισµένη θέση στα µεσαία στρώµατα, και µάλιστα ακόµα λιγότερο κατά την τελευταία δεκαετία)– στην «κάτω πλατεία» και στις συνελεύσεις στις διάφορες συνοικίες της Αθήνας, αλλά και έξω από την πρωτεύουσα, διευκόλυνε την κυριαρχία των αριστερών στις συνελεύσεις, αφού παραδοσιακά αυτοί έχουν ισχυρούς δεσµούς µε τα πανεπιστήµια. Μέσα στην πρώτη εβδοµάδα, αυτή η γραφειοκρατία είχε ήδη επικρατήσει και διέδιδε την ύπαρξη και την ανάπτυξη των συνελεύσεων –ανακηρύσσοντάς τες σε «εργαστήρι δηµοκρατίας»– ως αυτοσκοπό. Από αυτό το σηµείο και έπειτα, αντιπροσώπευε και προσπαθούσε να διατηρήσει το πλαίσιο µέσα στο όποιο αναπτύχθηκαν οι εσωτερικές δυναµικές και συγκρούσεις του κινήµατος. Για τη γραφειοκρατία, οτιδήποτε µπορούσε να συζητηθεί, όσο δεν αµφισβητούσε ριζικά τη γραµµή αυτών που ελέγχανε τις συνελεύσεις, γιατί αυτό θα έθετε υπό αµφισβήτηση τις ίδιες τις συνελεύσεις και συνεπώς τη δηµοκρατία. Και ποιος θέλει να είναι εναντίον της δηµοκρατίας;

Ο «πραγµατικoδηµοκρατικός» λόγος ήταν η σχεδόν πλήρης απουσία πρακτικών δράσεων στο κίνηµα των «αγανακτισµένων». Αν αφήσουµε κατά µέρος τις τρεις µέρες γενικής απεργίας και τις αυθόρµητες επιθέσεις εναντίον πολιτικών που γίνονταν επί κάποιο διάστηµα σε διάφορα µέρη της Ελλάδας –αποτέλεσµα µιας διάχυτης, συσσωρευµένης οργής της εργατικής τάξης και των προλεταριοποιούµενων µικροαστικών και µεσαίων στρωµάτων– δεν οργανώθηκε καµία ουσιαστική δράση από τις συνελεύσεις, τόσο από την κεντρική όσο και από τις τοπικές, ούτε καν από πιο άτυπες συσπειρώσεις διαδηλωτών (µε την εξαίρεση κάποιων παρεµβάσεων σε γραφεία του ΟΑΕΔ που οργανώθηκαν από την οµάδα Εργαζοµένων και Ανέργων). Ακόµα και το σαµποτάρισµα των ακυρωτικών µηχανηµάτων, που έγινε δύο φορές στο µετρό του Συντάγµατος, οργανώθηκε από το κίνηµα «Δεν Πληρώνω» που προϋπήρχε των συγκεντρώσεων στις πλατείες. Όσο για τη γραφειοκρατία των συνελεύσεων, έκανε ό,τι µπορούσε για να µπλοκάρει οποιαδήποτε τέτοια δράση. Οι διάφορες «θεµατικές οµάδες» που δηµιουργήθηκαν τις πρώτες µέρες, στον βαθµό που δεν κατέληξαν απλά εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων της συνέλευσης (φωτοτυπώντας και µοιράζοντας φυλλάδια, κλπ.) εξαφανίστηκαν στην απραξία. Είναι αλήθεια πως το να βρίζεις τους πολιτικούς και τους µπάτσους έξω από τη Βουλή, το να περνάς χρόνο µε τόσους άλλους ανθρώπους, να τρως, να πίνεις, να χορεύεις, να κουβεντιάζεις και να κοιµάσαι µαζί τους είναι ωραίο συναίσθηµα, ενώ είναι και ένα διάλειµµα από τη ρουτίνα της καθηµερινότητας. Όµως, το κίνηµα αυτό δεν είχε τις πρακτικές δράσεις και τη φαντασία που παρήγαγαν οι συγκρούσεις του Δεκέµβρη του 2008 ή ακόµα και οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-7.

Ο δηµοκρατισµός του κινήµατος και η γραφειοκρατία του έδωσαν σηµαντική έµφαση στην καταδίκη της προλεταριακής βίας, απηχώντας το ισπανικό κίνηµα για άλλη µια φορά. Αυτός ο δηµοκρατισµός ταυτίζει τη βία µε ένα όλο και περισσότερο απολυταρχικό κράτος, στο οποίο αντιπαραθέτει µια «αληθινή δηµοκρατία» που θα µπορεί να επιλύει τις διαµάχες µε ειρηνικό, πολιτισµένο τρόπο. Βλέπει τους προλετάριους να αδικούνται, όχι να βρίσκονται υπό εκµετάλλευση. Βλέπει πολίτες αντί για τάξεις. Παραδόξως, αυτοί οι ίδιοι πολίτες επιτίθενται στους πολιτικούς όπου τύχει να τους συναντήσουν. Όµως, όπως θα γίνει εµφανές παρακάτω, υπήρξε µια αλλαγή σε αυτή την εσωτερική δυναµική του κινήµατος µετά τις συγκρούσεις µε την αστυνοµία στις 15 Ιουνίου, µια αλλαγή που οδήγησε στις µεγάλες µάχες της 28ης και 29ης Ιουνίου. Αυτή η αλλαγή επιβεβαίωσε τον ταξικό χαρακτήρα της παρούσας διαµάχης και την προλεταριακή συνιστώσα του κινήµατος, όπως εκδηλώθηκε µε τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη στιγµή του κατ’ ουσία θανάτου του.

