subscribe to RSS
search the site
Woland
Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών
Εισαγωγή
(Σεπτέμβριος 2011)
Από τη συγγραφή του κειμένου «Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών» που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011 στο 5ο τεύχος του περιοδικού blaumachen μέχρι σήμερα (αρχές Σεπτέμβρη του 2011), μέσα από την εξέλιξη της ταξικής πάλης έχουν παραχθεί δύο πολύ σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο είναι η ανάδυση του κινήματος των «αγανακτισμένων» στην Ισπανία, την Ελλάδα και το Ισραήλ, και το δεύτερο οι ταραχές του Αυγούστου στην Αγγλία.
Τα δύο αυτά γεγονότα είναι βέβαια σημαντικά αυτά καθαυτά, αλλά από τη δική μας σκοπιά μεγαλύτερη σημασία έχει η μεταξύ τους σχέση, δηλαδή, η απόκλιση πρακτικών που εμφανίζεται μεταξύ τους, και η απόκλιση πρακτικών που εμφανίζεται στο εσωτερικό τους. Σχετικά με την έννοια της απόκλισης η οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Theorie Communiste παραθέτουμε από δύο άλλα κείμενα που περιέχονται στο blaumachen 5: «Από τους διεκδικητικούς αγώνες μέχρι την επανάσταση δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο ρήξη, ποιοτικό άλμα, αλλά η ρήξη αυτή δεν είναι ένα θαύμα, ούτε είναι μια απλή διαπίστωση του προλεταριάτου ότι το μόνο που μπορεί πια να γίνει είναι η επανάσταση γιατί όλα τα άλλα έχουν αποτύχει. Το σύνθημα «Μια μόνο λύση, η επανάσταση» αποτελεί συμμετρική ανοησία σε σχέση με την επαναστατική δυναμική της διεκδικητικής πάλης. Η ρήξη αυτή παράγεται κατά θετικό τρόπο με την εξέλιξη του κύκλου αγώνων που προηγείται, και μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του. Η ρήξη αυτή προαναγγέλλεται με τον πολλαπλασιασμό των αποκλίσεων στο εσωτερικό της ταξικής πάλης ανάμεσα, αφενός, στην εκ μέρους του προλεταριάτου αμφισβήτηση της ίδιας του της ύπαρξης ως τάξης μέσα στην αντίφασή του με το κεφάλαιο και, αφετέρου, την αναπαραγωγή του κεφαλαίου την οποία συνεπάγεται το ίδιο το γεγονός ότι το προλεταριάτο είναι μια τάξη. Η έννοια της απόκλισης προσδιορίζει τη δυναμική αυτού του κύκλου αγώνων, μια δυναμική που υφίσταται με εμπειρικά διαπιστώσιμο τρόπο», (Η τωρινή στιγμή, Roland Simon)… «Στην έννοια της «απόκλισης» υπάρχουν τρεις στιγμές: η ιδέα της απόστασης, αυτή της κίνησης και αυτή της εσωτερικότητας. Απόσταση στο βαθμό που πρόκειται για δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να διαφοροποιηθούν και να αντιπαρατεθούν η μία στην άλλη. Κίνηση στο βαθμό που δεν πρόκειται για πράγματα ανεξάρτητα μεταξύ τους που απλώς συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο αλλά μάλλον για κριτικό αυτοστοχασμό της ταξικής δράσης. Αυτό μας οδηγεί στην τρίτη απόχρωση της έννοιας: πρόκειται για κίνηση και απόσταση που είναι εσωτερική στη δραστηριότητα του προλεταριάτου ως τάξης. Πρόκειται για δύο όψεις της ίδιας ταξικής δράσης (το να υπάρχει ως μοναδικός ορίζοντας το κεφάλαιο / το να βρίσκεται το προλεταριάτο σε αντίφαση με την αναπαραγωγή του ως τάξης) – η απόκλιση είναι η δυαδικότητα που γίνεται ορατή σαν καταναγκασμός, μέσα στο κεφάλαιο, για την ύπαρξη του προλεταριάτου ως τάξης», (blaumachen 5, Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου: η αντίφαση που ορίζει λογικά και ιστορικά το κεφάλαιο).
Η απόκλιση ανάμεσα σε διαφορετικές πρακτικές της ταξικής πάλης εμφανίζεται με πολλούς τρόπους: Μπορεί να είναι απόκλιση ανάμεσα σε πρακτικές που εμφανίζονται σε διαφορετικούς αγώνες που λαμβάνουν χώρα μέσα στο ίδιο κράτος (όπως για παράδειγμα ο Δεκέμβρης του 2008 και το «κίνημα των αγανακτισμένων» το καλοκαίρι του 2011). Μέσα από τα όρια ενός αγώνα μπορεί να παράγεται ένας άλλος ως απόκλιση από το περιεχόμενο του (όχι μόνο προς την κατεύθυνση των αγώνων χωρίς αιτήματα αλλά και αντίστροφα, κάτι που αναμφίβολα σχετίζεται με τη σύνθεση των συμμετεχόντων, δηλαδή με τη συγκυρία του κύκλου αγώνων). Μπορεί να είναι απόκλιση πρακτικών μέσα στον ίδιο αγώνα: «…σε έναν μακροχρόνιο αγώνα διεκδίκησης μισθού που εμφανίζεται κατά κύματα από το 2006, οι εργάτες στο Μπαγκλαντές επιτέθηκαν πολλές φορές στα εργοστάσια που δούλευαν και τα έσπασαν και τα έκαψαν. Δηλαδή, ενώ ζητούσαν να συνεχίσουν να δουλεύουν με καλύτερο μισθό μέσα σ’ αυτά τα εργοστάσια, την ίδια στιγμή, ερχόμενοι αντιμέτωποι με την μη ικανοποίηση από το κεφάλαιο των αιτημάτων τους, καίγοντας τα εργοστάσια επιτέθηκαν στην ίδια τους την ύπαρξη ως εργάτες. Η απόκλιση δεν είναι το κάψιμο των εργοστασίων, είναι η αντιφατική συνύπαρξη της διεκδίκησης με την επίθεση στα μέσα παραγωγής», (εισήγηση blaumachen στο φεστιβάλ communismos, Η προοπτική της κομμουνιστικοποίησης). Μπορεί να είναι απόκλιση μεταξύ πρακτικών σε αγώνες που δίνονται σε διαφορετικά κράτη. «Οι διαφορετικές εκφάνσεις [της ταξικής πάλης σήμερα, η απόκλιση πρακτικών σε αγώνες που συμβαίνουν σε διαφορετικά κράτη] είναι οι στιγμές μιας ολότητας που πηγάζει από την αντίφαση που αναφέραμε προηγουμένως, από το γεγονός δηλαδή ότι η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1980 που λαμβάνει χώρα σήμερα παράγει πλεονάζοντα πληθυσμό με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα και ταυτόχρονα δεν αυξάνει την αναλογία του μεταβλητού κεφαλαίου στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Εντείνει, δηλαδή, ποιοτικά και ποσοτικά την κρίση και δεν παράγει διέξοδο από αυτήν» (blaumachen 5, Η εποχή των ταραχών). Η ταξική πάλη βέβαια λαμβάνει χώρα ως χειροπιαστή πραγματικότητα μέσα στα όρια ενός κράτους, το προλεταριάτο είναι εκμεταλλευόμενο από το κεφάλαιο στο συγκεκριμένο κράτος στο οποίο ζει, έτσι αναγκαστικά αντιλαμβάνεται τα πράγματα σε σχέση με τα αφεντικά του και το κράτος του. Η περίπτωση κάθε κράτους είναι διαφορετική (η αγγλική αστυνομία δεν είναι η ελληνική αστυνομία, γιατί η ιδιαιτερότητα της ταξικής πάλης στην Αγγλία επιβάλλει μια άλλη αστυνόμευση). Όμως η απόκλιση ανάμεσα σε πρακτικές αγώνων που συμβαίνουν σε διαφορετικά κράτη έχει μεγάλη σημασία για τη σκοπιά της κομμουνιστικοποίησης, για την οποία η επανάσταση είναι η αυτοκατάργηση του προλεταριάτου και όχι η «απελευθέρωση» του προλεταριάτου και η μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας σε «κοινωνία εργατών». Μπορεί η κορυφαία στιγμή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, η παραγωγή αξίας και υπεραξίας, να λαμβάνει χώρα ειδικά και ξεχωριστά σε κάθε κράτος, η ίδια η ύπαρξη όμως κάθε κράτους είναι δυνατή μόνο λόγω της ειδικής του σχέσης με τα άλλα καπιταλιστικά κράτη και συνεπώς της ενσωμάτωσης του σε μια ορισμένη θέση στην παγκόσμια συνάρθρωση των κρατών, όπως αυτή παράγεται μέσω του ανταγωνισμού των ξεχωριστών κεφαλαίων και του (ειδικού) ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών. Μπορεί το προλεταριάτο να αντιμετωπίζει στους αγώνες του το κράτος του και τα αφεντικά του, όμως η τάξη των καπιταλιστών μέσα από τη συνάρθρωση των συνολικών κοινωνικών κεφαλαίων των κρατών (η οποία φυσικά εμπεριέχει αντιφάσεις και συγκρούσεις) εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη στο σύνολο της. Έτσι, η επανάσταση ως διαδικασία κατάργησης της αξίας και του κράτους, μέσα από την επίθεση σε κάθε ξεχωριστό κράτος, θα διαλύσει αναγκαστικά τη συνάρθρωση αυτή, και κατ’ αυτήν την έννοια θα έχει αναγκαστικά παγκόσμιο χαρακτήρα, δηλαδή θα αφορά, παράλληλα και ταυτόχρονα πολλά κράτη και τελικά τη διάλυση όλων των κρατών (και όχι την κατάληψη της εξουσίας, ή το μαρασμό των κρατών μέσα από δημιουργία παράλληλων μορφών αυτοδιαχείρισης της παραγωγής από το προλεταριάτο).
Η απόκλιση ανάμεσα σε πρακτικές ξεχωριστών αγώνων και στις πρακτικές μέσα σε κάθε συγκεκριμένο αγώνα παράγει, στο δικό μας κύκλο αγώνων, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικό καταναγκασμό και την κορύφωση του κύκλου αγώνων (για μας ως ρήξη με το ίδιο το ταξικό ανήκειν, την επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση). Το βάρος δίνεται στη σχέση μεταξύ πρακτικών στους αγώνες: «Το σημαντικό είναι η ίδια η απόκλιση ανάμεσα στις δραστηριότητες και όχι η ταυτοποίηση «επαναστατικών» και «μη-επαναστατικών» πρακτικών. Τέτοια διάκριση δεν υπάρχει πριν την επανάσταση και κάθε επίκληση της σ’ αυτό το στάδιο είναι ιδεολογική έκφραση των φορέων των δραστηριοτήτων που αποκλίνουν μεταξύ τους» (εισήγηση blaumachen στο φεστιβάλ communismos, Η προοπτική της κομμουνιστικοποίησης). Οι πρακτικές της διεκδίκησης στους αγώνες με αιτήματα δε βρίσκουν πια καμία διέξοδο και η σχέση τους με τις πρακτικές που εμφανίζονται στους αγώνες χωρίς αιτήματα είναι η ιστορική παραγωγή αυτού του γεγονότος: συμβαίνουν «ταραχές» με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Η ιστορική πορεία του κύκλου αγώνων καθορίζεται επίσης από τη συμμετοχή ολοένα και περισσότερων στρωμάτων του προλεταριάτου στους αγώνες αλλά όχι προς την κατεύθυνση της ενοποίησης τους: Η συγκεκριμένη απόκλιση μεταξύ των πρακτικών, αυτή που παράγεται σε κάθε συγκεκριμένο αγώνα ή μεταξύ αγώνων που συμβαίνουν παράλληλα και ανεξάρτητα, ορίζει το σημείο που βρίσκεται η ιστορική πορεία της αντίφασης-ταυτότητας: τάξη του τρόπου παραγωγής-τάξη της επανάστασης. Η εξέλιξη των αποκλίσεων ανάμεσα σε πρακτικές αγώνων που λαμβάνουν χώρα κατά την εξέλιξη του κύκλου είναι η ιστορική διαδικασία που παράγει την κορύφωση του κύκλου αγώνων. Καθώς εξελίσσεται αυτός ο κύκλος αγώνων, το προλεταριάτο όλο και περισσότερο, μέσα από τις αποκλίσεις που εμφανίζονται εσωτερικά στη δραστηριότητα των διάφορων αγωνιζόμενων κομματιών του, μάχεται ως τάξη για την αναπαραγωγή του και ταυτόχρονα βρίσκει αυτή την αναπαραγωγή (το ταξικό ανήκειν) εξωτερικευμένη σαν καταναγκασμό στο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να μάχεται ταυτόχρονα και εναντίον αυτής της αναπαραγωγής (αυτή η ταυτόχρονη δράση είναι η απόκλιση, ως εσωτερική σχέση πρακτικών των ξεχωριστών αγώνων και πρακτικών μέσα σε κάθε αγώνα). Η σχηματοποίηση αυτής της αντίφασης-ταυτότητας σε συγκεκριμένες δραστηριότητες γίνεται ολοένα και πιο εμφανής και, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις μέσα στους αγώνες.
Με το κείμενο αυτό αναλύουμε τη συγκυρία όπως αυτή διαμορφώνεται μέχρι την άνοιξη του 2011 (πριν το ξέσπασμα του κινήματος στην Ισπανία). Εισάγουμε τον όρο «εποχή των ταραχών», ο οποίος οριοθετεί τη μεταβατική περίοδο της κρίσης που ξεκίνησε το 2008 (στην πραγματικότητα το 2007) και την κρίση αυτής της μεταβατικής περιόδου, ως εξής: «Οι πρόσφατοι αγώνες εκφράζουν ακόμη πιο έντονα τις δύο βασικές όψεις της διαδικασίας που παράγει την επανάσταση της σύγχρονης περιόδου: την απονομιμοποίηση της διεκδίκησης, δηλαδή τη μετατροπή της σε συστατικό της αναπαραγωγής των τάξεων που τείνει να περιθωριοποιείται και να καταστέλλεται, και την εσωτερική απόσταση [απόκλιση] που παράγεται ανάμεσα στις προλεταριακές πρακτικές κατά την κίνηση του ταξικού αγώνα. Η εξέλιξη αυτή παράγεται πλέον σε όλες τις ζώνες του κεφαλαίου με την τροπικότητα που επιβάλλει η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, η οικονομία, σε κάθε μία από αυτές. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι μπαίνουμε σε μια εποχή ταραχών, μεταβατική αλλά εξαιρετικά βίαιη, η οποία θα οριοθετήσει την κρίση αναπαραγωγής του προλεταριάτου, άρα και του καπιταλισμού ως σημαντικό διαρθρωτικό στοιχείο της επόμενης περιόδου. Με την έννοια ταραχές εννοούμε κινηματικές διεκδικητικές ή μη διαδικασίες με ιδιαίτερα βίαιη μορφή που μετατρέπουν τα αστικά περιβάλλοντα σε πεδία ταραχών χαμηλής ή μεγαλύτερης έντασης (οι ταραχές δεν είναι επανάσταση, ακόμη και οι εξεγέρσεις δεν είναι επανάσταση, παρότι μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα μιας επανάστασης). Η εσωτερική απόσταση ανάμεσα στις προλεταριακές πρακτικές εντείνει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις και δημιουργεί μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία εντεινόμενων συγκρούσεων οι οποίες συμπεριλαμβάνουν ολοένα και περισσότερες κατηγορίες της εργατικής τάξης, και αύξηση της καταστολής. Η ιδιαιτερότητα αυτής της «εποχής» έγκειται στο ότι η δυναμική των αγώνων δεν μπορεί να παραγάγει σχετικά ευσταθή αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, οι αγώνες των προλετάριων ως τάξης που διεκδικεί μια αξιοπρεπέστερη ύπαρξη, αναπόφευκτα αναπαράγουν την αντίπαλη τάξη και τη δική τους ταξική ύπαρξη σαν τάξης των προλετάριων. Το όριο των αγώνων, σήμερα πια, είναι ακριβώς το γεγονός ότι είναι ταξικοί αγώνες. Από την άλλη πλευρά, η δραστηριότητα από την οποία παράγεται η ταξική φύση των αγώνων σαν όριο δεν παύει να είναι ταξική δραστηριότητα, στην αρχική της τουλάχιστον φάση. Το όριο των αγώνων είναι ακριβώς το γεγονός ότι παραμένουν ταξικοί αγώνες, ενώ η μόνη εγγύηση της υπέρβασής τους είναι η έμπρακτη επίθεση στο κεφάλαιο, η οποία ταυτόσημα είναι επίθεση στην ίδια την ταξική ύπαρξη των προλετάριων» (blaumachen 5, Η εποχή των ταραχών).