 

Σηµαία µόνο ελληνική

 

Η απαγόρευση όλων των πολιτικών σηµαιών και συµβόλων από τις συγκεντρώσεις στις πλατείες άφησε µόνο ένα σύµβολο απείραχτο: την εθνική σηµαία της Ελλάδας, το έµβληµα ενός ταξικού συµβιβασµού. Σε τελευταία ανάλυση, η δηµοκρατία είναι πάντα εθνική δηµοκρατία.

Οι ελληνικές σηµαίες ήταν περισσότερο εµφανείς στην «πάνω πλατεία», όπου ήταν επίσης παρούσες (ακρο)δεξιές οµάδες. Αλλά ήταν ακριβώς η παρουσία τους που µαρτυρούσε τον εθνικισµό που εµπότιζε το κίνηµα των «αγανακτισµένων». Ο εθνικισµός ήταν το έδαφος πάνω στο οποίο συγχρωτίζονταν η αριστερή και η δεξιά πτέρυγα (που εδαφικά χωρίζονταν σε «κάτω» και «πάνω πλατεία» αντίστοιχα). Ο (ακρο)δεξιός εθνικισµός βρήκε το άλλο του µισό στον σταλινικό, αντιιµπεριαλιστικό εθνικισµό της αριστεράς και της άκρας αριστεράς. Όπως το έθεσε ένας αριστερός πανεπιστηµιακός (Παναγιώτης Σωτήρης): «Ακόµα και η µαζική χρήση των ελληνικών σηµαιών στα συλλαλητήρια, µια πρακτική που κάποια κοµµάτια της Αριστεράς παρεξηγούν ως εθνικισµό, είναι µια έκφραση της ανάγκης για λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική συνοχή και συλλογική κοινωνική αξιοπρέπεια».

Ακόµα και διαδηλωτές προερχόµενοι από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο δεν µπορούσαν παρά να ανεχθούν αυτόν τον διάχυτο εθνικισµό, τουλάχιστον µέχρι τις 15 Ιουνίου: «Κατά τη γνώµη µου δεν είναι ναζί µε την κλασική έννοια, είναι απλά παλιοµοδίτες ακροδεξιοί µε ένα θράσος που δεν συνάδει µε τον µικρό τους αριθµό. Ως τέτοιοι, οποιαδήποτε στοχοποίησή τους, όπως πρότεινε κάποιος οµιλητής, σωστά θεωρείται άσκοπη. Θα ήταν τραγικό αν η πλευρά µας ξεκινούσε µια τακτική εκφοβισµού και αποκλεισµού. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ανίκανοι να διαµορφώσουν γεγονότα, είναι απλά ανύπαρκτοι και είτε θα ενσωµατωθούν αναπόφευκτα στις πραγµατικές διαδικασίες του κινήµατος (συνελεύσεις κλπ.) ή θα φύγουν από µόνοι τους».

Τις πρώτες µέρες των γεγονότων, υπήρξαν κάποιες επιθέσεις εναντίον µεταναστών και κάποια περιστατικά εκφοβισµού από φασίστες/(ακρο)δεξιούς. Όµως, υπήρχαν επίσης και αντιεθνικιστικές, αντιρατσιστικές τάσεις, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν µετά τις 15 Ιουνίου, κάτι που απέτρεψε τη συνέχιση τέτοιων περιστατικών και καλωσόρισε τους λίγους µετανάστες που βρέθηκαν στα γεγονότα. Αυτή η αντιφατική συνύπαρξη έδωσε τη θέση της σε βίαιες αντιπαραθέσεις στα τέλη Ιουνίου, ιδίως κατά τη διάρκεια της διήµερης γενικής απεργίας.