Οι ταραχές του Αυγούστου στην Αγγλία επιβεβαιώνουν την ανάλυση σχετικά με την «εποχή των ταραχών» και αποτελούν έναν ακόμη ιστορικό σταθμό προς την κορύφωση του τρέχοντος κύκλου αγώνων. Η γραμμή Νοέμβρης 2005 (Γαλλία) – Δεκέμβρης 2008 (Ελλάδα) – Αύγουστος 2011 (Αγγλία) είναι πολύ δύσκολο πια να αγνοηθεί ακόμη και από όσους εθελοτυφλούσαν πριν τα τελευταία γεγονότα. Συγκεκριμένες πρακτικές που εμφανίζονται σ’ αυτή την ιστορική διαδοχή (λεηλασίες, εμπρησμοί-καταστροφές κτιρίων, πυρπόληση αστυνομικών τμημάτων) δομούν το υποκείμενο των αποκλεισμένων, του δομικά παραγόμενου πλεονάζοντος πληθυσμού μέσα στον τρέχοντα κύκλο συσσώρευσης. Οι πρακτικές αυτές επιβεβαιώνουν το «τέλος του ακτιβισμού» (δες το κείμενο «Η τωρινή στιγμή»), ως συγκεκριμένης σχηματοποίησης του ορίου της ταξικής πάλης. Στην περίπτωση της Γαλλίας, η καθορισμένη από το κράτος πολεοδομική περιθωριοποίηση των αποκλεισμένων δεν άφησε κανένα περιθώριο συνύπαρξης του «αυτόνομου από το κεφάλαιο» ακτιβισμού με τους εξεγερμένους. Στην περίπτωση της Ελλάδας η συνάντηση των ακτιβιστών με τους μετανάστες και τους μαθητές παρήγαγε μια συνύπαρξη στην οποία συγκεκριμένοι ακτιβιστές βρέθηκαν μέσα από τις ίδιες τις πρακτικές τους να αμφισβητούν τον εναλλακτισμό τους. Στην περίπτωση της Αγγλίας η πολεοδομία δεν αποτέλεσε εμπόδιο συνάντησης, αλλά ο εναλλακτισμός ήταν απολύτως ξένος με τις πρακτικές των εξεγερμένων (από εδώ πηγάζει και η τόσο έντονη κριτική στις πρακτικές της λεηλασίας από πολλούς ακτιβιστές, κριτική που έφτασε στο σημείο να γίνει πρακτική με τη συμμετοχή κάποιων στις ομάδες για riot cleanup).
Τα κινήματα των «αγανακτισμένων» επιβεβαιώνουν το «τέλος του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού» (δες το κείμενο «Η τωρινή στιγμή»), καθώς αποτελούν την έκρηξη των αντιφάσεων του τελευταίου. Η κρίση του 2008, ως κρίση της παγκοσμιοποίησης, έδωσε τη δυνατότητα το 2011 στο ριζοσπαστικό δημοκρατισμό να επανακάμψει μετά από μακρά απουσία (από το 2003) και να καταστραφεί μέσα στο θρίαμβο του. Τα κινήματα αυτά είναι πολύ πλατειά από άποψη σύνθεσης (περιλαμβάνουν από νέους προς ένταξη στην αγορά εργασίας – μόνο θεωρητικά – έως ραγδαία προλεταριοποιούμενους μικρο-καπιταλιστές και στελέχη επιχειρήσεων) και από άποψη διεκδικήσεων (από μια ρύθμιση του καπιταλισμού μέχρι την εναλλακτική διαχείριση του, η οποία εκφράζεται με διάφορα επίθετα πριν από τη λέξη δημοκρατία). Ο θρίαμβος του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η ευρύτητα της σύνθεσης του εκφράστηκε επιτέλους με τη μαζικότητα που της αντιστοιχεί και στο γεγονός ότι πλέον κυριαρχούν οι λέξεις που χρησιμοποιούσε το ακτιβιστικό-πρωτοποριακό του κομμάτι στο παρελθόν. Ό,τι στα τέλη της δεκαετίας του 1990-αρχές της δεκαετίας του 2000 φάνταζε «ριζοσπαστικό» (αυτοοργάνωση, έλεγχος των κρατικών δομών από την εργατική τάξη, πλήρης απαξίωση των κομμάτων, «άμεση» δημοκρατία) σήμερα αποτελεί την κοινοτοπία των κινημάτων αυτών (με αποτέλεσμα κάποιες απ’ αυτές τις λέξεις να μην έχουν πια το παλιό «ριζοσπαστικό» τους περιεχόμενο). Και οι δύο όμως όψεις του θριάμβου στην πραγματικότητα αποτελούν την καταστροφή, ή πιο ακριβώς διατυπωμένο, την εσωτερική υπονόμευση, την κατάρρευση του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού: η μαζικότητα, όπως ήταν αναμενόμενο, απέτυχε να κάνει ορατές για το κράτος, πόσο μάλλον να «νομιμοποιήσει» τις διεκδικήσεις τους και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται δεν κατόρθωσαν να κρύψουν το εσωτερικό κενό περιεχομένου του κινήματος: κανείς δεν πιστεύει ότι αυτές οι λέξεις μπορεί να σημαίνουν κάτι από μόνες τους πια, κανείς δεν πιστεύει σε έναν «άλλο κόσμο που είναι εφικτός» (χωρίς αυτό να προϋποθέτει την καταστροφή αυτού του κόσμου). Μέσα στη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης (δες το κείμενο «Η εποχή των ταραχών») η απάντηση του κράτους σ’ αυτή την εντυπωσιακή εισβολή στη δημόσια σφαίρα των κινημάτων των «αγανακτισμένων» δεν είναι μια «νέα» ρύθμιση της σχέσης κεφάλαιο, αντίθετα είναι κάπως άκομψη και μονοκόμματη: αστυνομία.
Το σημαντικό στις μελλοντικές εξελίξεις, ως κρίση και ένταση της ταξικής πάλης, είναι η εξέλιξη της σχέσης ανάμεσα στις πρακτικές τύπου Αγγλίας και στις πρακτικές των «αγανακτισμένων». Η σχέση αυτή αποκτά βαρύνουσα σημασία λόγω της ρευστότητας ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δομούμενα υποκείμενα (η ανεργία έχει μπει στο κέντρο της μισθωτής σχέσης). Η σχηματοποίηση του νέου ορίου (η αστυνομία, το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός) οδηγεί σε μια νέα μορφοποίηση που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε με τον όρο «ταραχές». Οι «ταραχές» περικυκλώνουν τα κινήματα των «αγανακτισμένων», τα διεμβολίζουν και τελικά διεισδύουν σ’ αυτά και παράγουν αποκλίσεις ανάμεσα σε πρακτικές των κινημάτων αυτών (μια πρώτη έκφανση αυτού του γεγονότος αποτελεί το διήμερο 28-29 Ιουνίου στην Ελλάδα). Η διαλεκτική της απόκλισης δουλεύει πυρετωδώς…
________________________________________________________
Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών
Στον ένα χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση του προηγούμενου τεύχους, η ιστορική εξέλιξη επιταχύνθηκε ακόμη περισσότερο. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να βγει από την κρίση αναπαραγωγής του, καθώς αυτή παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή γενικευμένης κοινωνικής κρίσης, κάτι που προκύπτει από το γεγονός ότι πρόκειται για κρίση της μισθωτής σχέσης[1]. Για να υπήρχε πιθανότητα να βγει το κεφάλαιο από την κρίση, θα έπρεπε καταρχήν να ενταθεί η καταστροφική διαδικασία της κρίσης, καθώς μόνο μέσα από την απαξίωση ή άμεση καταστροφή παραγωγικού κεφαλαίου σημαντικής αξίας (περισσότερη σημασία έχει η απαξίωση/ανανέωση παγίου κεφαλαίου) μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης[2].
Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο σήμερα πρέπει καταρχήν να απαξιωθεί μαζικά χρηματοπιστωτικό οιονεί κεφάλαιο (ΧΟΚ, πρόκειται για εν δυνάμει κεφάλαιο που βρίσκεται εγκλωβισμένο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και υπό συνεχή απειλή μαζικής απαξίωσης μέσα στην κρίση). Αυτό το στάδιο είναι απαραίτητο λόγω της δομής του σύγχρονου κοινωνικού κεφαλαίου και της ειδικής σημασίας, για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, που απέκτησε η χρηματοπιστωτική μορφή του κατά την εξέλιξη της τρέχουσας ιστορικής περιόδου του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, που ακολούθησε την κρίση της δεκαετίας του ’70, είχε ως αποτέλεσμα την χρηματιστικοποίηση (financialisation) του καπιταλισμού συνολικά και όχι απλώς την ενδυνάμωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως τομέα του. Ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη διαδικασία άντλησης και κατανομής της υπεραξίας στην περίοδο από το 1982 έως το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη του ποσοστού κέρδους, καθώς αποτέλεσε την «αρχιτεκτονική» του μηχανισμού εξίσωσης του ποσοστού κέρδους κατά τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Στην ανοδική φάση του κύκλου, η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση ευνόησε την αύξηση των επενδύσεων μέσω της αύξησης του διαθέσιμου για εκμετάλλευση πληθυσμού και της επιβολής του ανταγωνισμού ανάμεσα στις εργατικές δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο (ανταγωνισμού για τη χαμηλότερη τιμή της εργατικής δύναμης που οδήγησε στο λεγόμενο καθοδικό σπιράλ της αξίας της εργατικής δύναμης παγκόσμια). Ταυτόχρονα, η κινητικότητα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και η επιτυχία του να ανεβάζει την κερδοφορία ήταν τέτοια που οδήγησε στην αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στο επιτόκιο και το επιχειρηματικό κέρδος. Η σταδιακή αύξηση του ΧΟΚ στη φάση αυτή ήταν απολύτως αναγκαία για την επέκταση της παραγωγής και ταυτόχρονα επακόλουθο της[3]. Ως επακόλουθο η αύξηση του ΧΟΚ δημιούργησε το χαμηλότερο (σε σχέση με τον προηγούμενο κύκλο) ποσοστό συσσώρευσης που χαρακτήρισε ολόκληρη την περίοδο, καθώς ένα μέρος των κερδών υποχρεωτικά «ανακυκλωνόταν» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, για να μπορεί το τελευταίο να συνεχίσει να επιτελεί το ρόλο του στην αύξηση της κερδοφορίας. Έτσι η αύξηση του ποσοστού κέρδους βασιζόταν στο σχετικά χαμηλό ποσοστό συσσώρευσης. Στη συνέχεια, με τον ίδιο τρόπο που αρχικά καθοδήγησε την επέκταση της παραγωγής, η χρηματιστικοποίηση συνέβαλε στη μείωση του μεταβλητού σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο, και τελικά στην ωρίμανση της κρίσης υπερπαραγωγής κεφαλαίου[4]. Η χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση αποτέλεσε μηχανισμό αναδιάρθρωσης, καθώς και λειτουργίας του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, πάνω στη βάση της χαμηλής συσσώρευσης στους παραγωγικούς κλάδους. Αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα έναν από τους μηχανισμούς που παράγουν την επέκταση και την κρίση αυτού του κύκλου συσσώρευσης.
Αυτή η πολύ στενή σχέση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με την παραγωγική διαδικασία στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό, καθιστά αφενός αναγκαία την απαξίωση του ΧΟΚ ώστε να ξεκινήσει η αλυσιδωτή αντίδραση της απαξίωσης/ανανέωσης σταθερού κεφαλαίου, αφετέρου όμως καθιστά πολύ επικίνδυνη αυτή τη διαδικασία γιατί, δεδομένης της απόλυτης ελευθερίας κίνησης του κεφαλαίου, θα σήμαινε τεράστια σοκ για τα τραπεζικά συστήματα και συνεπώς για τις οικονομίες όλων των καπιταλιστικών κρατών[5]. Αυτή είναι η σημαντική διαφορά από την εποχή του Κευνσιανισμού/φορντισμού. Η διεθνοποίηση του καπιταλισμού εκείνης της περιόδου βασιζόταν στην εθνική οριοθέτηση της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και στον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου• υπήρχε η δυνατότητα να διακοπεί η κίνηση του κεφαλαίου στο ξέσπασμα μιας κρίσης.
Για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος συσσώρευσης πρέπει η απαξίωση σταθερού κεφαλαίου μέσα στην κρίση να είναι μεγαλύτερη και ταχύτερη από την απαξίωση μεταβλητού κεφαλαίου[6]. Αυτή η φάση του μηχανισμού της κρίσης είναι που επιτρέπει στο ποσοστό κέρδους να ανακάμψει και να ξεκινήσει το στάδιο της «επέκτασης της παραγωγής» κάθε κύκλου συσσώρευσης. Από την πλευρά του κεφαλαίου γίνονται, μέχρι στιγμής, αγωνιώδεις προσπάθειες για τη μεγαλύτερη δυνατή καθυστέρηση της εκδίπλωσης της αναπόφευκτης καταστροφικής φάσης της κρίσης, η οποία είναι εξυγιαντική (και ταυτόχρονα επικίνδυνη) για το κεφάλαιο ως σχέση. Οι κινήσεις αυτές υποκρύπτουν το φόβο της εξέγερσης αλλά ταυτόχρονα οξύνουν τις ενδοκαπιταλιστικές αντιφάσεις και συγκρούσεις.
Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης
Τα νέα μέτρα που λαμβάνει το κεφάλαιο σε παγκόσμιο σχεδόν επίπεδο συνιστούν τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης.[7] Τα μέτρα αυτά είναι η προσπάθεια να συνεχιστεί η τρέχουσα διάρθρωση της συσσώρευσης. Η προσπάθεια αυτή αποτελείται από δύο διαδικασίες που συνδέονται μεταξύ τους: η πρώτη διαδικασία είναι η μερική τουλάχιστον αξιοποίηση του ΧΟΚ σε τομείς και κλάδους που συνδέονται κυρίως με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και την κατανομή της παραγόμενης υπεραξίας (η λεγόμενη «αξιοποίηση» ή «εκποίηση» της κρατικής περιουσίας, η αναδιάρθρωση των ασφαλιστικών συστημάτων κτλ.). Πρόκειται για μια διαδικασία που εξελίσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου συσσώρευσης, έχει κατεύθυνση από την περιφέρεια προς τα κέντρα συσσώρευσης και αποτελεί πολύ σημαντική συνιστώσα των περιφερειακών πολέμων από το 1980 και μετά. Σήμερα όμως αυτή η διαδικασία βρίσκεται σε κατακόρυφη έξαρση, ειδικά σε ότι αφορά το πάγιο κεφάλαιο που διαχειρίζεται το κράτος. Η προσπάθεια αξιοποίησης του ΧΟΚ, πέρα από την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους κρατικής περιουσίας και υποδομών διανομής, περιλαμβάνει και το πέρασμα αρκετών παραγωγικών κεφαλαίων υπό τον απόλυτο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος, πρόκειται για τη σύγχρονη μορφή της συγκεντροποίησης κεφαλαίου. Η δεύτερη διαδικασία είναι η προσπάθεια, μέσω αστυνομικής επιβολής, μιας περαιτέρω απαξίωσης της εργατικής δύναμης, κάτι που είναι αποτέλεσμα και προϋπόθεση της μερικής αξιοποίησης του ΧΟΚ (η Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σ’ αυτήν την περίπτωση). Αυτές οι δύο διαδικασίες ορίζουν τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης (βρισκόμαστε ακόμη μέσα στον κύκλο συσσώρευσης που ξεκίνησε μετά την κρίση του Κεϋνσιανισμού/φορντισμού) και έχουν ως στόχο την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, σε μεγάλο βαθμό μέσω της άντλησης απόλυτης υπεραξίας. Η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, που αρχικά ήταν υπεύθυνη για την επέκταση της παραγωγής στον τρέχων κύκλο συσσώρευσης, τώρα χρησιμοποιείται και πάλι ως μέσο για το ξεπέρασμα (ή την παράκαμψη) της κρίσης, με αποτέλεσμα όμως να την εμβαθύνει περισσότερο[8].
Δύο στοιχεία είναι πολύ σημαντικά εδώ: το πρώτο είναι ότι η επιχειρούμενη αξιοποίηση ενός μέρους του ΧΟΚ γίνεται μόνο μέσω της δημιουργίας νέου ΧΟΚ (στις ΗΠΑ μετά το QE1 ήρθε το QE2, στην Ευρωζώνη συνεχώς συζητείται η αναχρηματοδότηση των δανείων με αντάλλαγμα ολοένα και σκληρότερα μέτρα, κ.ο.κ.). Αυτή η παράμετρος τείνει να μετατρέψει την δημοσιονομική κρίση, που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη, σε οξύτατη νομισματική κρίση και στη συνέχεια σε κρίση της αξίας[9]. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η ιδιωτικοποίηση των κρατικών κεφαλαίων είναι αποτέλεσμα (αλλά και αιτία) της χρεοκοπίας των κρατών παγκοσμίως και σημαίνει υπαγωγή των δημοσιονομικών πολιτικών κάθε κράτους στον απόλυτο έλεγχο του διεθνούς κυκλώματος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσμα την εμβάθυνση της υπαρξιακής κρίσης του καπιταλιστικού (έθνους -) κράτους ως πολιτικά αυτόνομης οντότητας αλλά και την κρίση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου όπως τη γνωρίζουμε να εξελίσσεται μέχρι σήμερα.
Αυτή η φαινομενικά παράδοξη πραγματικότητα έχει παραχθεί από την αντιφατική σχέση των καπιταλιστικών κρατών με το ελεύθερα κινούμενο κεφάλαιο, ειδικά από το 1990 και μετά. Η πειθαρχία κάθε κράτους της δεύτερης και τρίτης ζώνης του κεφαλαίου[10] στις προσταγές του διεθνούς κινούμενου κεφαλαίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στην τρέχουσα ιστορική περίοδο. Σε πολλές περιπτώσεις, για να πειθαρχήσει το προλεταριάτο ή/και φράξιες του κάθε εθνικού κεφαλαίου των κρατών αυτών, απαιτούνταν πόλεμος. Η πειθαρχία αυτή, από τη μία πλευρά επέτρεπε στο κράτος της δεύτερης και τρίτης ζώνης να είναι ενσωματωμένο στο διεθνές κύκλωμα της συσσώρευσης κατά την ανοδική περίοδο του κύκλου συσσώρευσης (συχνά μέσω της συμμετοχής του σε κάποιου τύπου περιφερειακή ένωση), από την άλλη πλευρά, όμως, υπέσκαπτε συνεχώς τη δυνατότητα αυτόνομης διαχείρισης του κοινωνικού ζητήματος στο εσωτερικό του και το έκανε ολοένα και περισσότερο ευάλωτο στην εκκολαπτόμενη κρίση. Η αντιφατική σχέση μεταξύ της επιταχυνόμενης διεθνοποίησης και του έθνους κράτους ως διαχειριστή επιβολής αυτής της διαδικασίας έφτασε στα όρια της με την κρίση που ξεκίνησε το 2008. Η (καταρχήν χρηματοπιστωτική) κρίση επέβαλε την (προσωρινή) «διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος», ουσιαστικά δηλαδή τη διάσωση της τρέχουσας διάρθρωσης της συσσώρευσης με την επιβράδυνση της καταστροφικής φάσης του μηχανισμού της ίδιας της κρίσης. Αυτό επιτεύχθηκε με νέα ρευστότητα που είτε προήλθε από την «κρατική περιουσία» είτε δημιουργήθηκε εκ του μηδενός. Και οι δύο αυτοί τρόποι οδήγησαν ταχύτατα στις κρατικές χρεοκοπίες καθώς πίεσαν απότομα σε δημοσιονομικό επίπεδο τα ήδη υπερχρεωμένα κράτη, τα οποία τις τελευταίες δεκαετίες έχουν μειώσει σημαντικά τη φορολογία του κεφαλαίου και έχουν αυτοβούλως υποβοηθήσει την υπονόμευση των δημοσιονομικών τους. Οι χρεοκοπίες αυτές καθιστούν αναγκαστική στην ουσία την τάση για ιδιωτικοποίηση κάθε μηχανισμού κοινωνικής αναπαραγωγής πλην της καταστολής, και τον περιορισμό του κράτους σε ρυθμιστή της λειτουργίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η καταστολή ως κατεξοχήν μηχανισμός διαχείρισης της εργατικής δύναμης πλέον, αναβαθμίζεται συνεχώς και ταυτόχρονα διεθνοποιείται, αναδιαρθρώνεται και προσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες (προσανατολισμός στην καταστολή ταραχών σε αστικό περιβάλλον και φύλαξη συνόρων).
Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας αξιοποίησης του ΧΟΚ είναι η αποβολή αξίας εργατικής δύναμης από τον κύκλο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Η αναδιάρθρωση των κρατικών εταιρειών και υπηρεσιών δε συνεπάγεται ανανέωση παγίου κεφαλαίου και συνεπώς δημιουργία νέας ζήτησης συνολικά, αλλά μόνο απολύσεις, περικοπές και γενικότερα συρρίκνωση. Η υπαγωγή επιπλέον παραγωγικών κεφαλαίων, κρατικών ή μη, στον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος έχει ως αποτέλεσμα τη λειτουργική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων με κύριο προσανατολισμό τις απολύσεις και ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση της συρρικνωμένης αξιοποιούμενης εργατικής δύναμης. Η «άνεργη ανάκαμψη» (η ανάκαμψη των οικονομικών δεικτών πλην αυτού της απασχόλησης) που παρατηρείται είναι απλώς μια έκφραση του γεγονότος ότι δεν έχει λειτουργήσει στο βαθμό που απαιτείται ο μηχανισμός της κρίσης, δεν έχει ξεπεραστεί το στάδιο στο οποίο η υπερσυσσώρευσης μπλοκάρει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η συνεχιζόμενη αποβολή αξίας εργατικής δύναμης από τον κύκλο αναπαραγωγής, λοιπόν, δημιουργεί εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα από τη ζώνη στην οποία βρίσκονται[11]. Ένα σημαντικό αποτέλεσμα της προσπάθειας αντιμετώπισης της κρίσης από το κεφάλαιο, αλλά και από το προλεταριάτο, είναι το εκρηκτικό αδιέξοδο που δημιουργείται στο μεταναστευτικό ζήτημα.
Η κυκλοφορία της εργατικής δύναμης από την τρίτη κυρίως (και προς το παρόν) ζώνη του κεφαλαίου προς τις άλλες δύο φτάνει σε ένα κρίσιμο όριο και μπλοκάρεται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο που υλοποιείται το παράδοξο της ταυτόχρονης κρίσης της παγκοσμιοποίησης με την κρίση του έθνους-κράτους. Το καθοδικό σπιράλ απαξίωσης της εργατικής δύναμης πάνω στο οποίο βασίστηκε η συσσώρευση της περιόδου που διανύουμε (μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης το 2008), πέτυχε τόσο πολύ που αμφισβητείται πλέον η ίδια η συνέχεια του. Τα τείχη που υψώνονται και η συνεχιζόμενη ροή των μεταναστών, οι μεταναστευτικές αστυνομίες που δημιουργούνται σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, τα κέντρα υποδοχής-φυλακές ή στρατόπεδα εργασίας και οι εξεγέρσεις που σημειώνονται σε αυτά, οι κορώνες περί τέλους της πολυπολιτισμικότητας στη Βρετανία(!), οι κορώνες της αριστεράς για επιστροφή στην «εθνική ανάπτυξη», όλα αυτά αποτελούν σημεία της πρώτης φάσης (ή της μίας όψης) της κρίσης της παγκοσμιοποίησης. Όταν όμως αρχίζει να μπλοκάρεται η κυκλοφορία της εργατικής δύναμης, διακυβεύεται και το μπλοκάρισμα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου[12]. Σε κάθε περίπτωση, πρώτα σημάδια της κρίσης της παγκοσμιοποίησης αποτελούν οι «νομισματικοί πόλεμοι», οι beggar thy neighbor[13] στρατηγικές των κρατών αλλά και κάποιες σημαντικές συγχωνεύσεις και εξαγορές που δείχνουν ότι οι λεγόμενες άμεσες επενδύσεις εξωτερικού (foreign direct investments) που πηγάζουν από τα κράτη της πρώτης ζώνης, αρχίζουν να μαζεύονται πιο κοντά στο κέντρο συσσώρευσης από το οποίο προέρχονται. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι θα υπάρξει νέα ροή κεφαλαίων προς τη δεύτερη και τρίτη ζώνη, κάτι που θα προϋπέθετε την αύξηση της συσσώρευσης στις ζώνες αυτές και την ανάγκη να διοχετευθούν εκεί νέα κεφάλαια για παραγωγικές επενδύσεις, το οποίο όμως συμβαίνει σε ολοένα μικρότερο βαθμό. Εδώ και δύο περίπου δεκαετίες το καθαρό ισοζύγιο των ροών κεφαλαίου είναι έντονα θετικό για την πρώτη ζώνη.
Στην πράξη δεν τίθεται ζήτημα επιστροφής της καπιταλιστικής οργάνωσης στο μοντέλο που είχε ως κέντρο του το έθνος κράτος, καθώς αυτό θα συνεπαγόταν μια διάρθρωση της παραγωγής που ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Αν η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση φτάσει πραγματικά σε αδιέξοδο, αυτή τη φορά θα είναι αδύνατο η ιστορία να ακολουθήσει την ίδια πορεία που διέγραψε μετά το αδιέξοδο που δημιούργησε η επιτυχία των πρώτων ιμπεριαλιστικών πολέμων, το οποίο οδήγησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα, το κεφάλαιο θα αναγκαστεί να δώσει μια πρώτη απάντηση στην κρίση της παγκοσμιοποίησης με μια αναδίπλωση επίπονη και συγκρουσιακή, την περιφερειοποίηση της συσσώρευσης. Μια απάντηση όμως που δεν φαίνεται προς το παρόν να είναι ικανή να οδηγήσει σε νέο κύκλο συσσώρευσης, μια απάντηση που βρίσκεται μέσα στα ιστορικά όρια της μεταβατικής περιόδου που ξεκίνησε με την κρίση του 2008. Ο ιμπεριαλισμός της εποχής μας δεν μπορεί να έχει μια μορφή παρόμοια με αυτή που είχε τον 19ο αιώνα, καθώς η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που έχει δημιουργήσει η ιστορική διαδικασία της συσσώρευσης, δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Οι περιφέρειες που προορίζονται για περιχαρακώσεις και εχθρικές μεταξύ τους σχέσεις κατάγονται από την ιστορική εξέλιξη των προηγούμενων κύκλων συσσώρευσης του κεφαλαίου και η πιο πρόσφατη (αλλά και πιο ευάλωτη από τις άλλες) είναι η περιφέρεια της Ανατολικής Ασίας[14],το δημιούργημα του νεοφιλελευθερισμού. Οι περιοχές, κυρίως της τρίτης ζώνης, που δεν ανήκουν σε κάποια από τις περιφέρειες συσσώρευσης αλλά και κάποιες από τις περιοχές της δεύτερης ζώνης που δυσκολεύονται να παραμείνουν ενσωματωμένες στο μοντέλο που επιβάλλεται σήμερα από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αποτελούν ήδη, ή πρόκειται να αποτελέσουν, τα πρώτα πεδία έκφρασης της σύγκρουσης και σε ταξικό και σε ενδοκαπιταλιστικό επίπεδο. Οι περιοχές αυτές προορίζονται για καταλήστευση παραγωγικών πηγών και για κατασταλτική διαχείριση της αναπαραγωγής του προλεταριάτου[15]. Αυτό δε σημαίνει πως οι αστικές τάξεις των κρατών αυτών «αντιστέκονται» στην επέλαση αυτή. Αντίθετα, οι πιο δυνατές φράξιές τους αντιμετωπίζουν αυτήν την κρίση ως ευκαιρία να πλασαριστούν σε καλύτερη θέση και να κατασπαράξουν τις πιο αδύναμες φράξιες. Οι πιο αδύναμες φράξιες του κεφαλαίου και τα μικροαστικά κομμάτια του βρίσκονται συμπιεσμένες, όπως πάντα συμβαίνει σε περιόδους κρίσης, και κατά κύριο λόγο στρέφονται προς τις εθνικιστικές πολιτικές που αναπτύσσονται ώστε να προστατευθούν. Οι κοινωνικές αντιφάσεις σε αυτές τις περιοχές εκρήγνυνται καθώς γίνεται ολοένα και περισσότερο σαφές στο προλεταριάτο που ζει εκεί (ή εδώ) πως η συνέχεια του καπιταλισμού σε μεγάλο βαθμό δεν τους περιλαμβάνει ως αξιοποιήσιμη εργατική δύναμη[16]. Από την άλλη πλευρά, η αντικειμενική τάση περιφερειοποίησης της συσσώρευσης δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί τελικά. Ήδη στην Ευρωζώνη, δημιουργούνται σοβαρές τριβές ανάμεσα σε σημαντικούς συντελεστές της για το μεταναστευτικό ζήτημα, πέρα από τις σφοδρότατες συγκρούσεις για τον τρόπο διαχείρισης της δημοσιονομικής κρίσης. Στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου εμφανίζονται δυνάμεις που προσπαθούν να αυτονομηθούν όσο είναι δυνατό από την επιρροή των περιφερειών συσσώρευσης όπως το Ιράν, η Τουρκία, ακόμη και η ομάδα κρατών που συγκροτεί το «συμβούλιο συνεργασίας του Κόλπου». Η κρίση αναπαραγωγής του προλεταριάτου από τη μία πλευρά ωθεί προς την περιφερειοποίηση και από την άλλη αποτελεί πλήρως διαλυτική τάση.
Εδώ εντάσσεται η ιμπεριαλιστική επίθεση στη Λιβύη, η οποία εκφράζει την φρενήρη προσπάθεια της Διεθνούς του κεφαλαίου αφενός να προλάβει να εκμεταλλευτεί το χάος που δημιουργούν οι αφρικανικές και αραβικές εξεγέρσεις και αφετέρου να προειδοποιήσει το προλεταριάτο (και τα μεσαία στρώματα) στις υπόλοιπες χώρες αυτής της ζώνης για το τί θα γίνει εάν συνεχίσει τη δραστηριότητα του[17]. Εδώ εντάσσονται επίσης και οι αραβικές και αφρικανικές εξεγέρσεις οι οποίες αποτελούν καταλύτη στην εξέλιξη της κρίσης. Από τη μία πλευρά αμφισβητείται από το προλεταριάτο (και όχι μόνο) η πολιτική μορφή της δικτατορίας, η εξέγερση έχει έναν «αντικρατικό» (αλλά όχι αντεθνικό) χαρακτήρα και εκφράζει την κρίση της παγκοσμιοποίησης. Αυτή η διάσταση των εξεγέρσεων εκφράζει στην ουσία μια προσπάθεια διάσωσης του ίδιου του καπιταλισμού, μέσω της διάσωσης του καθεστώτος του «ελεύθερου» εργάτη από τη σκοπιά του προλεταριάτου, αλλά και του πιο «ελεύθερου» ανταγωνισμού από τη σκοπιά των φραξιών του κεφαλαίου που ασφυκτιούσαν υπό τη συγκεκριμένη πολιτική μορφή. Από την άλλη πλευρά, αυτή η αμφισβήτηση συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που αυτή η πολιτική μορφή του κεφαλαίου (ο νέος ολοκληρωτισμός) τείνει να εφαρμοστεί στην Ελλάδα και πιθανόν σε άλλες χώρες της δεύτερης ζώνης του κεφαλαίου. Έτσι δημιουργείται μια διπλή αντιφατική κίνηση. Από τη μία πλευρά το ελληνικό κράτος δυσκολεύεται να προχωρήσει εντατικά την αναδιάρθρωση υπό το φόβο της διάδοσης της αναταραχής και από την άλλη πλευρά είναι πιθανό η συνεισφορά στην εμβάθυνση της κρίσης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού (η οποία έχει ως αποτέλεσμα και την αύξηση της μεταναστευτικής ροής) να κάνει ακόμη πιο άμεση την ανάγκη επιτάχυνσης της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα.
Ο άλλος πόλος της αντίφασης, το σύγχρονο προλεταριάτο, τείνει να εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο στην άλλη πλευρά του οδοφράγματος της σύγκρουσης που παράγεται. Υποτιμημένο ως εργατική δύναμη, κατακερματισμένο, σε μεγάλο βαθμό πλεονάζον, και χωρίς την εργατική του ταυτότητα και περηφάνια, το προλεταριάτο στα περισσότερα κράτη του πλανήτη βρίσκεται σε αναβρασμό. Στο προηγούμενο τεύχος είχαμε ασχοληθεί με τέσσερις σημαντικές πτυχές της δραστηριότητας αυτής: τις άγριες διεκδικήσεις αποζημιώσεων για απολύσεις στην Ευρώπη[18] και μισθών στα κέντρα συσσώρευσης της Ανατολικής Ασίας με απαγωγές αφεντικών και άγριες απεργίες αντίστοιχα, τις συνεχείς διάσπαρτες ταραχές στην Κίνα, τις εξεγέρσεις που ταρακούνησαν την Ελλάδα και τη Γαλλία αλλά δεν επεκτάθηκαν στο πεδίο της παραγωγής και την «εξέγερση με αιτήματα» της Καραϊβικής. Στο χρόνο που πέρασε, μπορούμε να συνοψίσουμε τα σημαντικά γεγονότα ως εξής: τον Οκτώβριο του 2010, το κομμάτι του σταθερού ακόμη προλεταριάτου στη Γαλλία έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα να επιβραδύνει την επιβολή της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης (στη μορφή που προορίζεται για τα κράτη της πρώτης ζώνης). Η μαθητική και φοιτητική νεολαία εξεγέρθηκε ενάντια στις περικοπές σε Βρετανία και Ιταλία το φθινόπωρο. Εξεγέρθηκαν με το δικό τους τρόπο οι δημόσιοι υπάλληλοι στο Ουισκόνσιν (προεικονίζοντας μια σύγκρουση που όμοια της δε θα έχει συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες στις ΗΠΑ). Στη Μοζαμβίκη, σε μία πρόγευση του τι θα ακολουθούσε στις αρχές του 2011, έγιναν ταραχές για την τροφή (food riots) το Σεπτέμβριο του 2010. Συνεχίστηκαν οι άγριες διεκδικητικές απεργίες στην Ανατολική Ασία, πολλαπλασιάστηκαν οι ταραχές ενάντια στην κατασταλτική μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής σε όλη την αφρικανική ήπειρο, μέχρι που το Γενάρη του 2011 ξεκίνησε η αραβο-αφρικανική εξέγερση που, από ότι φαίνεται, αποτελεί τον ιστορικό καταλύτη και ορίζει το πέρασμα στην «εποχή των ταραχών», το μεταβατικό στάδιο αυτής της κρίσης του οποίου η πορεία θα κρίνει προς ποια κατεύθυνση θα εξελιχθούν τα πράγματα. Στη δραστηριότητα του προλεταριάτου μέσα στη σύγχρονη κρίση, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις της παράγεται ολοένα και περισσότερο το ταξικό ανήκειν σαν εξωτερικός καταναγκασμός[19]. Αυτή η πραγματικότητα εκφράζεται σαν έλλειψη ταξικού οράματος, σαν έλλειψη ταξικής οργάνωσης, σαν έλλειψη ενός ονείρου μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε «εργατική κοινωνία», σε μια κοινωνία που υποτίθεται ότι θα αποτελείται από μία μόνο τάξη και θα έχει επιβάλει την εργασία σε όλα τα άτομα που την αποτελούν. Η παραγωγή του ταξικού ανήκειν σαν εξωτερικού καταναγκασμού προκύπτει με διαφορετικό τρόπο σε κάθε μία από τις ζώνες, αλλά και τα κράτη μέσα σε κάθε ζώνη του κεφαλαίου. Οι διαφορετικές αυτές εκφάνσεις είναι οι στιγμές μιας ολότητας που πηγάζει από την αντίφαση που αναφέραμε προηγουμένως, από το γεγονός δηλαδή ότι η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1980 που λαμβάνει χώρα σήμερα παράγει πλεονάζοντα πληθυσμό με ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα και ταυτόχρονα δεν αυξάνει την αναλογία του μεταβλητού κεφαλαίου στο συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Εντείνει, δηλαδή, ποιοτικά και ποσοτικά την κρίση και δεν παράγει διέξοδο από αυτήν.