Μια προσπάθεια να ερµηνεύσουµε την «εθνικοποίηση» του κινήµατος στην Ελλάδα πρέπει να λάβει υπόψη: α) την κοινωνική δοµή (διογκωµένο µικροαστικό στρώµα) και την ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα (εθνικοαπελευθερωτικό κίνηµα στη διάρκεια της γερµανικής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, εµφύλιος πόλεµος, η εφτάχρονη δικτατορία που η αριστερά θεώρησε ότι επιβλήθηκε από τους Αµερικάνους), που γέννησε και διατήρησε ισχυρά αντιιµπεριαλιστικά αντανακλαστικά στην ελληνική κοινωνία· β) την αντίληψη ότι τα µέτρα λιτότητας επιβάλλονται από ξένες δυνάµεις/συµφέροντα, µια οπτική που µπερδεύει την κυριαρχία ενός εν πολλοίς χρηµατιστικού και εκ φύσεως διεθνούς κεφαλαίου µε την κυριαρχία ξένων, ισχυρότερων κρατών και των συµφερόντων τους πάνω στο «δικό µας» κυρίαρχο έθνος και τον λαό του. Αυτό τροφοδοτεί φαντασιώσεις ότι η απόσχιση του ελληνικού κράτους από την ευρωζώνη µπορεί να επιτρέψει µιαν αυτοδύναµη ανάπτυξη που θα συµβαδίζει µε τα συµφέροντα και τις ανάγκες του ελληνικού λαού· γ) τη θέση του ελληνικού κράτους στην παγκόσµια ιεραρχία των καπιταλιστικών εθνικών σχηµατισµών (είδαµε την παρουσία εθνικών σηµαιών και στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα –αν και στην Ελλάδα όχι σε τόσο µεγάλο βαθµό όσο στην Αίγυπτο– αλλά όχι στην Ισπανία), κάτι που σχετίζεται µε το παραπάνω· δ) τη µεταναστευτική κρίση στην Ελλάδα, που συµβαίνει σε ένα πλαίσιο όπου ένας ήδη υπεράφθονος πλεονάζων πληθυσµός αυξάνεται ακόµα περισσότερο, κάτι που αποτελεί µόνο ένα µέρος µιας ευρωπαϊκής και τελικά παγκόσµιας µεταναστευτικής κρίσης: «Την ίδια στιγµή, υπάρχει µια ανεξέλεγκτη µεταναστευτική κρίση. Δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί, Ιρακινοί, Πακιστανοί, Βεγγαλέζοι, Σοµαλοί και Βορειοαφρικανοί στοιβάζονται σε ετοιµόρροπα κτίρια. Τα κτίρια αυτά ανήκουν σε τρωγλοκτήτες, κυρίως Έλληνες, οι οποίοι δραστηριοποιούνται και σαν διακινητές λαθροµεταναστών. Γύρω από την πλατεία Οµονοίας, µετανάστες ψάχνουν στα σκουπίδια για µπουκάλια, καλώδια, ρούχα, οτιδήποτε που θα µπορούσε να πουληθεί. Ο φιλανθρωπικός οργανισµός Γιατροί του Κόσµου έχει διακηρύξει ανθρωπιστική έκτακτη ανάγκη. Στον προθάλαµο της µικρής κλινικής του νέοι άνθρωποι περιµένουν µε τις ώρες [...]. Όπως το χρέος, έτσι και η µεταναστευτική κρίση έχει µια ευρωπαϊκή διάσταση. Η Ελλάδα είναι το κύριο σηµείο εισόδου για τους ανθρώπους που προσπαθούν να µπουν στην Ε.Ε. από τη Μέση Ανατολή, τη Νότια Ασία και την Αφρική. Εκατόν πενήντα χιλιάδες µπήκαν στη χώρα χωρίς χαρτιά µόνο το 2010. Οι περισσότεροι διέσχισαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα, όπου η κυβέρνηση σχεδιάζει να χτίσει έναν τοίχο 12 χιλιοµέτρων. Εκατοντάδες βρίσκονται εκεί υπό κράτηση σε συνθήκες που δεν αρµόζουν ούτε σε ζώα. Πολύ λίγοι θέλουν να µείνουν στην Ελλάδα, αλλά κάτω από την πίεση της Ε.Ε. η κυβέρνηση ενίσχυσε τους ελέγχους στα σηµεία εξόδου, µετατρέποντας τη χώρα σε µια τεράστια παγίδα για να κρατήσει τους µετανάστες µακριά από το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο. Σύµφωνα µε τον κανονισµό Δουβλίνο ΙΙ του 2008, οι πρόσφυγες πρέπει να κάνουν αίτηση για άσυλο στην πρώτη χώρα της Ε.Ε. όπου θα φτάσουν. Η Ελλάδα έχει 54.000 αιτήσεις χορήγησης ασύλου σε εκκρεµότητα, και ποσοστό αποδοχής στο 0,3%».4

Πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η µεταναστευτική κρίση εδαφικοποιείται στο κέντρο της Αθήνας: ολόκληρες γειτονιές έχουν µετατραπεί σε γκέτο/άβατα, όπου κυριαρχεί η ανεργία, η µικροεγκληµατικότητα, τα ναρκωτικά και η πορνεία. Αυτό µε τη σειρά του έχει οδηγήσει στον πολλαπλασιασµό των ακροδεξιών/φασιστικών οµάδων στην περιοχή, πολλές από τις οποίες οργανώνουν καθηµερινές επιθέσεις εναντίον µεταναστών, σε πολλές περιπτώσεις µαζί µε την αστυνοµία, και αντανακλούν τις ανησυχίες των Ελλήνων µικροαστών του κέντρου της Αθήνας, οι οποίοι βλέπουν να συνθλίβονται µέσα στη συνεχιζόµενη ύφεση και την απαξίωση των περιοχών τους εξαιτίας ενός αυξανόµενου λούµπεν πληθυσµού και της συναφούς εγκληµατικότητας.