Γαλλία: Ριζοσπαστικός ή όχι, παραμένει συνδικαλισμός
Αν όμως το όριο των σημερινών ταξικών αγώνων δεν είναι πια ο «άλλος κόσμος που ήταν εφικτός»[20], σε ποιό σημείο βρισκόμαστε; Ποιά είναι η νέα μορφή και το περιεχόμενο που ορίζουν την ταξική πάλη; Ίσως καλύτερα από οπουδήποτε αλλού η σοβαρότητα της σημερινής κατάστασης φάνηκε στη Γαλλία με το διεκδικητικό κίνημα του φθινοπώρου που μας πέρασε. Το κράτος προχώρησε ξαφνικά στην κατάθεση του νομοσχεδίου για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στη Γαλλία θέτοντας ένα αμείλικτο δίλημμα στο προλεταριάτο: ή θα επιβραδύνουμε την ανάπτυξη του χρέους με δικά σας έξοδα ή θα μειωθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας δήλωσε ο Σαρκοζύ, δείχνοντας απειλητικά προς την Ελλάδα. Το αποτέλεσμα όμως αυτής της κίνησης, που εντάσσεται στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και της ανάγκης του γαλλικού κράτους να επιταχύνει το βηματισμό της αναδιάρθρωσης, ήταν το ξέσπασμα ενός κινήματος που εξαρχής ήταν σαφές πως είχε να αντιμετωπίσει την αντικειμενικότητα του κεφαλαίου: την ίδια την οικονομία[21].
Σημαντικό στοιχείο αυτή τη φορά στη Γαλλία ήταν η συνύπαρξη στο κίνημα νέων και μεγαλύτερων σε ηλικία προλετάριων (με παράλληλες δραστηριότητες). Οι περισσότεροι εκ των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων στο κίνημα ανήκουν στα μεσαία μισθολογικά στρώματα και οι περισσότεροι νέοι ήταν μαθητές και όχι φοιτητές. Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο κομματιών του κινήματος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη. Σίγουρα ξεκινάει από μια κοινή αφετηρία, τη σύνταξη. Πρόκειται όμως για μια κοινή ανησυχία και όχι για μια κοινή προοπτική. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες ανήκουν στη δεξαμενή από όπου βγαίνει το φανταστικό υποκείμενο του μέσου καταναλωτή, οι φιγούρες τους μπορούν οριακά ακόμη να εμφανιστούν σε μια ξεθωριασμένη διαφήμιση της φορντιστικής περιόδου. Η υπονόμευση της πιθανότητας τους να ζήσουν μετά τη δουλειά, είναι ένα ακόμη βήμα στο σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου του φορντισμού. Οι νεότεροι δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τα δύο επιπλέον χρόνια εργασίας, πρέπει να δουλεύουν για σαράντα χρόνια για να πάρουν σύνταξη, ενώ ξέρουν πως είναι άνεργοι σε αναμονή. Η παγίδα μιας ζωής που εμπεριέχει μόνο επισφαλή εργασία ή ανεργία και θάνατο γίνεται κοινή.
Τα πανό που αναδείκνυαν ότι θίγονται τα άμεσα πρακτικά συμφέροντα της νεολαίας που ζει στη Γαλλία, καθώς η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη δική τους είσοδο στην αγορά εργασίας, ήταν η μία όψη των πρακτικών που χαρακτήρισαν αυτή τη συνύπαρξη. Η άλλη ήταν η απόλυτη έλλειψη αιτηματολογίας από την πλευρά τους αλλά και η σχέση τους με την καταστολή. Οι νέοι δε ζητούσαν τίποτα, το κράτος έστελνε απευθείας την αστυνομία να τους καταστείλει μόλις έβγαιναν στο δρόμο, παρά το ότι μπλόκαραν μόνο τα απαξιωμένα σχολεία τους και όχι την παραγωγή. Και τα δύο αυτά γεγονότα δείχνουν ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν αναγνωρίζει την άλλη ως συνομιλητή για τη διευθέτηση του μέλλοντος. Η νεολαία αναγνωρίζει στο κράτος έναν τύραννο και το κράτος αναγνωρίζει στη νεολαία ένα εν αναμονή πλεονάζον εργατικό δυναμικό που πρέπει με κάθε τρόπο να καταστείλει. Η επέμβαση της αστυνομίας στα σχολεία είχε καθαρή στόχευση την εμπέδωση της πειθαρχίας, το μόνο χρήσιμο μάθημα για τη νεολαία. Η νεολαία σαν αντικειμενική κατάσταση και σαν δραστηριότητα συμπυκνώνει την έλλειψη μέλλοντος.
Το κίνημα στη Γαλλία όμως, έλαβε περισσότερο τη μορφή ενός συνδικαλισμού που ριζοσπαστικοποιείται. Επρόκειτο για ένα αμιγώς αμυντικό διεκδικητικό κίνημα με τη στρατηγική και τις τακτικές του και την αναγκαία συγκρουσιακή συνύπαρξη της αυτοοργάνωσης και του επίσημου συνδικαλισμού. Η απονεύρωση του επίσημου συνδικαλισμού είναι τόσο έντονη, που ουσιαστικά έχει μετατραπεί από μηχανισμό διαπραγμάτευσης της τιμής της εργατικής δύναμης σε μηχανισμό διαχείρισης και κατανομής ατόμων στα διάφορα επίπεδα ιεραρχίας, κυρίως των μεσαίων στρωμάτων της εργατικής τάξης, ένα μηχανισμό που δεν τίθεται πια καμία αμφιβολία ότι ταυτίζεται απόλυτα με το κεφάλαιο, αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο να τον αντικαταστήσει. Όπως και τα κόμματα έτσι και τα συνδικάτα είναι θεσμοί χωρίς μέλη, ερειπωμένα απολιθώματα της νεκρής εργατικής ταυτότητας. Σ’ αυτό ακριβώς το κενό αναδύεται ο ακτιβισμός, μια τάση που διακρίνεται από έντονη κινητικότητα και έχει ως στόχο να αποτελέσει τον καταλύτη εξελίξεων μέσω των αντικειμενικών επιπτώσεων αυτής της κινητικότητας στην οικονομία. Η προσπάθεια εσωτερικής αστυνόμευσης του κινήματος από τους συνδικαλιστές της CGT και η αδυναμία τους να προτείνουν μια λύση, ένα αξιοπρεπές τέλος για το κίνημα, η πίεση των αγωνιστών προς τα συνδικαλιστικά στελέχη για τη συνέχιση του αγώνα και ταυτόχρονα η αναγκαστική συνεργασία μαζί τους, αυτή η διαρκής ώσμωση υπενθυμίζει ότι ο συνδικαλισμός είναι περιεχόμενο και όχι μόνο μορφή.
Το περιεχόμενο του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού ή ακτιβισμού ή «κινηματισμού» όπως ονομάστηκε στη Γαλλία, εκφράστηκε περισσότερο στα μπλοκαρίσματα, με πιο δυναμική έκφανση του τα μπλοκαρίσματα των διυλιστηρίων, τη δύναμη και το όριο του. Τα μπλοκαρίσματα υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας αντίφασης: αφενός της πίεσης της αγωνιστικής βάσης για δράση, αφετέρου της αδυναμίας να γίνουν απεργίες και να χαθεί εισόδημα. Αποτέλεσαν όμως πιο εύστοχο υποκατάστατο της απεργίας από τις διαδηλώσεις και έφτασαν στο απειλητικό όριο να γίνουν αληθινά μπλοκαρίσματα. Το γεγονός ότι οι διαδηλωτές επέμειναν στις διαδηλώσεις για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα συνδέεται με την παραγωγή των μπλοκαρισμάτων. Η στρατηγική των συνδικάτων να ξεφουσκώσουν το κίνημα μέσω της επιμήκυνσής του απέτυχε και οδήγησε στο ξεπέρασμα της πρακτικής της διαδήλωσης. Τα μπλοκαρίσματα θεωρήθηκαν ως μέσο για ένα μπλοκάρισμα της οικονομίας από τους αγωνιστές. Ο στόχος αυτός δείχνει από τη μία πλευρά τη σημασία της διανομής ως αναπόσπαστου μέρος του κύκλου του κεφαλαίου και αναγκαία προέκταση της παραγωγής στο σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά από την άλλη εκφράζει μια ιδεολογία που θεωρεί ότι το ζήτημα δεν βρίσκεται στην παραγωγή αλλά στην κυκλοφορία της αξίας[22]. Όπως και να έχει, τελικά δεν κατόρθωσαν να μπλοκάρουν την οικονομία[23], αλλά το γεγονός ότι από την αρχή του κινήματος το μπλοκάρισμα της οικονομίας ήταν αποδεκτός στόχος, ή έστω ευχή, δείχνει ένα ξεπέρασμα σε σχέση με το κίνημα ενάντια στο CPE. Η πρακτική του μπλοκαρίσματος όξυνε τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις μέσα στο ίδιο το διεκδικητικό κίνημα. Τέθηκε επί τάπητος αν και κατά πόσο πρέπει τα μπλοκαρίσματα να είναι συμβολικά ή αληθινά και τα συνδικάτα δυσκολεύτηκαν να μαντρώσουν τον κόσμο που μαζευόταν στο Grandpuits. Τέθηκε ρητά από τα συνδικάτα ως προτεραιότητα η προστασία των εγκαταστάσεων των διυλιστηρίων και έτσι έγινε ακόμη περισσότερο φανερό ότι η προστασία της εργασίας σημαίνει πάνω από όλα προστασία του κεφαλαίου. Τα μπλοκαρίσματα ως δραστηριότητα δεν αμφισβήτησαν τα αιτήματα αλλά αποτέλεσαν το όριο της δραστηριότητας που παρήγαγε η αντικειμενική απονομιμοποίηση των αιτημάτων.
Τί παράγει όμως γενικότερα ο ασταθής και ευκαιριακός συνδικαλισμός; Το κράτος στη Γαλλία περίμενε τους απεργούς στα διυλιστήρια να κουραστούν και να αφήσουν τα μπλόκα τους. Τους αντιμετώπιζε σαν ένα ενοχλητικό μεν, αλλά αναπόφευκτο στάδιο για την εξέλιξη των πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, οι αγωνιστές που μπλόκαραν τα διυλιστήρια εκλιπαρούσαν το κράτος να διαπραγματευτεί μαζί τους, να βρεθεί μια λύση. Το κράτος όμως δεν μπορούσε παρά να τους αφήσει να «χορέψουν» για λίγες μέρες πριν στείλει την αστυνομία. Η εσωτερική αντιφατική δυναμική του κινήματος πάντως δεν ήταν τόσο συγκρουσιακή ώστε να αμφισβητηθεί σημαντικά ο διεκδικητικός του χαρακτήρας. Το όριο του κινήματος στη Γαλλία αποτελεί μια έκφανση του ορίου της ταξικής πάλης σήμερα. Πρόκειται για ένα δίπολο που αντιστοιχεί άμεσα στη χειροπιαστή πραγματικότητα δύο αντιμαχόμενων τάξεων. Αφενός, ο ταξικός χαρακτήρας της δράσης του προλεταριάτου, ο οποίος εκφράζεται σε όλα τα αιτήματα του τα οποία συνοψίζονται στο αίτημα για διαιώνιση της ταξικής του ύπαρξης, άρα και του κεφαλαίου. Αφετέρου, «η αστυνομία», δηλαδή η αντίπαλη τάξη σε θέση μάχης.
Το συμπέρασμα που μπορεί να βγει από το κίνημα στη Γαλλία είναι ότι η απονομιμοποίηση της διεκδίκησης έχει προχωρήσει σε βαθμό που δεν επιτρέπει να εγκατασταθεί με κάποια σταθερότητα ο ριζοσπαστικός συνδικαλισμός στη θέση του εναλλακτισμού του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης. Η έλλειψη πολιτικού προγράμματος όμως δεν πρέπει να οδηγεί σε μηχανιστική αντίληψη της πραγματικότητας. Ο «προγραμματισμός»[24] είναι εγγενές στοιχείο της ταξικής πάλης και θα συνεχίσει να εμφανίζεται τουλάχιστον στα πρώτα στάδια των περισσότερων αγώνων. Όσο το προλεταριάτο παραμένει προλεταριάτο παράγει ό,τι και κάθε ζωντανός οργανισμός: το αίτημα για τη διαιώνιση της ύπαρξής του. Μέσα από την αντιφατική εξέλιξη αυτής της διεκδίκησης, η δραστηριότητα του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο, η εκμετάλλευση ως αντίφαση ανάμεσα στις τάξεις, παράγει ιστορικά την επανάσταση. Το ότι η διεκδίκηση συνέχισης της ύπαρξης του και η επανάσταση ως αυτοκατάργηση του συμπυκνώνονται στην ίδια τάξη δεν φαίνεται μόνο αλλά και είναι ταυτολογικό: ορίζει την «αναγκαία και ανέφικτη ταυτολογία», ορίζει τη σχέση κεφάλαιο σαν «αντίφαση εν κινήσει».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ανάλυσης παραθέτουμε σχόλια συντρόφων για το κίνημα που διαβάσαμε στην ιστοσελίδα dndf.org και θεωρούμε ότι παρουσιάζουν ενδιαφέρον:
Το κίνημα αυτό ποτέ δεν πίστεψε ότι μπορούσε να κερδίσει. Δεν ήταν εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα ήταν να εκφραστεί το enough is enough. […] Αν δεν υπάρχει πια μια εφικτή επιβεβαίωση, δεν υπάρχει ούτε και συνεπαγωγή εγγυημένη από το κεφάλαιο (γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πια πραγματικές διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα). […] Ο ριζοσπαστικός δημοκρατισμός πέθανε για τα καλά. Δεν ακούσαμε καμιά αντιπρόταση στο σχέδιο της κυβέρνησης. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, αλλά γρήγορα το βούλωσε. […] Όταν η αναπόφευκτη διεκδίκηση είναι αθέμιτη (όταν δεν εντάσσεται συστημικά στην αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου η οποία πρέπει να αναπαράγει την τάξη απέναντι στο κεφάλαιο), έχουμε αυτή την κούφια αυτοεπιβεβαίωση, αυτό το μίσος που διαβρώνει τα φρένα του. […] Μέσα στο αθέμιτο της διεκδίκησης, ο συνδικαλισμός γίνεται κάτι ανέφικτο που μπορεί να γεννήσει έναν ριζοσπαστικό συνδικαλισμό βάσης με διάφορες ασταθείς οργανωτικές ή άτυπες μορφές, γιατί κάθε ταξική οργάνωση μέχρι την επαναστατική κρίση δεν μπορεί να είναι άλλο από συνδικαλιστική. […] Τείνει να εδραιωθεί το μίσος για την οικονομία σαν τρόπο ζωής, χωρίς να ζητιέται μια ‘άλλη οικονομία’. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα του κινήματος του Οκτώβρη.
[…]Πιστεύω ότι είναι πιο γόνιμο να δούμε στα γεγονότα αυτά την κρίση της διεκδίκησης. Τη γενικευμένη απονομιμοποίησή της. Έγινε ένα ακόμη βήμα. Ανάμεσα στη σύμβαση πρώτης πρόσληψης και τις συντάξεις, περάσαμε από ένα κίνημα που ‘κέρδισε’ την απόσυρση του νομοσχεδίου (κάτι που δεν είναι καθ’αυτό θετική διεκδίκηση) στην απόλυτη διεκδικητική αποτυχία του τωρινού κινήματος. […] Μέσα στην απαρχαίωση του προγραμματισμού και την κατάρρευση του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού (η δημοκρατία δεν είναι πια, και από τις δύο πλευρές, παρά μια αναφορά αρχής, κενή εναλλακτικού περιεχομένου, και μερικοί οπαδοί του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού χάνουν έτσι τις ιδεολογικές τους σημαδούρες), ο Μαρξ ο προγραμματικός τείνει να αντιστραφεί: δεν υπάρχει αντισυνδικαλιστικός αγώνας που να μην είναι και αντιπολιτικός. Η ταξική πάλη θα βρει το έδαφός της. […] Το σημαντικότερο είναι να κατανοήσουμε πώς τα όρια αυτά [τα συνδικαλιστικά] αποκτούν σήμερα άλλο χαρακτήρα με την αθέμιτη διεκδίκηση, το γεγονός ότι τα όρια αυτά γεννιούνται μέσα στη διαρκή αναδιάρθρωση της ταξικής αντίφασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Το σημαντικότερο είναι να δούμε ότι αυτό παράγει μια αντιοικονομική πάλη, άρα αναγκαστικά, σε μια δεδομένη διαμάχη, συγκρούσεις με τον συνδικαλισμό που είναι εξ ορισμού περιχαρακωμένος σε αυτό το έδαφος. […] Το δυναμικό περιεχόμενο του αντισυνδικαλισμού είναι το αντιοικονομικό. Ο συνδικαλισμός έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό του όταν η διεκδίκηση γίνεται αθέμιτη.
[…]Κάθε διεκδικητικός αγώνας ακολουθεί μια πορεία, και οι αρχικοί στόχοι, αφορμές ή κίνητρα, οι αρχικές αιτίες, εξελίσσονται καθ’ οδόν για να αντιμετωπίσουν την ολότητα του προβλήματος όπως τίθεται τώρα, όχι χτες ούτε αύριο. Αυτοί που αγωνίζονται μπορεί να αλλάξουν αντίληψη και θέση. Είναι λάθος να ισχυριζόμαστε ότι το ‘μοίρασμα του πλούτου’ αποτέλεσε πραγματικό στόχο αυτής της διαμάχης. Από την άποψη αυτή, συχνά κινηθήκαμε για λόγους αρχής, για να είμαστε μέσα, για να μην παραμείνουμε αδρανείς, όσο κι αν οι περισσότεροι αμφιβάλλαμε για το ενδεχόμενο θετικής έκβασης. Η κατάσταση τείνει στη γενίκευση ενός απελπισμένου αγώνα. Σε μια δεδομένη στιγμή, μπορούμε να ελπίσουμε και να σκεφτούμε ότι, μέσα σε μια κατάσταση κρίσης όπου το κεφάλαιο δεν μπορεί πια να αναπαράγει το προλεταριάτο, που είναι προϋπόθεση της ύπαρξής του, το προλεταριάτο, κατά ένα μεγάλο μέρος, δεν θα έχει πια διάθεση να επανέλθει στην προλεταριακή κατάσταση.