«Με τη µαζική παράτυπη µετανάστευση και την εξαθλίωση έρχεται η εγκληµατικότητα, τόσο η µικρή όσο και η οργανωµένη, που τη διαχειρίζονται Έλληνες και ξένοι. Η Αθήνα θεωρούνταν κάποτε η ασφαλέστερη πρωτεύουσα της Ευρώπης. Πέρυσι συνέβησαν 145 ένοπλες ληστείες µέσα σε µία εβδοµάδα. Η πόλη έχει γίνει “Μέκκα” των παράνοµων όπλων: µπορείς να πάρεις µια “µεταχειρισµένη” Μπερέτα µε περίπου 800 ευρώ ή ένα Μάγκνουµ 357 µόνο µε 500. Η ρατσιστική βία βρίσκεται σε άνοδο, όπως επίσης οι δολοφονίες εκδίκησης και τα ξεκαθαρίσµατα λογαριασµών. Πέντε ακρωτηριασµένα σώµατα σκούρου δέρµατος βρέθηκαν µετά τα Χριστούγεννα σε µια χωµατερή. Ακόµα και µεσηµεριάτικα, δρόµοι που παλαιότερα έσφυζαν από εµπορική κίνηση είναι γεµάτοι µε γυναίκες µε κοντά σορτσάκια και ψηλά τακούνια, κατά το πλείστον Αφρικανές. Οι νταβατζήδες τους µένουν στη σκιά. Η ηρωίνη είναι φθηνότερη εδώ από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Μιας και οι αρχές έχουν παραιτηθεί από την αστυνόµευση ορισµένων τµηµάτων της πόλης, το έργο της “επιβολής της τάξης” έχουν αναλάβει αυτόκλητοι “φύλακες” συνδεόµενοι µε το νεοφασιστικό κόµµα Χρυσή Αυγή, που πέρυσι κέρδισε την πρώτη του έδρα στο δηµοτικό συµβούλιο. Η Χρυσή Αυγή περιπολεί σε µεγάλο µέρος της Αθήνας, µε την εµφανή ή σιωπηρή στήριξη πολλών Ελλήνων κατοίκων και συχνά και της αστυνοµίας, οργανώνοντας πογκρόµ κατά των µεταναστών και οδοµαχίες ενάντια σε οµάδες αναρχικών που τους εναντιώνονται. Στις 19 Μαΐου πάνω από 200 άνθρωποι διέσχισαν αφηνιασµένοι το κέντρο, σπάζοντας µαγαζιά και χτυπώντας όποιον σκουρόχρωµο έβλεπαν, ενώ η αστυνοµία απλώς κοιτούσε. Ένας νεαρός υποστηρικτής τους µου περιέγραψε τις δραστηριότητες της οµάδας, σηκώνοντας µε περηφάνεια τη µπλούζα του για να δείξει µια ουλή στην πλάτη του, που προκλήθηκε, όπως είπε, από έναν Αφγανό µε µαχαίρι. “Πάµε στα υπόγεια που έχουν παράνοµα τζαµιά για να ελέγξουµε τα χαρτιά τους, να τους διώξουµε. Θα µπορούσαν να είναι της Αλ Κάιντα, να είναι οτιδήποτε. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι µουσουλµάνοι. Έρχονται επίτηδες για να υπονοµεύσουν τη χώρα. Υπάρχει σχέδιο, ένας κρυφός µηχανισµός χρηµατοδότησης, και δεν υπάρχει κράτος για να µας προστατέψει. Η αστυνοµία είναι µε το µέρος των µεταναστών. Χρειάστηκε να ελευθερώσουµε την πλατεία Αττικής µε τις γροθιές µας. Οι µετανάστες έπλεναν τα ρούχα τους και τα παιδιά τους στο σιντριβάνι. Κοιµόντουσαν και προσεύχονταν στην πλατεία. Με προσβάλλει να τους βλέπω να προσεύχονται στην πλατεία”. Αυτή την άνοιξη ένας 21χρονος Βεγγαλέζος µαχαιρώθηκε µέχρι θανάτου ως “εκδίκηση” για τον φόνο ενός Έλληνα που θα γινόταν πατέρας και µαχαιρώθηκε στον δρόµο για να του πάρουν την κάµερα. Δύο Αφγανοί κατηγορούνται για τη δολοφονία του Έλληνα. Κανείς δεν έχει συλληφθεί για τη δολοφονία του Βεγγαλέζου».5

 

Οι γενικές απεργίες

 

Οι 3 µέρες των γενικών απεργιών έθεσαν το κίνηµα των αγανακτισµένων στο επίπεδο µιας κεντρικής σύγκρουσης της εργατικής τάξης µε το κράτος, και έθεσαν υπό αµφισβήτηση τον ρόλο του ως µιας ενοχλητικής αλλά ανεκτής διαµαρτυρίας πολιτών. Από τη µια πλευρά, οι καταλήψεις πλατειών (ιδίως της πλατείας Συντάγµατος) εδαφικοποίησαν αυτή τη σύγκρουση, παρέχοντάς της έναν πραγµατικό χώρο να υπερασπιστεί, αλλά από την άλλη αυτό εµπόδισε τη διάχυση των ταραχών σε όλο το κέντρο της Αθήνας.