Μέση Ανατολή και Μαγκρέμπ: Η καταστολή και η εκμετάλλευση, τα δύο σπίρτα που άναψαν τη φωτιά της «λαϊκής εξέγερσης»
Αν στη Γαλλία η σοβαρότητα της κατάστασης εκφράζεται ως ένα ακόμη βήμα προς την εδραίωση της πλήρους απονομιμοποίησης της διεκδίκησης (κάτι που ίσως στο άμεσο μέλλον το δούμε να εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση στις ΗΠΑ) και της ολοένα και σαφέστερης περιθωριοποίησης της μεγάλης πλειοψηφίας της νεολαίας, στις εξεγέρσεις που είναι σε εξέλιξη στις αραβικές και αφρικανικές χώρες βρίσκεται ο ορισμός μιας νέας φάσης της κρίσης. Σίγουρα η κατάσταση δεν είναι ίδια σε όλα αυτά τα κράτη, το καθένα έχει τη δική του εσωτερική ταξική διάρθρωση, και διαφέρουν σε σημαντικά ζητήματα, όπως στην επιρροή της θρησκείας, στο ζήτημα του φύλου, στη θέση στην καπιταλιστική ιεραρχία των κρατών. Δεν μπορούμε όμως, να παραγνωρίσουμε κάποια στοιχεία που είναι κοινά και στην αντικειμενική κατάσταση και στη δραστηριότητα του προλεταριάτου και της ντόπιας μεσαίας τάξης (των μικροαστών και των ανώτερων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας) που προλεταριοποιείται ραγδαία. Το σημαντικό εδώ είναι να δούμε το κοινό στοιχείο ανάμεσα στα κράτη και όχι τις διαφορές, γιατί αυτή η αντικειμενική κοινότητα (που δεν μπορούμε παρά να τονίσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό φαίνεται και στη δραστηριότητα) ορίζει μια περιφέρεια του κεφαλαίου έξω από αυτές που προορίζονται να αποτελέσουν τη νέα περιφερειοποίηση του παγκόσμιου κεφαλαίου στην πολύ πιθανή περίπτωση εμβάθυνσης της κρίσης (αναφερόμαστε σ’ αυτό το θέμα στις πρώτες παραγράφους του κειμένου). Πέρα από τα προφανή και σημαντικά κοινά δομικά στοιχεία ανάμεσα στα κράτη αυτής της περιφέρειας (τη γλώσσα και σε μεγάλο βαθμό τη θρησκεία και την υποτέλεια στα κέντρα συσσώρευσης της Δύσης η οποία διασφαλίζονταν από απολυταρχικά καθεστώτα) υπάρχουν σημαντικά κοινά στοιχεία που αφορούν τη συγκυρία. Η οικονομική κατάσταση της Τυνησίας και της Αιγύπτου ακριβώς πριν την εξέγερση ήταν παρόμοιες, τηρουμένων των αναλογιών, με ποσοστά ανάπτυξης της τάξης του 5%, που συνδυάζονται με μεγάλη δομική ανεργία και επισφάλεια. Στη νεολαία, της οποίας το κοινωνικό βάρος είναι τεράστιο λόγω της δημογραφικής δομής, η επισφάλεια και η ανεργία αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις. Ειδικά στην Αίγυπτο, το προλεταριάτο είναι στη μεγάλη του πλειοψηφία πολύ φτωχό, με μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 2 χιλιάδες δολάρια το χρόνο, και πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού με «εισόδημα» 2 δολάρια την ημέρα. Η πορεία φτωχοποίησης και των μεσαίων τάξεων επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια ειδικά από το 2008 και μετά με την αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Η πορεία μετεξέλιξης από το κοινωνικό μοντέλο του νασσερισμού στον νεοφιλελευθερισμό, παρότι διαφέρει σε ένταση και ταχύτητα έχει ένα κοινό στοιχείο: την εντονότατη και συνεχώς εξελισσόμενη καταστολή που προώθησε και προστάτευσε το σπάσιμο του συμβολαίου μέχρι το 2011, αλλά από την άλλη πλευρά έδωσε στην εξέγερση τα αντικατασταλτικά της χαρακτηριστικά. Η ισοπεδωτική καταστολή στα κράτη αυτά έφτανε μέχρι και τα μεσαία στρώματα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δολοφονία του Khaled Said το καλοκαίρι του 2010[25] στην Αλεξάνδρεια, η οποία προκάλεσε διαδηλώσεις προοίμια της σημερινής κατάστασης. Η δολοφονία αυτή αποδείχθηκε σημαντική για την κινητοποίηση της νεολαίας της μεσαίας τάξης[26], επρόκειτο για τη σταγόνα που ξεχείλιζε το ποτήρι της υποτίμησης, της απόλυτης εξάρτησης από το κράτος και της έλλειψης μέλλοντος. Η σημασία του δημογραφικού ζητήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι σε όλες τις πολιτικές φράξιες (από τις αριστερές μέχρι τις ισλαμιστικές) υπάρχει μια οριζόντια διάσπαση ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη γενιά. Η καταστολή ως κοινωνική αναπαραγωγή, ως υποτίμηση της εργατικής δύναμης, αποτέλεσε ταυτόχρονα τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης αυτών των κρατών και το όριο αυτής της πολιτικής μορφής του κράτους: στις 17 Δεκεμβρίου του 2010 ο Mohamed Bouazizi άναψε το σπίρτο με το οποίο μαζί με τη φωτιά της αυτοκτονίας του, άναψε και τη φωτιά της εξέγερσης. Η αυτοπυρπόληση του ήταν η αρνητική πλευρά του σύγχρονου αδιεξόδου. Η αποβολή αξίας εργατικής δύναμης, η συνεχής υποτίμηση, η καταστροφή μεταβλητού κεφαλαίου που δεσπόζει μέχρι στιγμής στην κρίση, όρισαν το πλαίσιο της αυτοκτονίας του νεαρού Τυνήσιου χωρίς μέλλον. Ταυτόχρονα όμως η δραστικότητα αυτής της αυτοπυρπόλησης στην ταξική πάλη επιβεβαίωσε ότι βρισκόμαστε στη μεταβατική περίοδο αυτής της κρίσης, στην εποχή των ταραχών.
Πέρα από την εξάρτηση των μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων από το κράτος, η κατασταλτική διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού είχε φυσικά ως κύριο στόχο την υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Η επίθεση που δεχόταν η εργατική τάξη δεν έμεινε αναπάντητη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχε μια συμμετρία ανάμεσα στην ένταση της επίθεσης και στην όξυνση των διεκδικητικών απεργιών τα τελευταία χρόνια. Οι πιο σημαντικές απεργίες του κινήματος που άρχισε να αναπτύσσεται από το 2006 και μετά στην Αίγυπτο και την Τυνησία έλαβαν χώρα το 2008 στην Mahalla και την Gafsa αντίστοιχα. Τουλάχιστον 2 εκατομμύρια εργάτες συμμετείχαν στις απεργίες στην Αίγυπτο την τελευταία δεκαετία. Οι απεργίες αφορούσαν μισθολογικές διεκδικήσεις και τις χαρακτήριζε το γεγονός ότι συνέβαιναν σε τοπικό επίπεδο, καθώς οι εργάτες εμπιστεύονταν μόνο τις διαπροσωπικές τους σχέσεις σε ένα περιβάλλον που η πρώην σταλινική αριστερά είχε ενσωματωθεί στο καθεστώς Μουμπάρακ και τα συνδικάτα ήταν όργανα της κρατικής μαφίας. Η υλική σύνδεση ανάμεσα στην υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης και στην αφαίρεση του μέλλοντος από τη νέα γενιά των μεσαίων στρωμάτων εκφράζεται στο νεολαιίστικο «κίνημα της 6 Απρίλη»[27], το οποίο έπαιξε ρόλο στα γεγονότα της πλατείας Ταχρίρ.
Εκεί που συντονίζεται η καταστολή, με κρατικό ή/και θρησκευτικό μανδύα, και η υπερεκμετάλλευση, είναι στο ζήτημα του κοινωνικού φύλου. Η προσωρινή εγκατάσταση του ισλαμιστή Γκανούτσι στην πρωθυπουργία της Τυνησίας και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην γυναικεία πορεία της 8ης Μάρτη στην πλατεία Ταχρίρ, όπου προπηλακίστηκαν διαδηλώτριες από παριστάμενους άνδρες, δικαιώνουν τη δυσοίωνη έκφραση της ανησυχίας μιας παλιάς αγωνίστριας του φεμινιστικού κινήματος: «Η ιστορία μας έχει διδάξει πως οι επιτυχίες των λαϊκών εξεγέρσεων ακυρώνονται από τα απομεινάρια του παλαιού καθεστώτος και η πρώτη οπισθοχώρηση έχει να κάνει με τα δικαιώματα των γυναικών» (Al-Ahram Weekly, 26 Φεβρουαρίου 2011). Στην Τυνησία αρκετές γυναικείες οργανώσεις έκαναν πορεία στις 29 Ιανουαρίου, για να καταστήσουν σαφές ότι δεν πρόκειται να δεχθούν καμία υποτίμηση των γυναικών από τους ισλαμιστές ή «οποιονδήποτε άλλον». Η Sana Ben Achour, δήλωσε ότι δεν είχαν σκοπό να βγουν από μια δικτατορία για να μπουν σε μία νέα «άλλου τύπου». Οι γυναίκες αποτελούν το πλέον καταπιεζόμενο υποκείμενο από αυτά τα ταυτόχρονα ισλαμιστικά (λιγότερο ή περισσότερο) και νεοφιλελεύθερα αυταρχικά καθεστώτα. Η δραστηριότητα τους σαφώς αποτελεί ποιοτικό δείκτη της κοινωνικής αναταραχής, είτε αναφερόμαστε σε γυναίκες του κινήματος της 6ης Απρίλη στην πλατεία Ταχρίρ, είτε σε γυναίκες στη Βεγγάζη οι σχέσεις των οποίων σφυρηλατήθηκαν στο κίνημα διαμαρτυρίας για τη σφαγή στη φυλακή του Abou Salim[28]
Το σημαντικό στοιχείο που συμπυκνώνει τα παραπάνω είναι ότι η περιφέρεια αυτή φαίνεται να προορίζεται καθαρά για ληστρική εκμετάλλευση και κατασταλτική διαχείριση και οι εξεγερμένοι φαίνεται να έχουν πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος, η οποία όμως παράγει ένα ολόκληρο φάσμα πρακτικών και ιδεολογιών ανάλογα με την ταξική τους προέλευση, το φύλο, την ηλικία τους, αλλά και το κράτος στο οποίο ζουν.
Ψωμί, νερό και έξω ο Μπεν-Αλί…
«Ανάμεσα στους νεκρούς των πρόσφατων διαδηλώσεων δε βρίσκεται ούτε ένα γνωστό στέλεχος της αντιπολίτευσης, ούτε ένας γνωστός πολιτικός ακτιβιστής. Οι νεκροί είναι νέοι από τις φτωχογειτονιές, που μπήκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα» (Cécile Hennion, “Au Caire, une foule de manifestants de tous horizons en quête de port-parole,” Le Monde, 2 Φεβρουαρίου 2011)
«Ένα επαναστατικό κίνημα δεν εξαπλώνεται σαν κύμα που διαδίδεται αλλά μέσα από το συντονισμό. Ένα κίνημα που αναπτύσσεται σε ένα σημείο συντονίζεται με τις κοινωνικές εκρήξεις που παράγονται αλλού» – Jean-Marie Gleize
Σίγουρα η συμμετοχή στην εξέγερση είναι από μόνη της μια διαλυτική διαδικασία των προηγούμενα σημαντικών κοινωνικών δεσμών και θεσμών που ορίζουν τις σχέσεις μέσα στο κεφάλαιο. Πρόκειται για τον αυτομετασχηματισμό κάθε κατηγορίας ατόμου σε αγωνιζόμενο προλετάριο, μια προλεταριοποίηση απότομη και βίαιη καθώς η καθημερινότητα της εξέγερσης είναι μόνο δράση, αλληλεγγύη, άμεσες σχέσεις (ακόμη και οι προσωπικές συγκρούσεις τείνουν να γίνονται αδιαμεσολάβητες) και αντιπαραθέσεις με τις δυνάμεις καταστολής του κράτους. Αν αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική για να απαντήσει κανείς μια και καλή στην κρατική προπαγάνδα που μιλούσε για ένα καθαρά πολιτικό κίνημα[29], στο επίπεδο της ανάλυσης σημασία έχει να δούμε τις διαφορές ανάμεσα στις πρακτικές των εξεγερμένων, να προσπαθήσουμε να ανασχηματίσουμε διαλεκτικά την τεμαχισμένη πραγματικότητα των εξεγέρσεων, να βρούμε ποιά είναι η δύναμη και ταυτόχρονα όριο τους, δηλαδή πώς ορίζουν και πώς ορίζονται από αυτή τη μεταβατική φάση της κρίσης.
Η πιο σημαντική διαφοροποίηση μέσα στον πολυσυλλεκτικό λόγο και δράση των εξεγέρσεων ήταν η αντίφαση των ταραχών, των λεηλασιών[30], του σαμποτάζ, των επιθέσεων στις φυλακές και τα αστυνομικά τμήματα, με τη ρητορική περί δημοκρατίας, πολιτικών ελευθεριών, εκλογών κτλ. Ο δεύτερος πόλος αυτής της αντίφασης εκφράζει τη σχιζοφρένεια που συνοδεύει την ισοπεδωτική προλεταριοποίηση των μικροαστικών κατηγοριών και την αφαίρεση του μέλλοντος από το σύνολο σχεδόν της νέας γενιάς (επίσημα ποσοστά ανεργίας κοντά στο 60%). Διαβάζοντας τις προσωπικές μαρτυρίες των εξεγερμένων της Αιγύπτου όπου εμφανίστηκε αυτή η σχιζοειδής κατάσταση στο μέγιστο βαθμό, διαπιστώνουμε, με έκπληξη σχεδόν, ότι οι μορφωμένοι άνεργοι ή κακοπληρωμένοι σε βαθμό πείνας εργαζόμενοι νέοι δεν αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση τους αποτελεί μια εικόνα του μέλλοντος των αντίστοιχων ευρωπαίων και αμερικανών. Ενώ είναι σε θέση να αντιληφθούν το κεφάλαιο ως κάτι εντελώς ξένο προς αυτούς (εδώ εντάσσεται η συνεχής αναφορά στη διαφθορά και στην κλεπτοκρατία) δεν είναι ακόμη σε θέση να αντιληφθούν ότι μέσα στο καθοδικό σπιράλ που βρίσκεται πιασμένη η ιστορική πορεία του καπιταλισμού παράγονται και οι ίδιοι ως ξένοι για το κεφάλαιο. Η δίψα των μεσαίων στρωμάτων (που στην Ελλάδα αναλογικά μάλλον θα θεωρούνταν φτωχοί) για δημοκρατία είναι στην πραγματικότητα μια δίψα για δικαιοσύνη, δηλαδή για αξιοκρατία. Απαιτούν να ανταμειφθούν οι κόποι τους και να χρησιμοποιηθούν για αυτό για το οποίο μορφώθηκαν, τη συνέχιση του καπιταλισμού. Απαιτούν από το κεφάλαιο που τους παρήγαγε να βρει τον τρόπο να τους ενσωματώσει στην παραγωγική του διαδικασία, απαιτούν αυτό το διάστημα ευημερίας που επιφύλαξε ο νεοφιλελευθερισμός για τους αντίστοιχους με αυτούς ευρωπαίους και αμερικάνους. Το κομμάτι αυτό δε θα είναι με τίποτα λιγότερο ευχαριστημένο. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ένα μέρος του ριζοσπαστικοποιείται ταχύτατα για τα δικά του μέτρα, αλλά και από το γεγονός ότι η αμφισβήτηση της παρούσας διάρθρωσης εκφράζεται και με τη γλώσσα του έθνους (και όχι της θρησκείας[31]), δηλαδή τη γλώσσα της αμφισβήτησης της παγκοσμιοποίησης, της αμφισβήτησης του διεθνούς κυκλώματος το οποίο πλέον δε θεωρούν αξιόπιστο συνομιλητή τους από την καπιταλιστική τάξη. Αυτό όμως το κομμάτι των εξεγερμένων λογαριάζει χωρίς τους ξενοδόχους: από τη μια πλευρά την καπιταλιστική τάξη που τους σπρώχνει ολοένα και πιο βίαια στον καιάδα του πλεονάζοντος πληθυσμού και από την άλλη τον ίδιο τον πλεονάζοντα πληθυσμό, μέρος του οποίου, αντί να ζητάει δημοκρατία και δικαιοσύνη προβαίνει σε βιαιότητες και «αντιπαραγωγικές» καταστροφές και λεηλασίες[32]. Η παρουσία των μικροαστών και των μεσαίων στρωμάτων στις ταραχές, η άμεση αντιπαράθεση τους με τις δυνάμεις καταστολής, τους διαλύει ως μεσαία κοινωνική κατηγορία, τους προλεταριοποιεί βίαια, τους διαλύει μέσα στο προλεταριάτο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παύουν να αρθρώνουν την ιδεολογία τους. Η διάλυση αυτή αντίθετα παράγει τη δημοκρατικοποίηση του κινήματος: μια προκήρυξη που μοιράστηκε από τους εργάτες της βιομηχανίας ατσαλιού και σιδήρου περιείχε μεταξύ των αιτημάτων την «άμεση παραίτηση του προέδρου και όλων των συμβόλων του καθεστώτος, την διάλυση της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας που ήταν τσιράκι ‘του Μουμπάρακ’ και την άμεση δημιουργία μέσα από γενικές συνελεύσεις του δικού τους ανεξάρτητου συνδικάτου, χωρίς καμιά άδεια ή συμφωνία του καθεστώτος το οποίο έχει πέσει και έχει χάσει κάθε νομιμοποίηση, τη δήμευση όλων των κρατικών εταιριών που είχαν ιδιωτικοποιηθεί και την επανεθνικοποίηση τους, τη δημιουργία μιας νέας διοίκησης αυτών των εταιριών που θα αποτελείται από εργάτες και τεχνικούς και θα λογοδοτεί μόνο στο λαό, τη δημιουργία εργατικών επιτροπών διαχείρισης της παραγωγής, καθορισμού των τιμών και των μισθών και μια γενική συνέλευση όλων των κομματιών και πολιτικών τάσεων του λαού η οποία θα ήταν συντακτική συνέλευση και θα εξέλεγε αληθινά λαϊκές επιτροπές ανεξάρτητα από το τι θέλει το καθεστώς».