Στις 15 Ιουνίου, η διαδήλωση στην Αθήνα ήταν τεράστια (πιθανώς περισσότερο από 200.000 άτοµα). Η πιο µικροαστική «πάνω πλατεία» Συντάγµατος και µαζί της δεξιές εθνικιστικές τάσεις ήταν παρούσες. Οι συγκρούσεις µε την αστυνοµία διαρκέσανε µερικές ώρες και στηρίχτηκαν από µεγάλο µέρος των διαδηλωτών, ένα τµήµα των οποίων συµµετείχε έµπρακτα. Ο αριθµός των διαδηλωτών ήταν τόσο µεγάλος που η αστυνοµία είχε κάποιες δυσκολίες να ελέγξει την κατάσταση, παρ’ όλο που πολύ λίγα άτοµα ήταν κατάλληλα εξοπλισµένα για µάχη. Πολλοί συµµετέχοντες περιέγραψαν ένα εντυπωσιακό αίσθηµα αλληλεγγύης και αποφασιστικότητας µεταξύ των διαδηλωτών. Τα µέχρι τότε κυρίαρχα συνθήµατα, όπως «κλέφτες» ή «να φύγουν όλοι οι πολιτικοί», αντικαταστάθηκαν µε περισσότερο αντιαστυνοµικά και αντικρατικά συνθήµατα. Η 15η Ιουνίου ήταν η πρώτη φορά που προέκυψε µια ρήξη µε την ειρηνιστική, µη-βίαιη ρητορεία του κινήµατος των αγανακτισµένων. Η αδυσώπητη καταστολή από το κράτος απογοήτευσε πολλούς αγανακτισµένους. Από τότε, τα ειρηνιστικά καλέσµατα της αριστερής γραφειοκρατίας άρχισαν να ακούγονται όλο και περισσότερο αλλόκοτα, παρ’ όλο που η ρητορεία περί «κουκουλοφόρων προβοκατόρων» από την αριστερά και τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης κράτησε ώς το τέλος. Επιπροσθέτως, η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για κυβέρνηση συνεργασίας που θα περιλάµβανε όλα τα µεγάλα κοινοβουλευτικά κόµµατα, καθώς και ο ανασχηµατισµός της κυβέρνησης, ξεκαθάρισαν ότι τους έλειπε η πολυτέλεια να διαπραγµατευτούν οποιοδήποτε από τα νέα µέτρα λιτότητας.

Στις 28 Ιουνίου, την πρώτη µέρα της 48ωρης γενικής απεργίας και τη µέρα που ξεκίνησε στη Βουλή η διαδικασία ψήφισης του Μεσοπρόθεσµου Οικονοµικού Προγράµµατος, οι διαδηλωτές ήταν πολύ λιγότεροι (20.000-30.000) και η κοινωνική τους σύνθεση πολύ στενότερη, µε συµµετοχή κυρίως των περισσότερο αγωνιστικών προλεταριακών τµηµάτων. Ήδη τις προηγούµενες µέρες οι συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγµατος ήταν πολύ µικρότερες και λιγότερο ζωντανές από πριν και όλοι ένιωθαν ότι η 48ωρη γενική απεργία θα ήταν η βιαιότερη τελευταία πράξη του κινήµατος. Είναι ενδεικτικό της µετατόπισης της δυναµικής του κινήµατος ότι οι συγκρούσεις στις 28 Ιουνίου άρχισαν όταν ένα ισχυρό µπλοκ 1.000 ατόµων επιτέθηκε σε µια οµάδα 20-30 φασιστών, οι οποίοι χτυπήθηκαν άγρια και σώθηκαν µόνο µε την επέµβαση της αστυνοµίας. Στις 29 Ιουνίου οι διαδηλωτές ήταν 40.000-50.000. Αρχικά υπήρξαν κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες διαδηλωτών να εµποδίσουν την είσοδο των βουλευτών στη Βουλή. Αργότερα, αφού τα µπλοκ των διαδηλωτών δέχτηκαν επίθεση από την αστυνοµία, διάφορες µικρές οµάδες διαδηλωτών συµµετείχαν σε συγκρούσεις σε διαφορετικά σηµεία της περιοχής γύρω από τη Βουλή και το Πανεπιστήµιο. Και τις 2 µέρες, πολύς κόσµος συµµετείχε στις συγκρούσεις, όχι µόνο αναρχικοί, και ακόµα περισσότεροι ήταν πρόθυµοι να τους στηρίξουν µε την παρουσία τους. Η τακτική της αστυνοµίας αυτή την φορά ήταν εµφανώς να εκκενώσει την πλατεία και να βάλει τέλος στην κατάληψή της, κάτι που είχε ως αποτέλεσµα µεγάλες ποσότητες δακρυγόνων και πολλούς διαδηλωτές στο νοσοκοµείο.

Ένα ενδιαφέρον πράγµα που πρέπει να σηµειωθεί είναι πως και τις 3 µέρες των γενικών απεργιών υπήρξαν πολύ λίγες επιθέσεις κατά της ιδιοκτησίας· ο στόχος ήταν κυρίως η αστυνοµία. Υπήρξαν κάποια περισταστικά όπου διαδηλωτές που προσπαθούσαν να επιτεθούν σε πολυτελή ξενοδοχεία και τράπεζες αποδοκιµάστηκαν. Επίσης είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως χρησιµοποιήθηκαν πολύ λίγες βόµβες µολότοφ, καθώς πολλοί από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο δεν ήθελαν µια επανάληψη των γεγονότων της 5ης Μαΐου 2010, όταν 3 άνθρωποι πέθαναν αφού µια τράπεζα πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια µιας µεγάλης διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας. Πέρα από τις 3 µέρες των γενικών απεργιών, υπήρξαν 7ήµερες επαναλαµβανόµενες στάσεις εργασίας στη ΔΕΗ και στο λιµάνι του Πειραιά, που ωστόσο δεν συνδέθηκαν µε το κίνηµα των αγανακτισµένων. Το πεδίο της παραγωγής έµοιαζε πολύ µακρινό.

Την εποµένη της 29ης Ιουνίου, έγιναν σε διάφορες πόλεις πολλές µικρές διαδηλώσεις και µερικές καταλήψεις ενάντια στην αµείλικτη καταστολή, ενώ η πλατεία Συντάγµατος είχε ήδη ανακαταληφθεί την προηγούµενη νύχτα. Ωστόσο, κυριαρχούσε ένα συναίσθηµα ήττας κι απογοήτευσης, καθώς το µνηµόνιο είχε ψηφιστεί και φαινόταν πως αυτό δεν θα µπορούσε να αλλάξει. Αλλά την ίδια ώρα υπήρχε πολύς θυµός ενάντια στην αστυνοµία και τους πολιτικούς, διάχυτος σε µεγάλο µέρος της ελληνικής κοινωνίας.

 

Η αντιφατική δυναµική του κινήµατος

 

Παραπάνω περιγράφτηκαν οι επικρατούσες τάσεις του κινήµατος, τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά της φύσης τους, τα οποία πρόσφεραν το πλαίσιο µέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν µε την πάροδο του χρόνου όλες οι εσωτερικές αντιφάσεις του. Πρέπει να κατανοήσουµε τον χρονικό χαρακτήρα της δυναµικής του κινήµατος και των αντιφάσεών του. Είναι σηµαντικό να τονίσουµε πάλι ότι η πρώτη γενική απεργία στις 15 Ιουνίου ήταν ένα σηµείο καµπής που επιτάχυνε την εκδίπλωση των αντιφάσεων εντείνοντάς τες, ενώ ταυτόχρονα ο αριθµός των διαδηλωτών στις πλατείες µειωνόταν.

Εξαρχής το χάσµα ανάµεσα στην «πάνω» και «κάτω» πλατεία Συντάγµατος ήταν έκδηλο. Όπως ειπώθηκε παραπάνω, η «πάνω πλατεία» αποτελούνταν σε σηµαντικό βαθµό από ένα µικροαστικό στοιχείο που έβλεπε τον εαυτό του να κινδυνεύει µε εξαφάνιση (πράγµα που σηµαίνει ότι ωθείται στο προλεταριάτο) από τις επιθετικές αυξήσεις φόρων, την αύξηση του πληθωρισµού και πολιτικές όπως το άνοιγµα των κλειστών επαγγελµάτων µέσα στο πλαίσιο µιας συνεχιζόµενης ύφεσης που συµπιέζει την αγορά και τις επιχειρηµατικές ευκαιρίες. Στην «κάτω πλατεία» υπήρχε σηµαντική παρουσία φοιτητών, εργαζόµενων και ανέργων που πράγµατι αντιµετωπίζουν τις περικοπές του προϋπολογισµού και την ιδιωτικοποίηση/εµπορευµατοποίηση της δηµόσιας περιουσίας σαν µια περαιτέρω συµπίεση του εισοδήµατός τους (άµεσου ή έµµεσου) και διάλυση των ευκαιριών απασχόλησης στον δηµόσιο τοµέα. Στην πράξη, οι διαδηλωτές της «κάτω πλατείας» συµµετείχαν στις συνελεύσεις, ενώ οι περισσότεροι διαδηλωτές της «πάνω πλατείας» έφευγαν κατά τις 9 το βράδυ, όταν άρχιζε η συνέλευση.

Τα συγκρουόµενα ταξικά συµφέροντα των διαδηλωτών λειαίνονταν από το γεγονός ότι το «µνηµόνιο» σηµαίνει άµεση επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης για όλους. Έτσι, για κάποιο διάστηµα, όλοι συνυπήρχαν κάτω από την οµπρέλα της δηµοκρατίας/εθνικισµού. Στο επίπεδο των πολιτικών ταυτοτήτων, αυτή η οµπρέλα παρήγαγε την παράξενη εικόνα αναρχικών και ακροδεξιών να πετάνε από κοινού πέτρες στην αστυνοµία στις 15 Ιουνίου.

Ωστόσο, η εισβολή της προλεταριακής βίας στις 15 Ιουνίου, και η επακόλουθη αστυνοµική καταστολή, έφερε τον ταξικό χαρακτήρα της σύγκρουσης στο προσκήνιο. Αυτό οδήγησε σε σταδιακή συρρίκνωση του εύρους του κινήµατος και των µικροαστικών του στοιχείων. Η επικρατούσα διάθεση σε σχέση µε τη βία σταδιακά άλλαξε, κι αυτό εκδηλώθηκε στον πολλαπλασιασµό των φωνών κατά των ειρηνιστικών καλεσµάτων της αριστερής γραφειοκρατίας µετά τις 15 Ιουνίου και στις εκτεταµένες συγκρούσεις κατά την 48ωρη γενική απεργία. Στην «κάτω πλατεία» Συντάγµατος, συσπειρώσεις όπως η Οµάδα Εργαζοµένων και Ανέργων και άλλες τάσεις επρόκειτο εφεξής να αµφισβητήσουν όλο και περισσότερο την κυριαρχία των νέων γραφειοκρατών. Η ανοχή στους (άκρο)δεξιούς και φασίστες έδωσε τη θέση της σε λεκτικές και έµπρακτες επιθέσεις, σε µια ισχυρή διαδήλωση 200 ατόµων στις 27 Ιουνίου που φώναζε αντιφασιστικά συνθήµατα και στον ξυλοδαρµό φασιστικών οµάδων στη διαδήλωση της 28ης Ιουνίου. Μετά τις 29 Ιουνίου, το γενικό αίσθηµα ήταν πως όλοι έπρεπε να διαλέξουν πλευρά: «µε εµάς ή µε την αστυνοµία;». Ακόµα και η ΑΔΕΔΥ κάλεσε σε διαδήλωση «ενάντια στην καταστολή του εργατικού κινήµατος» στις 30 Ιουνίου.