Από την άλλη πλευρά η αντικειμενική ενότητα της ζώνης στην οποία ανήκουν και η συνύπαρξη τους με τις μεσαίες κοινωνικές κατηγορίες διαλύει και το επισφαλές και το αποκλεισμένο προλεταριάτο μέσα στο πλήθος των ταραχών. Σίγουρα δεν ήταν μόνο φιλόδοξοι επιστήμονες αυτοί που κρατούσαν αιγυπτιακές και τυνησιακές σημαίες και σίγουρα δεν αγκάλιασαν τους στρατιώτες (ενώ κάποιοι από αυτούς μέχρι πρότινος συλλάμβαναν και βασάνιζαν) στην Αίγυπτο και την Υεμένη μόνο οι μικροαστοί. Η πλατεία Ταχρίρ ήταν ένα τελεσίγραφο κοινωνικών κομματιών των οποίων η δύναμη είχε ωριμάσει την τελευταία δεκαετία. Επρόκειτο για ένα τελεσίγραφο αυτοκτονίας: ή θα άλλαζε το πολιτικό σκηνικό προς έναν πιο ελεύθερο και δημοκρατικό καπιταλισμό ή θα γινόταν ένα μακελειό κατά βάση άοπλων διαδηλωτών, προερχόμενων από όλες τις κοινωνικές κατηγορίες που ασφυκτιούν υπό την παρούσα διάρθρωση, δηλαδή ένα μακελειό που θα αφορούσε την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η διάσταση ανάμεσα στις πρακτικές της κατάληψης μιας πλατείας από τη μία πλευρά και της καταστροφικής επίθεσης από την άλλη, δεν έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει την ταξική δράση ως τέτοια. Δεν τέθηκε σε εφαρμογή κανένα μέτρο αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας και της αξίας το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει την απαραίτητη ρήξη που θα βαθύνει τη σύγκρουση και θα αμφισβητήσει πραγματικά το ενδεχόμενο της πρόσκαιρης πολιτικής διευθέτησης.
Ευτυχώς δε συμμετείχε μαζικά στην εξέγερση το προλεταριάτο από την ashwa’iyyat[33] γιατί δεν ξέρουμε τί θα είχε συμβεί…
Από συνέντευξη αριστερού κοινωνιολόγου στο περιοδικό New Left Review
Το σύγχρονο κατακερματισμένο επισφαλές και άνεργο προλεταριάτο έκανε διακριτή την παρουσία του (όπως και το Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα) μέσω της πλήρους απουσίας αιτημάτων και διαμεσολαβήσεων στον τρόπο που οργανώνονταν οι εξεγερμένοι (εκτός της Λιβύης για την οποία είναι νωρίς να μιλήσουμε ακόμη) αλλά τελικά έγινε ώσμωση με το δημοκρατικό κομμάτι του κινήματος στη βάση ακριβώς της προλεταριακής, ταξικής, «προγραμματικής» πραγματικότητας και ιδεολογίας[34]. Η διαλεκτική ανάμεσα στα κομμάτια του κινήματος αυτού δεν οδήγησε στη ρήξη και το ξεπέρασμα αυτού του διπόλου αλλά στην πρόσκαιρη και επισφαλή θεμελίωση του, ορίζοντας έτσι τη μεταβατική φάση της παρούσας κρίσης. Εξάλλου, όσο το προλεταριάτο παραμένει τέτοιο, στην εξέλιξη κάθε αγώνα του θα θέτει πάντα το ζήτημα της συνέχισης της προλεταριακής αναπαραγωγής, της συνέχισης της προλεταριακής ύπαρξης. Η πιο αντιφατική και σημαντική εξέλιξη των γεγονότων στην Αίγυπτο ήταν η εμφάνιση των εργαζόμενων ως ενοποιημένο υποκείμενο μέσω των συνδικάτων[35]. Μόνο όταν η εργατική τάξη απευθύνθηκε σε ένα υποτιθέμενα ουδέτερο κράτος που εκπροσωπούσε ο στρατός, μόνο τότε η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της απομάκρυνσης του Μουμπάρακ, και της νίκης της εξέγερσης άρα αναγκαστικά της επιβολής της αντεπανάστασης που έφερε μέσα της. Και στην Αίγυπτο και στην Τυνησία η «δημοκρατία» θριάμβευσε ακριβώς πριν το ραντεβού με το μεγάλο μακελειό. Ω του θαύματος, η δημοκρατία που επδίωκε το κίνημα που έριξε Μουμπάρακ και Μπεν Αλί είχε τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αίγυπτο, και νέας κυβέρνηση με στελέχη του Μπεν Αλί αρχικά στην Τυνησία.
Ο ορισμός λοιπόν του εξεγερσιακού κινήματος (δηλαδή το όριο του) που σάρωσε όλα αυτά τα κράτη της ζώνης του κεφαλαίου που είναι έξω από το παιχνίδι των «μεγάλων», ήταν η ίδια η μαζικότητα και συνεπώς η διαταξική σύνθεση του. Η συνύπαρξη των διαφορετικών κατηγοριών δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως «η εργατική τάξη που αγωνίζεται» και τα μεσαία στρώματα ως εξωτερικός κολαούζος του κινήματος. Αντίθετα, η συμμετοχή αυτών των κοινωνικών κατηγοριών και η διάλυση τους μέσα στο κίνημα υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του. Αυτή η εξέλιξη ανοίγει ένα σημαντικό θεωρητικό ζήτημα σχετικά με τη διαλεκτική που παράγεται ανάμεσα στον πλεονάζοντα πληθυσμό και το υπόλοιπο προλεταριάτο και τα μικροαστικά στρώματα που προλεταριοποιούνται ραγδαία. Η συνύπαρξη των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών δεν υπήρξε ιδιαίτερα συγκρουσιακή καθώς δεν ήταν δυνατό να τεθεί θέμα κομμουνιστικών μέτρων, δηλαδή αμφισβήτησης στην πράξη κάθε οράματος των μεσαίων στρωμάτων για συνέχιση του καπιταλισμού, έστω και με δικά τους έξοδα. Η ταξική πολυσυλλεκτικότητα του κινήματος αποτέλεσε τη δύναμη και το όριο του. Του έδωσε την αρχική του ορμή για να κάνει την τιτάνια ενέργεια να αμφισβητήσει πολύ σκληρές δικτατορίες δεκαετιών, αλλά ταυτόχρονα έδωσε το δικαίωμα στο Κράτος (με Κ, το κράτος ως τον πιο σημαντικό θεσμό αναπαραγωγής του κεφαλαίου)[36] να υπερυψωθεί πάνω από τη συγκεκριμένη μορφή που είχε λάβει, να την καταγγείλει, να πάει με τη μεριά των εξεγερμένων και να υλοποιήσει την αντεπανάσταση που έφερε μέσα της η εξέγερση τους. Το Κράτος οφείλει να διαφυλάσσεται εκτός της πάλης των τάξεων προκειμένου να παραμένει το Κράτος της τάξης των καπιταλιστών. Οι εξεγερμένοι του έδωσαν αυτή τη δυνατότητα με τη δραστηριότητα που προέκυψε από τη σύνθεση τους, καθώς δε δημιουργήθηκε η απαιτούμενη εσωτερική απόσταση ανάμεσα στις πρακτικές τους που θα αμφισβητούσε τη δυνατότητα του Κράτους να παίξει το διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Οι ακροβασίες των δημοκρατικών δικτατοριών που πλασάρονται ως λύσεις και τα διαφημιστικά δημοψηφίσματα δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να δηλώνουν ότι βρισκόμαστε στη μετάβαση. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει το πρακτορείο Ρόιτερς: «Η Αίγυπτος εγκυμονεί μια νέα δυναμική. Θα μπορούσε να γίνει μαγνήτης για τους επενδυτές καθώς η εργατική δύναμη και η γη είναι φθηνές…». Με άλλα λόγια ο πολιτικός ελιγμός είναι μεν απαραίτητος για την αποκατάσταση της τάξης αλλά αυτό που μετράει είναι η συνέχιση της απαξίωσης της εργατικής δύναμης. Η ταξική πάλη όμως έχει την ιδιαιτερότητα να λειτουργεί σαν αλυσιδωτή αντίδραση, συνεπώς να αποτελεί η ίδια αιτία για την αναπαραγωγή της. Η ενέργεια που εκλύθηκε από την εξέγερση και την αμφισβήτηση των καθεστώτων ήταν τόση πολλή που άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι η έκκληση για δημοκρατία εμπεριέχει ως κυριότερο συστατικό της τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην απεργία. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες, στην Αίγυπτο ενδυναμώθηκε το δίκτυο ανεξάρτητων συνδικάτων, το οποίο ενεργοποιείται συνεχώς και προκαλεί μπλοκαρίσματα στην παραγωγική διαδικασία. Επίσης, βίαια περιστατικά στην καθημερινότητα[37] αναδεικνύουν ότι οι κοινωνικές σχέσεις έχουν υποστεί σημαντική διαταραχή, οι κοινωνικοί ρόλοι έχουν αμφισβητηθεί. Στις 23 Μαρτίου 2011 η νέα (ευλογημένη κατ’ αρχήν από την εξέγερση) αιγυπτιακή χούντα ψήφισε νόμο που ποινικοποιεί τις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις και στις 9 Απριλίου, την επέτειο δύο μηνών από την πτώση του Μουμπάρακ, τον εφάρμοσε: δολοφόνησε 6 διαδηλωτές και τραυμάτισε εκατοντάδες, πάνω στην πλατεία Ταχρίρ. Το υπουργείο δικαιοσύνης της χούντας εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καθησυχάζει το προλεταριάτο που ζει στην Αίγυπτο ότι έχει κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρεται αρκεί «να μην παρακωλύει την παραγωγική διαδικασία και να μην προκαλεί χάος». Η αντεπανάσταση που φέρει μέσα της η εξέγερση στις αραβικές και αφρικανικές χώρες δεν προωθείται μόνο από το κράτος. Διαβάζουμε στο άρθρο του K. Anderson για τις εξελίξεις στην Τυνησία: «Νέοι και νέες από όλη τη χώρα συνεχίζουν να μαζεύονται ανά κάποια χρονικά διαστήματα στην πλατεία Kasbah για να πιέσουν τη μεταβατική κυβέρνηση. Στις αρχές Μαρτίου, μετά από συγκρούσεις με την αστυνομία, κατόρθωσαν να εξαναγκάσουν σε παραίτηση ακόμη περισσότερους πολιτικούς της παλιάς φρουράς. Μέρος αυτών των προσπαθειών αποτελεί η δημιουργία της Ύπατης Αρμοστείας για τη Διασφάλιση της Επανάστασης η οποία περιλαμβάνει και συνδικαλιστές και μαρξιστές». Σε άρθρο του P. Anderson στο New Left Review βρίσκουμε τη συμπύκνωση αυτής της αντεπανάστασης εκφρασμένη σε μια γλώσσα πιο οικεία στο προλεταριάτο από τη σκληρή γλώσσα της κρατικής καταστολής: «Ο στρατηγικός στόχος της αριστεράς στον αραβικό κόσμο πρέπει να είναι η σύγκλιση των εξεγέρσεων προς τη μάχη για πολιτικές ελευθερίες οι οποίες θα αφήσουν τις κοινωνικές πιέσεις να εκφραστούν με τον καλύτερο δυνατό συλλογικό τρόπο. Αυτό σημαίνει: να καταργηθούν οι νόμοι έκτακτης ανάγκης, να διαλυθούν τα κυβερνώντα κόμματα ή να εκθρονιστούν οι κυρίαρχες οικογένειες, να ξεκαθαριστεί ο κρατικός μηχανισμός από τα όρνεα του παλιού καθεστώτος και να βρεθούν υπόλογοι οι πρώην αρχηγοί κρατών απέναντι στη δικαιοσύνη».
Αν συμπεριλάβουμε και το θέμα της περιφερειοποίησης και της λυσσαλέας ενδοκαπιταλιστικής σύγκρουσης που αυτή φέρει μέσα της, βλέπουμε ότι όλα αυτά έχουν πολύ κοντά πόδια και προετοιμάζουν το νέο αδιέξοδο. Η Λιβύη και η Συρία (δυο κράτη στα οποία η φυλετική αντίφαση παίζει καθοριστικό ρόλο και στην ταξική διάρθρωση) ίσως είναι απλώς ο πρόλογος όσων πολύ αιματηρών πρόκειται να ακολουθήσουν και σε επίπεδο ταξικής πάλης και σε επίπεδο εσωτερικών ανταγωνισμών του κεφαλαίου. Οι πρόσφατοι αγώνες εκφράζουν ακόμη πιο έντονα τις δύο βασικές όψεις της διαδικασίας που παράγει την επανάσταση της σύγχρονης περιόδου: την απονομιμοποίηση της διεκδίκησης, δηλαδή τη μετατροπή της σε συστατικό της αναπαραγωγής των τάξεων που τείνει να περιθωριοποιείται και να καταστέλλεται, και την εσωτερική απόσταση που παράγεται ανάμεσα στις προλεταριακές πρακτικές κατά την κίνηση του ταξικού αγώνα. Η εξέλιξη αυτή παράγεται πλέον σε όλες τις ζώνες του κεφαλαίου με την τροπικότητα που επιβάλλει η αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, η οικονομία, σε κάθε μία από αυτές. Μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι μπαίνουμε σε μια εποχή ταραχών, μεταβατική αλλά εξαιρετικά βίαιη, η οποία θα οριοθετήσει την κρίση αναπαραγωγής του προλεταριάτου, άρα και του καπιταλισμού ως σημαντικό διαρθρωτικό στοιχείο της επόμενης περιόδου. Με την έννοια ταραχές εννοούμε κινηματικές διεκδικητικές ή μη διαδικασίες με ιδιαίτερα βίαιη μορφή που μετατρέπουν τα αστικά περιβάλλοντα σε πεδία ταραχών χαμηλής ή μεγαλύτερης έντασης (οι ταραχές δεν είναι επανάσταση, ακόμη και οι εξεγέρσεις δεν είναι επανάσταση, παρότι μπορούν να αποτελέσουν το ξεκίνημα μιας επανάστασης). Η εσωτερική απόσταση ανάμεσα στις προλεταριακές πρακτικές εντείνει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις και δημιουργεί μια αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία εντεινόμενων συγκρούσεων οι οποίες συμπεριλαμβάνουν ολοένα και περισσότερες κατηγορίες της εργατικής τάξης, και αύξηση της καταστολής. Η ιδιαιτερότητα αυτής της «εποχής» έγκειται στο ότι η δυναμική των αγώνων δεν μπορεί να παράξει σχετικά ευσταθή αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, οι αγώνες των προλετάριων ως τάξης που διεκδικεί μια αξιοπρεπέστερη ύπαρξη, αναπόφευκτα αναπαράγουν την αντίπαλη τάξη και τη δική τους ταξική ύπαρξη σαν τάξης των προλετάριων. Το όριο των αγώνων, σήμερα πια, είναι ακριβώς το γεγονός ότι είναι ταξικοί αγώνες. Από την άλλη πλευρά, η δραστηριότητα από την οποία παράγεται η ταξική φύση των αγώνων σαν όριο δεν παύει να είναι ταξική δραστηριότητα, στην αρχική της τουλάχιστον φάση. Το όριο των αγώνων είναι ακριβώς το γεγονός ότι παραμένουν ταξικοί αγώνες, ενώ η μόνη εγγύηση της υπέρβασής τους είναι η έμπρακτη επίθεση στο κεφάλαιο, η οποία ταυτόσημα είναι επίθεση στην ίδια την ταξική ύπαρξη των προλετάριων.
Ακόμη και αν η κρίση δεν εμφανιστεί πολύ σύντομα και πάλι ως παγκόσμια, όπως εμφανίστηκε το 2008, οι τοπικές κρίσεις που έχουν την ένταση των τοπικών κρίσεων στα κράτη των εξεγέρσεων, στην Ιαπωνία[38], στην Ευρωζώνη ως κρίση χρέους, θα ορίζουν διαφορετικά την παγκοσμιότητα ως χαοτική σύνθεση των τοπικοτήτων. Είτε αναφερόμαστε στη Γαλλία, είτε στις εξεγερμένες χώρες λίγο πιο νότια, είτε αναφερόμαστε στις ΗΠΑ είτε στην Κίνα, διαπιστώνουμε ότι οι εγγενείς τάσεις αυτής της φάσης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού εξελίσσονται ταχύτατα και με τεράστια ορμή. Όλες οι δυνάμεις συγκλίνουν στην κοινή συνισταμένη της απαξίωσης της εργατικής δύναμης και της μετατροπής ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της σε δομικά πλεονάζοντα πληθυσμό. Ενδεχόμενη επιτυχία αυτής της φάσης της αναδιάρθρωσης, που δε σημαίνει τίποτε άλλο από μερική τουλάχιστον αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους, σε οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζεται αυτό, δε σημαίνει ότι θα περάσουμε σε ένα νέο κύκλο συσσώρευσης. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο αν άλλαζε η διάρθρωση της ταξικής σχέσης. Οι εκπρόσωποι του ΧΟΚ, που απολαμβάνουν τα οφέλη μιας μη παραγωγικής συγκράτησης της απαξίωσης του μέσω της καταστολής ή αυτοί που εμφανίζονται (και σε κάποιες περιπτώσεις είναι) σαν πολέμιοι τους και υπερασπίζονται μια άλλη Κεϋνσιανή μορφή του κεφαλαίου, ανήκουν σε τελική ανάλυση στο ίδιο στρατόπεδο όσο κι αν ενταθεί η μεταξύ τους σύγκρουση. Η εξέλιξη αυτής της μεταβατικής φάσης φαίνεται ότι θα σταματήσει την παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που την ξέρουμε μέχρι σήμερα, σε μια προσπάθεια αναβολής της αναμέτρησης του ίδιου του καπιταλισμού με τον πυρήνα του, το νόμο της αξίας.