 

Τι σήµαιναν όλα αυτά;

 

Το κίνηµα των αγανακτισµένων στην Ελλάδα ήταν ένα µαζικό, πολυπληθές, διαταξικό κίνηµα, και –παρ’ όλο που η χρονική εκτύλιξη της εσωτερικής αντιφατικής δυναµικής του δεν πρέπει να ξεχαστεί– αυτό όρισε την ίδια του τη φύση, αντίθετα µε τις ταραχές του Δεκέµβρη του 2008 που ήταν ένα µειοψηφικό κίνηµα το οποίο είχε ενσωµατώσει µαθητές, νεαρούς επισφαλείς εργαζοµένους και µετανάστες –δηλαδή, αυτούς που κατ’ εξοχήν δεν έχουν κανένα µέλλον– στην πρώτη γραµµή. Οι µεγάλοι αριθµοί των διαδηλωτών αντανακλούν µια βαθιά κοινωνική κρίση που πλήττει ευρέα στρώµατα του πληθυσµού, προλετάριους και µη. Ο µαζικός, διαταξικός χαρακτήρας του κινήµατος είχε ως αποτέλεσµα την αντιφατική και συγκρουσιακή ποικιλοµορφία του πλήθους.

Η δηµοκρατική ρητορεία του κινήµατος ήταν µια διαταξική απάντηση σε µια µείζονα πολιτική κρίση, ενάντια σε ένα κράτος που γίνεται δεσποτικό. Αυτή η δηµοκρατική ρητορεία είναι πολύ στενά συνδεδεµένη µε τη διείσδυση των µεσαίων στρωµάτων (κυρίως της νέας γενιάς, των επίδοξων µεσαίων στρωµάτων) και των µικροαστών στην ταξική πάλη, αλλά µπορεί να είναι µόνο παροδικό λόγω της δριµύτητας της κρίσης. Αυτή ήταν επίσης η κατάσταση, διαµορφωµένη προφανώς από διαφορετικές ιδιαιτερότητες, στην Ισπανία και στον αραβικό κόσµο. Η δηµοκρατική ρητορεία δεν είναι, ωστόσο, ο ριζοσπαστικός δηµοκρατισµός της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000, ο ριζοσπαστικός δηµοκρατισµός του κινήµατος αντιπαγκοσµιοποίησης. Η διαφορά είναι πως δεν υπάρχει πια κανένα όραµα µιας εναλλακτικής κοινωνίας, ενός καπιταλισµού µε ανθρώπινο πρόσωπο. Έτσι αυτή η δηµοκρατική ρητορεία γίνεται απλώς και µόνο µια µορφή, από την οποία λείπει το περιεχόµενο ενός εναλλακτικού τρόπου διαβίωσης και αναπαραγωγής. Αυτό εκδηλώνεται µε την έλλειψη οποιασδήποτε αµφισβήτησης των καθιερωµένων κοινωνικών ρόλων, µε την έλλειψη µισθολογικών διεκδικήσεων, µε την υπερβολικά εύκολη αφηρηµένη καταδίκη του χρηµατιστικού κεφαλαίου, µε το γεγονός πως «ο τρόπος ζωής των πλατειών» δεν µπορεί να είναι ελκυστικός έξω από αυτές. Ο ριζοσπαστικός δηµοκρατισµός είναι πραγµατικά νεκρός.

Το κίνηµα των αγανακτισµένων ήταν η πάλη των προλετάριων και των ραγδαία προλεταριοποιούµενων µεσαίων και µικροαστικών στρωµάτων που µπλοκαρίστηκε η αναπαραγωγή τους, που γίνονται φτωχοί, µια µάχη που διεξάγεται στο επίπεδο της πολιτικής –κι εποµένως– έξω από την παραγωγή. Αντιµέτωποι µε τη γενίκευση της απουσίας µέλλοντος µέσα στην εξέλιξη της σηµερινής κρίσης και την εντατικοποίηση της δυναµικής της αναδιάρθρωσης, οι διαδηλωτές δεν µπορούν πρακτικά να φανταστούν κάποια διέξοδο, κάποιον απτό τρόπο µε τον οποίο η ζωή τους θα µπορούσε να γίνει διαφορετική, οπότε προτάσσουν µια απλή µορφή, την πραγµατική δηµοκρατία – η οποία, σε όποιον βαθµό κι αν µπορεί να εκπροσωπεί όλες τις προσδοκίες τους για µια καλύτερη ζωή, παραµένει κενή µορφή. Από αυτή την άποψη, το κίνηµα των αγανακτισµένων ίσως εµφανίζεται ως η άλλη όψη του νοµίσµατος των ταραχών του Δεκέµβρη του 2008.

Η ψήφιση της νέας διάσωσης και των νέων µέτρων λιτότητας πρόσφερε στο κίνηµα έναν συγκεκριµένο στόχο, ένα αίτηµα, κάτι για το οποίο να αγωνιστεί. Αυτός ο στόχος συγκεκριµενοποιήθηκε στη σχέση ανάµεσα στους αγανακτισµένους και τις γενικές απεργίες, µε τις τελευταίες να τοποθετούν το κίνηµα στο επίπεδο µιας κοινωνικής σύγκρουσης ανάµεσα στην εργατική τάξη και το κράτος. Αυτό προκάλεσε µια µετατόπιση στην εσωτερική δυναµική του κινήµατος και ταυτόχρονα του έβαλε ηµεροµηνία λήξης, ορίζοντας τι θα µπορούσαν να περιµένουν οι διαδηλωτές σαν νίκη ή σαν ήττα. Τελικά, το κίνηµα ηττήθηκε. Και παρ’ όλο που συνεχίστηκαν κάποιες συγκεντρώσεις και κάποιες δράσεις µικρής κλίµακας, µε τη συµµετοχή πολιτικών ακτιβιστών κατά το πλείστον, φαίνεται ότι όλοι περίµεναν να επικυρωθεί το τέλος του κινήµατος από τις καλοκαιρινές διακοπές.

Αυτό που έγινε εµφανές από τη διαµάχη για τα νέα µέτρα λιτότητας είναι ότι η αστική τάξη δεν έχει χώρο για ελιγµούς και διάθεση για διαπραγµατεύσεις. Όπως το έθεσε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος στις 27 Ιουνίου, «χωρίς [τα µέτρα λιτότητας] η χώρα θα χρεοκοπήσει στα µέσα Ιούλη και, αν αυτό συµβεί, είναι πιθανό να δούµε τανκς στους δρόµους της Αθήνας για να προστατεύσουν τις τράπεζες». Αυτό που έµεινε για τη διαχείριση του πληθυσµού είναι η αστυνοµία, όπως αποδείχτηκε περίτρανα στις 29 Ιουνίου, ή ακόµα κι ο στρατός. Κάτι που έγινε επίσης εµφανές µε το κίνηµα των αγανακτισµένων είναι πως η στροφή της δηµοκρατίας προς µια δεσποτική επισηµοποίηση της κατασταλτικής διαχείρισης του πληθυσµού θα τείνει να έχει έναν «εθνικοσοσιαλιστικό» τόνο. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αµφίβολο αν θα δούµε έναν «εθνικοσοσιαλιστικό» ελληνικό κρατικό καπιταλισµό, καθώς ο σηµερινός τρόπος συσσώρευσης µέσα στην κρίση του δεν προσφέρει βάση για κάτι τέτοιο, επειδή η εθνικιστική υλική ενσωµάτωση ενός τµήµατος της εργατικής τάξης δεν συζητιέται καν, ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχει πια κάτι σαν αυτόνοµο ελληνικό κεφάλαιο. Η όποια πρόβλεψη είναι πολύ παρακινδυνευµένη. Υποθέτουµε πως όλα θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της παγκόσµιας κρίσης (προβλεπόµενες νοµισµατικές κρίσεις) και την επικείµενη εξέλιξη της ταξικής πάλης. Ο επόµενος στόχος της κυβέρνησης είναι ένας νέος νόµος για την ανώτατη εκπαίδευση ο οποίος επιδιώκει να «εκσυγχρονίσει» ριζικά το πανεπιστηµιακό σύστηµα της χώρας, ενώ ήδη συζητιέται στον ηµερήσιο Τύπο η ανεπάρκεια των πρόσφατα ψηφισθέντων µέτρων λιτότητας και η πρακτική πιθανότητα της χρεοκοπίας ή της αναδιάρθρωσης του χρέους.

 

Ροκαµαδούρ, Ιούλιος 2011

Η παρούσα μετάφραση βασίζεται στη μετάφραση από τα αγγλικά που δημοσιεύτηκε στο rebelnet.gr. Ευχαριστούμε τους Άγγελο,  Χαχ και τον/την StrangeAttractor.

1    Patrick O’Connor, World Socialist Website, 31 Μαΐου 2011.

2    Πρακτικά της ανοιχτής συνέλευσης της πλατείας Συντάγµατος, 25 Μαΐου 2011, http://www.occupiedlondon.org.

3    Ψήφισµα της λαϊκής συνέλευσης της πλατείας Συντάγµατος, 28 Μαΐου 2011.

4    Maria Margaronis, «Greece in debt, eurozone in crisis», The Nation, 28 Ιουνίου 2011.

5    Maria Margaronis, όπ.π.


  1. StrangeAttractor says:

    Σύντροφοι καλησπέρα. Η μετάφραση δεν έγινε απο εμένα, αλλα απο πολύ κοντινούς μου συντρόφους (Αγγελος και Χαχ), όπως αναφέρω και στο άρθρο στο rebelnet.gr.

    “Για την μετάφραση κι αναπαραγωγή, Άγγελος και Χαχ, Ιούνης 2012″

Leave a Reply