Την ίδια στιγμή όμως είμαστε υποχρεωμένοι να θυμόμαστε ότι το κεφάλαιο είναι από κάθε άποψη αντίφαση εν κινήσει: ενώ κατατεμαχίζει πλήρως το προλεταριάτο με τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης και με την οργάνωση της καταστολής, δημιουργεί ταυτόχρονα μια ισχυρή βάση ενότητας πάνω στην αντικειμενικότητα του. Ωθεί κάθε προλεταριακή κατηγορία, από τη δική της σκοπιά την κάθε μία, σε μια κοινή διαπίστωση: ότι μια τόσο ριζική έλλειψη μέλλοντος συνεπάγεται και ένα αδυσώπητο ροκάνισμα του παρόντος. Η συνειδητοποίηση αυτή δημιουργεί την ιδεολογία της εποχής μας, αυτής του αγωνιζόμενου υποκειμένου το οποίο δεν χρησιμοποιεί τις ιδεολογικές σημάνσεις της παλιάς ταξικής ενότητας καθώς δεν έχει καμία ύπαρξη έξω από το κεφάλαιο και ταυτόχρονα δεν έχει μέλλον μέσα στο κεφάλαιο. Η εξέλιξη αυτής της αντίφασης με τη μορφή της εσωτερικής απόστασης των πρακτικών, η οποία μοιραία θα αποκτήσει συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, θα δείξει αν και πώς θα παραχθεί αυτή η έλλειψη μέλλοντος, όχι σαν αντικειμενική κίνηση του κεφαλαίου, αλλά σαν δραστηριότητα του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο, δηλαδή ενάντια στον εαυτό του ως προλεταριάτο, δηλαδή σαν συνεχής αυτομετασχηματισμός του μέσω των κομμουνιστικών μέτρων που θα λαμβάνει καθώς θα εξελίσσεται μέσα στην επανάσταση σε υπό κατάργηση υποκείμενο.
_____________________________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Για την έννοια «δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης»
Η έννοια «δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης» χτίζεται πάνω σε τρεις βασικές ιδέες. Πρώτον, ότι η αντεπίθεση του κεφαλαίου που ακολούθησε το τέλος του κύκλου αγώνων του φορντισμού, ήταν η αναδιάρθρωση που μετέτρεψε τον καπιταλισμό από Κευνσιανισμό/ φορντισμό σε παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό νεοφιλελευθερισμό. Δεύτερον, ότι αυτή η αναδιάρθρωση σήμανε την έναρξη μιας νέας φάσης της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, της οποίας πολύ σημαντικά στοιχεία είναι η διάλυση της εργατικής ταυτότητας και η συνεχής υπονόμευση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, ως τάξης που βασίζεται στον άμεσο και έμμεσο μισθό για να αναπαράγεται. Τρίτον, η βασική ιδιότητα αυτής της αναδιάρθρωσης, η οποία εγκαθίδρυσε μια δυναμική που υπονομεύει διαρκώς κάθε εσωτερική συνοχή της εργατικής τάξης, είναι ότι πρόκειται για διαδικασία που συνεχώς ανανεώνει την ίδια της τη δυναμική. Η αναδιάρθρωση έγινε μεν, εγκαθιδρύθηκε ένα νέο μοντέλο συσσώρευσης, αλλά, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, συντηρείται ως δυναμική και εντείνεται δια μέσου των εσωτερικών κρίσεων της περιόδου.
Είναι φανερό από τις διατυπώσεις αυτές ότι υπάρχει μια δυσπραγία στην προσπάθεια εσωτερικής περιοδολόγησης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, που μας επιβάλλει η παρούσα κρίση να επιχειρήσουμε. Η δυσκολία αυτή έχει να κάνει με μια ιστορική καινοτομία του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού. Πρόκειται για την «διπλή τάση για αποσύνδεση» (αποσύνδεση της συσσώρευσης του κεφαλαίου από την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, αποσύνδεση του εισοδήματος και της κατανάλωσης από τον μισθό, σύμφωνα με την ορολογία της Théorie Communiste). Πρόκειται, με δυο λόγια, για το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία, έχουμε το εξής παράδοξο: ενώ κάθε αναδιάρθρωση, σαν αντεπανάσταση, είναι αναγκαστικά επίθεση στην αξία της εργατικής δύναμης, η αναδιάρθρωση που έγινε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ενσωμάτωσε αυτή την επίθεση σαν μόνιμο, αναγκαίο, διαρθρωτικό χαρακτηριστικό του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού. Στη σημερινή κρίση έχουμε το δεδομένο ότι η επίθεση αυτή ήταν ήδη διαρθρωτικά ενσωματωμένη στην προ της κρίσης κατάσταση.
Πέρα από την ίδια την τρέχουσα κρίση, η προσπάθεια αντιμετώπισής της θέτει αυτομάτως σε αμφισβήτηση την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης και, ειδικότερα, του προλεταριάτου. Γιατί ειδικότερα του προλεταριάτου; Επειδή ο καπιταλισμός είναι πράγματι παγκοσμιοποιημένος και κάθε εθνικό ή περιφερειακό προλεταριάτο αντιμετωπίζεται με αφηρημένο τρόπο, σαν μέρος του συνολικού παγκόσμιου προλεταριάτου, απολύτως εναλλάξιμο με οποιοδήποτε άλλο μέρος του. Αυτή η αντιμετώπιση οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο: Από τη μία πλευρά στην εμβάθυνση της ιεραρχίας λόγω της μεγαλύτερης υποτίμησης του προλεταριάτου στα κράτη που βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις της καπιταλιστικής ιεραρχίας, και από την άλλη πλευρά στην υποτίμηση του προλεταριάτου στα κράτη της δεύτερης, περισσότερο, αλλά και της πρώτης ζώνης στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού που μέσα στο νεοφιλελευθερισμό μεταφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε ανταγωνισμό για τη χαμηλότερη τιμή εργατικής δύναμης.
Η επιχειρούμενη απάντηση του κεφαλαίου από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα μοιάζει με “φυγή προς τα εμπρός”. Πρόκειται για εσωτερική του κύκλου συσσώρευσης “αναδιάρθρωση”, ή καλύτερα διατυπωμένο, για τη δεύτερη φάση της ίδιας της αναδιάρθρωσης η οποία από τη φύση της πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται πάνω στις θεμελιακές της κατευθύνσεις. Η δεύτερη αυτή φάση της αναδιάρθρωσης, λογικά, θα πάρει και γεωπολιτικά χαρακτηριστικά. Όσο πλησιάζουμε στην παραγωγή της επανάστασης αυτού του κύκλου αγώνων θα απαιτούνται τέτοιου τύπου «εσωτερικές αναδιαρθρώσεις», τα χρονικά διαστήματα μεταξύ τους μικραίνουν καθώς ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει και η ιστορικά παραγωγική διαδικασία επιταχύνεται.
Τα σημερινά μέτρα, παρότι είναι προς την ίδια κατεύθυνση, δεν έχουν την ίδια ιστορική σημασία με αυτά που εφαρμόστηκαν την περίοδο κατά την οποία σαρώθηκαν οι διευθετήσεις του παλιότερου μοντέλου συσσώρευσης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η «πρώτη φάση» της αναδιάρθρωσης (που μόνο σήμερα μέσα στην κρίση και με την ύπαρξη των νέων μέτρων μπορεί να ονομαστεί έτσι) αποτελούσε αλλαγή του καθεστώτος συσσώρευσης, η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης αποτελεί προσπάθεια συνέχειας, προσπάθεια αντιμετώπισης μιας εσωτερικής του κύκλου συσσώρευσης κρίσης, τόσο σοβαρής ώστε να παράγεται η σημερινή κατάσταση. Η συνέχιση της επίθεσης στην αξία της εργατικής δύναμης, η υπονόμευση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης είναι πια ενσωματωμένη στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Από εκεί πηγάζει η έννοια «δεύτερη φάση» που δεν είναι νέα αναδιάρθρωση αλλά που εκφράζει το γεγονός ότι η «πρώτη φάση» της αναδιάρθρωσης αποτέλεσε την έναρξη μιας ιστορικής περιόδου παραγωγή της οποίας θα είναι η επανάσταση ως κομμουνιστικοποίηση. Αυτή η προβληματική ανοίγει το ακόμη δυσκολότερο και σημαντικότερο ζήτημα της έννοιας της συγκυρίας με το οποίο θα ασχοληθούμε στο άμεσο μέλλον.
[1] Πρόκειται για κρίση του μισθού – της αποκρυστάλλωσης της σχέσης μέσα από την οποία ο στερημένος από μέσα εργασίας προλετάριος μπορεί να επιζήσει μόνο πουλώντας την εργατική του δύναμη. Η εργατική δύναμη κοστολογείται πλέον μόνο ως έξοδο και δε λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας ανάπτυξης του κεφαλαίου, μέσω, για παράδειγμα, της διεύρυνσης της αγοράς. Στον ολοένα και πιο διεθνοποιημένο καπιταλισμό, το κάθε εθνικό ή περιφερειακό προλεταριάτο τείνει να αντιμετωπίζεται με αφηρημένο τρόπο, σαν μέρος του συνολικού παγκόσμιου προλεταριάτου, απολύτως εναλλάξιμο με οποιοδήποτε άλλο μέρος του. Το κεφάλαιο τείνει να συμπιέζει την τιμή της εργατικής δύναμης, τάση η οποία οδηγεί αντικειμενικά, αν και όχι άμεσα, στην ομογενοποίηση της τιμής αυτής διεθνώς. Η παραγωγικότητα τείνει να αποσυνδεθεί πλήρως από το μισθό και η αξιοποίηση του κεφαλαίου τείνει να αποσυνδεθεί από την αναπαραγωγή του προλεταριάτου, ενώ μέσω της εμβάθυνσης της πραγματικής υπαγωγής το κεφάλαιο έχει γίνει ο μοναδικός ορίζοντας αυτής της αναπαραγωγής. Από αυτή την αντίφαση παράγεται η αναγκαιότητα της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης για το κεφάλαιο και το όριο των σύγχρονων ταξικών αγώνων ( Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου, Blaumachen 4).
[2] Για την έννοια του κύκλου συσσώρευσης δες στο κείμενο αυτού του τεύχους «Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου: η αντίφαση που ορίζει λογικά και ιστορικά το κεφάλαιο».
[3] Σημαντική καινοτομία που επέφερε η αναδιάρθρωση και η απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου ήταν η κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα σε τράπεζες καταθέσεων και τράπεζες επενδύσεων, κάτι που σήμαινε στην πράξη πως όλες οι τράπεζες μπορούσαν να απαλλαγούν από τους περιορισμούς των τραπεζών καταθέσεων και να λειτουργούν σε πολύ μεγάλο βαθμό σαν τράπεζες επενδύσεων. Η αλλαγή αυτή αρχικά υποβοήθησε τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν και τα παράγωγα, μια μορφή ΧΟΚ η οποία ήταν απαραίτητη για τις διατραπεζικές συναλλαγές. Ένα μέρος της παραγόμενης υπεραξίας «επενδυόταν» σε αυτές τις μορφές καθ´ όλη την περίοδο, κάτι όμως που ήταν απολύτως αναγκαίο στη νέα διάρθρωση και όχι αποτέλεσμα «απληστίας», όπως προσπαθούν να μας πείσουν όλοι αυτοί που παλεύουν να βρουν κάποιον ένοχο για να αθωώσουν το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση.
[4] Για περισσότερα σχετικά με το μηχανισμό παραγωγής της κρίσης δες το κείμενο αυτού του τεύχους «Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου: η αντίφαση που ορίζει λογικά και ιστορικά το κεφάλαιο».
[5] Στις ΗΠΑ εφαρμόζονται πλέον δρακόντεια μέτρα περικοπών σε μια προσπάθεια να διασωθεί το ΧΟΚ που δημιουργήθηκε με τύπωμα χρήματος, τα λεγόμενα quantitative easing (QE1 και QE2) και υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 15 τρις δολαρίων. Σε περίπτωση που «οτιδήποτε δεν πάει καλά» και η κρίση χρέους των ΗΠΑ μετατραπεί σε πραγματική κρίση εμπιστοσύνης στο δολάριο, τότε περίπου 20 τρις δολάρια αναμένεται να εξαφανισθούν με αποτέλεσμα κάθε οικονομική οντότητα που είναι δομικά δεμένη στο δολάριο να υποστεί ένα τεράστιο σοκ. Λόγω της δομής του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού η απαξίωση σταθερού κεφαλαίου που θα προκύψει από την απαξίωση του ΧΟΚ θα είναι εντονότατη στην Κίνα με τις συνέπειες που κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
[6] Ο μηχανισμός της κρίσης αναλύεται περισσότερο στο κείμενο «Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου: η αντίφαση που ορίζει λογικά και ιστορικά το κεφάλαιο», στο κεφάλαιο «Η σύγχρονη κρίση».
[7] Η αναδιάρθρωση αυτού του κύκλου συντελέστηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 αλλά η δυναμική της συνεχίζεται και οξύνεται μέσα στην κρίση. Αυτή την όξυνση, ως προσπάθεια συνέχισης αυτού του κύκλου συσσώρευσης, αποκαλούμε δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης. Για περισσότερα δες το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ στο τέλος του κειμένου.
[8] Είναι σαφές ότι η δεύτερη αυτή φάση επέλασης του κεφαλαίου προετοιμάζει το έδαφος για την πιθανότητα μιας αναδιάρθρωσης που θα αλλάξει εκ βάθρων τη διάρθρωση του κεφαλαίου και αν εφαρμοστεί, αν δηλαδή ηττηθούν οι ταξικοί αγώνες της περιόδου, θα αποτελεί την απαρχή ενός νέου κύκλου συσσώρευσης. Τα «μέτρα» μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης είναι δύσκολο να τα φανταστούμε σήμερα, μέσα στον κύκλο συσσώρευσης που βρισκόμαστε. Οι κατευθύνσεις δείχνουν πάντως προς την αμφισβήτηση κάθε είδους και τύπου ιδιοκτησίας που έχει ο προλετάριος πάνω σε οτιδήποτε.
[9] Κάθε καπιταλιστική κρίση είναι έκφανση μη αποδοτικής λειτουργίας του νόμου της αξίας και κατάσταση που απαιτείται η βίαιη εκ νέου επιβολή του. Η μη αποτελεσματική λειτουργία του νόμου της αξίας σημαίνει μεταξύ άλλων ότι ο τρόπος μέτρησης της αξίας έχει διαστρεβλωθεί. Σήμερα η πραγματικότητα της κρίσης ως κρίσης χρέους, που τείνει να γίνει νομισματική και η κρίση αξιοπιστίας όλων των περίπλοκων μοντέλων μέτρησης και διαχείρισης κινδύνου επενδύσεων, θέτει το ζήτημα της κρίσης μετρησιμότητας της αξίας, δηλαδή, του χρόνου αφηρημένης εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων. Η σημερινή κρίση είναι υπαρξιακή κρίση της εργασίας, που εκφράζεται καταρχήν ως «κρίση της σύμβασης εργασίας» (από το Blaumachen τ. 4).
[10] Δες και το κείμενο «Η τωρινή στιγμή» σ’ αυτό το τεύχος για περισσότερα σχετικά με τις ζώνες του κεφαλαίου.
[11] Αν τα πράγματα συνεχίσουν προς τα εκεί που πάνε, αν δηλαδή το κεφάλαιο συνεχίσει να παριστάνει ότι η υποκατανάλωση/υπερσυσσώρευση λύνεται με την κατανάλωση των καπιταλιστών (καταστολή) από τη μία και το αέναο ποντάρισμα σε υπεραξία που θα παραχθεί στο μέλλον (χρηματιστικοποίηση) ή στην καταλήστευση της υπεραξίας από τα πιο ανίσχυρα κεφάλαια, τότε ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα οδηγηθεί σε μια αλυσιδωτή έκρηξη κρίσεων οι οποίες θα παίρνουν ολοένα και περισσότερο τη μορφή ανοιχτού ταξικού πολέμου. Η αυτοπροϋπόθεση του κεφαλαίου θα τείνει ταχύτατα να ταυτιστεί με την αυτοαμφισβήτηση του. Μπορούμε να πούμε ότι εμφανίζεται στο προσκήνιο η τάση του ιστορικού νόμου της συσσώρευσης, ή αλλιώς διατυπωμένο, η ιστορία της εκμετάλλευσης κάνει τη δουλειά της.
[12] Η Κίνα ανακοίνωσε στα μέσα Μαΐου ότι σταματά όλες τις εξαγωγές πετρελαίου, σε μια προσπάθεια να σταματήσει την αύξηση των τιμών των καυσίμων που προκλήθηκε από μια σειρά απεργιών των οδηγών φορτηγών. Η Ρωσία έχει επίσης σταματήσει τις εξαγωγές κάποιων προϊόντων πετρελαίου σε μια προσπάθεια να μειώσει τις ελλείψεις στο εσωτερικό της και να περιορίσει την αύξηση των τιμών, μια κίνηση που έρχεται να προστεθεί στην παύση εξαγωγών δημητριακών που τέθηκε σε εφαρμογή αρκετούς μήνες πριν. Η ΕΕ έχει σιωπηρά επαναφέρει δασμούς ώστε να μειωθούν οι εισαγωγές ασιατικών κυρίως προϊόντων.
[13] Πρόκειται για προστατευτική εμπορική στρατηγική με την οποία ένα κράτος προσπαθεί να ξεπεράσει τις οικονομικές του δυσκολίες εις βάρος των εμπορικών του εταίρων. Προσπαθεί να απαλλαγεί από την εξάρτηση του από τις εισαγωγές προϊόντων και να βελτιώσει τη θέση του στις εξαγωγές. Εφαρμόζεται είτε μέσω υποτίμησης του νομίσματος, είτε μέσω επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα. Προφανώς όταν εφαρμόζεται ταυτόχρονα από πολλά κράτη έχει αντιφατικά αποτελέσματα καθώς η προσωρινή βελτίωση του καθενός σημαίνει την υποβάθμιση του διεθνούς εμπορίου γενικότερα.
[14] Σίγουρα τα κέντρα συσσώρευσης των ΗΠΑ και της ΕΕ επαγρυπνούν ώστε να εκμεταλλευθούν κάθε δυνατότητα που θα τους δινόταν να διαλύσουν την Κίνα και να μοιράσουν τη λεία. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά ότι η προσπάθεια για κάτι τέτοιο θα γινόταν συμφέρουσα μόνο μέσω της αποσταθεροποίησης του Κινέζικου κράτους από την ταξική πάλη στο εσωτερικό του. Έτσι όσο το εύχονται άλλο τόσο απεύχονται αυτό το σενάριο.
[15] Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει να εντατικοποιείται ήδη από το 2004. Ο Gamal Mubarak τότε πήρε προσωπικά, σε μαφιόζικο στυλ, την εξουσία και μοίρασε διαχειριστικούς ρόλους σε διάφορους ραντιέρηδες και υπαλλήλους της διεθνούς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ακολούθησαν με ραγδαίους ρυθμούς ιδιωτικοποιήσεις, μείωση της φορολογίας στα κέρδη του κεφαλαίου από 40 σε 20%, και απροθυμία συλλογής έστω αυτών των φόρων από το κράτος, και προσπάθεια μεγάλης αύξησης της στεγαστικής φορολογίας των χαμηλών εισοδημάτων, κάτι που απονομιμοποίησε ακόμη περισσότερο το καθεστώς (στοιχεία από το άρθρο Egypt Revolt, New Left Review no. 68).
[16] Σύμφωνα και με την έκθεση του International Labour Organisation με τίτλο “Labour market trends for 2011”, η Αφρική και η Μέση Ανατολή θα εξακολουθούσαν να κατέχουν την πρώτη θέση στην ανεργία (με τα ποσοστά στους νέους και τις γυναίκες να είναι εκρηκτικά) παρά το ότι η πρόβλεψη έλεγε ότι οι οικονομίες τους θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με μεγάλους ρυθμούς.
[17] Αυτό γίνεται ξεκάθαρο και από το γεγονός ότι η Κίνα και η Ρωσία δεν καταψήφισαν στον ΟΗΕ τα ψηφίσματα που ουσιαστικά κήρυτταν τον πόλεμο στη Λιβύη, όπως είχαν κάνει για τις περιπτώσεις του Σουδάν και παλιότερα της Βοσνίας, δίνοντας έτσι το πράσινο φως για την «ανθρωπιστική επέμβαση» Γαλλίας, Αγγλίας και ΗΠΑ.
[18] Δες το κείμενο «Πως μπορεί κανείς ακόμη να θέτει αιτήματα όταν κανένα αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί».
[19] Σ’ αυτόν τον κύκλο αγώνων, το να δρα το προλεταριάτο ως τάξη έγινε, μέσα στην ίδια τη δραστηριότητα του προλεταριάτου ως τάξης, το όριο αυτής της δραστηριότητας. Το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός είναι η δόμηση εκείνη της αντίφασης όπου το να δρα ως τάξη είναι το ίδιο το όριο της δραστηριότητας του προλεταριάτου – και έχει γίνει το διακύβευμα της ταξικής πάλης. Το ότι, για το προλεταριάτο, το να δρα ως τάξη αποτελεί το όριο της δράσης του ως τάξης είναι τώρα μια αντικειμενική κατάσταση της ταξικής πάλης· το ότι αυτό το όριο δομείται μέσα στους αγώνες ως τέτοιο και γίνεται το ταξικό ανήκειν ως εξωτερικός καταναγκασμός, είναι ένα διακύβευμα μέσα στους αγώνες αυτούς: επίπεδο της σύγκρουσης με το κεφάλαιο· συγκρούσεις στο ίδιο το εσωτερικό αυτών των αγώνων. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι ένας προσδιορισμός της τωρινής αντίφασης μεταξύ των τάξεων, αλλά είναι η συγκεκριμένη κάθε φορά πρακτική ενός αγώνα σε μια δεδομένη στιγμή, μέσα σε δεδομένες συνθήκες (Theorie Communiste, Blaumachen 4).
[20] Στη μεγάλη διαδήλωση που έλαβε χώρα στο Λονδίνο στις 25/3/2011 ενάντια στις περικοπές (τις οποίες οι διαδηλωτές πολύ εύστοχα χαρακτηρίζουν Thatcher II), ο κ. Μίλιμπαντ, ηγέτης του εργατικού κόμματος, μίλησε πίσω από ένα πανό που έγραφε: “March for the alternative – Jobs, growth, justice”. Πρόκειται για την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο εναλλακτισμός σήμερα είναι πια κενός περιεχομένου, ένα brand κάτω από τη φάτσα ενός επίδοξου διαχειριστή που κανείς δεν πιστεύει.
[21] Όταν αναφερόμαστε στην αντικειμενικότητα του κεφαλαίου, δεν εννοούμε ότι η οικονομία αποτελεί την ουσία, κάποια «αλήθεια» του κεφαλαίου. Από την άλλη πλευρά, η οικονομία δεν αποτελεί ούτε απλή φαινομενολογία των καπιταλιστικών σχέσεων, είναι η αντικειμενοποίηση τους. Καθώς οι παραγωγικές σχέσεις είναι κυρίαρχες στο σύμπαν των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, το κεφάλαιο ως τάξη έχει την τάση να επιβάλλει την αντικειμενοποίηση όλων των κοινωνικών σχέσεων ως οικονομία.
[22] Η στρατηγική του μπλοκαρίσματος ξεκινάει από μια σωστή ιδέα: το κεφάλαιο είναι αξία εν κινήσει, δηλαδή η αξία δεν χάνεται ποτέ περνώντας από τη μορφή χρήμα στη μορφή εμπόρευμα, από την παραγωγή στην ανταλλαγή, από την ανταλλαγή στην κατανάλωση (αν πρόκειται για την παραγωγική κατανάλωση η οποία ορίζει το κεφάλαιο). Αυτή η στρατηγική θεωρεί ότι το κεφάλαιο αποτελεί μια ροή, μια παραγωγή βασισμένη στην ανταλλαγή, ότι κυκλοφορία και παραγωγή αποτελούν η καθεμιά μια στιγμή της άλλης και η μια εμπεριέχει την άλλη… Ελλείψει της δυνατότητας να επιτεθεί πρακτικά στη ρίζα της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας, το κίνημα [του Δεκέμβρη 2008, Σ.τ.Μ.] εξίσωσε την παραγωγή και την κυκλοφορία της αξίας (ακόμα κι αν τα μπλοκαρίσματα της κυκλοφορίας μοιάζει να παρέμειναν συμβολικά) και ανήγαγε, μέσα στην πρακτική του, την επίθεση στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων σε επίθεση ενάντια στην κανονικότητα της εμπορευματικής καθημερινής ζωής (Theorie Communiste, Αόρατο φράγμα, 2009).
[23] Η λειτουργία των διυλιστηρίων ποτέ δε διακόπηκε πραγματικά. Στην πραγματικότητα οι συνδικαλιστές εφαρμόζοντας πλήρως μια αρκετά παλαιότερη συμφωνία που είχαν υπογράψει με το κράτος και τους βιομηχάνους διασφάλισαν ότι οι κινητοποιήσεις απλώς θα έπαυαν προσωρινά τη λειτουργία των διυλιστηρίων, χωρίς να τερματίσουν τη λειτουργία των μηχανολογικών συστημάτων κάτι που θα απαιτούσε πολύ περισσότερο χρόνο για την επανεκκίνηση τους.
[24] «Όταν λέμε ‘προγραμματισμός’ εννοούμε ένα μοντέλο εργατικών αγώνων και επαναστατικού ξεπεράσματος βασιζόμενο σε μιαν αυξανόμενη ισχύ της εργατικής τάξης, ισχύ μέσω της οποίας επιβάλλονται οι απαιτήσεις μιας κοινωνικής ανάπτυξης του κεφαλαίου που προετοιμάζει την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. […] Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, στο εσωτερικό του ‘προγραμματισμού’, η ενίσχυση της τάξης (καθώς ήταν ενσωματωμένη στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου) στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ήρθε σε αντίθεση με τη δυνατότητα της επαναστατικής αυτόνομης επιβεβαίωσής της. Τις σπάνιες φορές που αυτή η τελευταία αρχίζει να υλοποιείται έμπρακτα, όπως στη Ρωσία, στην Ιταλία ή στην Ισπανία, τιθέμενη κατ’ ανάγκη υπό την αιγίδα των οργανώσεων του εργατικού κινήματος, αντιστρέφεται αμέσως για να μετατραπεί σε αυτό που δεν μπορεί παρά να είναι: μια νέα μορφή κινητοποίησης της εργασίας υπό τον καταναγκασμό της αξίας και άρα της ‘μέγιστης απόδοσης’ (όπως ζητούσε η CNT από τους εργάτες της Βαρκελώνης το 1936), αναπαράγοντας αυτομάτως, έστω και οριακά, όλες τις αντιδράσεις απομάκρυνσης ή αντίστασης των εργατών». Από την απάντηση της TC στο Aufheben που δημοσιεύτηκε στο 19o τεύχος του περιοδικού.
[25] Ο Said ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, οι οποίοι δήλωσαν ότι οι χαφιέδες του «έσπασαν το κεφάλι στο πεζοδρόμιο». Η αστυνομία ενημέρωσε την οικογένεια του ότι το περιστατικό έγινε γιατί «κατείχε μαριχουάνα».
[26] Το προσωπικό του κατασταλτικού μηχανισμού του καθεστώτος Μουμπάρακ έφτανε τα 2 εκατομμύρια. Από αυτούς το 1,5 εκατομμύριο ήταν χαφιέδες και παρακρατικοί με πολιτικά οι οποίοι κυριολεκτικά τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Οι νέοι επιχειρηματίες ή καταστηματάρχες έπρεπε να μπουν στο κόμμα για να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους ανενόχλητοι από την αστυνομία. Αυτό σημαίνει ότι οι δεσμοί τους με το κόμμα δεν είναι ιδεολογικοί. Στο Ντουμπάι ένα στέλεχος της Google, o Wael Ghonim έφτιαξε μια σελίδα στο Facebook που την ονόμασε «Είμαστε όλοι Khaled Said», και ζήτησε να εγγραφούν όσοι είχαν βιώσει την κατασταλτική βαρβαρότητα του καθεστώτος. Σε δύο μήνες τα μέλη της σελίδας ήταν πάνω από εκατό χιλιάδες. Αυτή ήταν η συγκυρία μέσα στην οποία ξεκίνησε ολόκληρο αυτό το κίνημα. Η καταστολή και η εκμετάλλευση ήταν τα δύο σπίρτα που ξεκίνησαν τη φωτιά.
[27] Η κίνηση αυτή ξεκίνησε από το internet και συνδέεται άμεσα με την απεργία στη Malhalla και την αντίδραση στη σκληρή καταστολή που επεφύλαξε το κράτος σε αυτή την απεργία. Οι ίδιοι στο site τους γράφουν: «Εμείς το κίνημα Νεολαίας της 6ης Απρίλη, πιστεύουμε ότι η αλλαγή και οι μεταρρύθμιση της Αιγύπτου δεν θα συμβούν με συλλογή υπογραφών. Θα πετύχουμε την αλλαγή προτείνοντας αληθινά εναλλακτικές λύσεις, μια εναλλακτική πολιτική, οικονομική, και κοινωνική Αναγέννηση της Αιγύπτου η οποία θα παρέχει σταθερότητα και ασφάλεια στον πολίτη της χώρας. Εμείς το κίνημα Νεολαίας της 6ης Απρίλη, πιστεύουμε ότι αυτό θα συμβεί μόνο με την κινητοποίηση της νέας γενιάς, η οποία θα ωφεληθεί αληθινά από την αλλαγή, όταν αυτή θα συμβεί καθώς αποτελεί το 60% του πληθυσμού της Αιγύπτου».
[28] Το 1996 οι φυλακισμένοι του Abοu Salim εξεγέρθηκαν, κατέλαβαν μέρος της φυλακής και απαίτησαν ιατρική περίθαλψη, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, το δικαίωμα να τους επισκέπτεται η οικογένεια τους και την επανεξέταση των υποθέσεων τους. Ο Abdallah Senussi, διευθυντής των φυλακών τους υποσχέθηκε την ικανοποίηση όλων των αιτημάτων τους εκτός από την επανεξέταση των υποθέσεων τους, η οποία, όπως τους είπε ήταν εκτός αρμοδιότητας τους. Οι φυλακισμένοι αποδέχτηκαν την πρόταση και γύρισαν στα κελιά τους. Την επόμενη μέρα, περίπου 400 από αυτούς μεταφέρθηκαν αλλού και αμέσως μετά στρατιώτες άρχισαν να δολοφονούν με καταιγισμό πυρών από τις στέγες τους υπόλοιπους κρατούμενους. Η σφαγή του Abοu Salim μέτρησε 1270 νεκρούς. (Nicolas Bourcier, “Le massacre d’Abou Salim,” Le Monde, 22 Μαρτίου 2011)
[29] Δες την προκήρυξη «Ξεκίνησε η εποχή των ταραχών…» που μοιράστηκε στη διαδήλωση της 23/2 σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
[30] Στην Τυνησία το επαναστατημένο πλήθος γκρέμισε τις πύλες του φυλασσόμενου τουριστικού θερέτρου Hammamet, πυρπόλησε την έπαυλη ενός γνωστού καπιταλιστή μέλους της οικογένειας του Μπεν Αλί, έκαψε τράπεζες και αστυνομικά τμήματα. Στην Αίγυπτο, το ταξικό μίσος εκφράστηκε με την πυρπόληση του σπιτιού του Ahmed Ezz, ενός «φίλου» του Μουμπάρακ ο οποίος έλεγχε τα δύο τρίτα της βιομηχανίας ατσαλιού και ήταν ταυτόχρονα ο οργανωτής της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνώντος κόμματος. Το σπίτι του πυρπολήθηκε όχι μία αλλά τρεις φορές κατά τη διάρκεια των γεγονότων.
[31] «Σε όλες τις μεγάλες διαδηλώσεις που οδήγησαν στην πτώση του Μπεν Αλί, άνδρες και γυναίκες βάδιζαν δίπλα-δίπλα κρατώντας τα χέρια και φωνάζοντας συνθήματα για τα πολιτικά δικαιώματα και όχι για το Ισλάμ. Ο εθνικός ύμνος και όχι το ‘Allahu akbar,’ κυριαρχούσε στις διαδηλώσεις» (P. Anderson, Arab revolutions in crossroads).
[32] «Οι βανδαλισμοί, οι λεηλασίες και οι πυρπολήσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της επανάστασης κόστισαν στην οικονομία της Τυνησίας περίπου 400 εκατομμύρια δηνάρια» δήλωσε ο κ. Hammadi Ben Sedrine, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Τυνησιακού συνδέσμου βιομηχανίας και εμπορίου UTICA. Ο κ. Ben Sedrine τόνισε επίσης ότι όλες αυτές οι «απεργίες και διαμαρτυρίες» έχουν ωθήσει αρκετούς επενδυτές να εγκαταλείψουν τη χώρα και αποθαρρύνουν τους ξένους επενδυτές να έρθουν στην Τυνησία. Ο πρόεδρος του UTICA υπογράμμισε επίσης ότι ο σύνδεσμος θα συμμετάσχει μεν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα αλλά υπενθύμισε ότι «η παρούσα κατάσταση δεν ευνοεί τις μισθολογικές αυξήσεις» (http://www.africanmanager.com/site_eng/detail_article.php?art_id=16463)
[33] Παραγκουπόλεις στις παρυφές του Καΐρου.
[35] Στην Αίγυπτο είχαμε μια αργή άνθιση των ανεξάρτητων εργατικών συνδικάτων τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια. Αυτό συνέβη παρά το γεγονός ότι η ETUF (Egyptian Trade Union Federation) ήταν απολύτως ελεγχόμενη από το κράτος, είχε νόμιμα το μονοπώλιο στο συνδικαλισμό και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να καταστείλει τις ανεξάρτητες φωνές. Τις τελευταίες μέρες του καθεστώτος ο δικτάτορας έδωσε οδηγία στην ETUF να σταματήσει τους εργάτες αν προσπαθήσουν να φύγουν από τους χώρους εργασίας τους για να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις… Η πραγματική επιτυχία της επανάστασης ήρθε όταν οι εργάτες άρχισαν να απεργούν σε διάφορους κλάδους, όπως, στους σιδηρόδρομους, στα λεωφορεία, στην κρατική εταιρία ηλεκτρισμού, στη διώρυγα του Σουέζ, σε εργοστάσια και νοσοκομεία. Μόνο τότε η πλάστιγγα έγειρε υπέρ των διαδηλωτών της πλατείας Ταχρίρ. (Paul Howes, “Η εξέγερση που ξάφνιασε όλο τον κόσμο”, The Australian, 26 Μαρτίου 2011).
[36] «Το μεγάλο έγκλημα του Μπεν Αλί ήταν το ότι έκανε το Κράτος μια ιδιωτική υπόθεση, μια φράξια του κεφαλαίου μεταξύ άλλων, που απείλησε με μετασχηματισμό της ωμής βίας των παραγωγικών σχέσεων σε βία νομιμοποιημένη και θεσμική (κάτι που ίσως δημιούργησε αντιθέσεις μεταξύ στρατού και αστυνομίας). Το Κράτος έπρεπε να διασωθεί: κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τυφλά πυρά, απαγόρευση κάθε συνάθροισης, χρήση πραγματικών πυρών απ’ τις δυνάμεις καταστολής. Φτάσαμε στο σημείο εκείνο όπου ο μετασχηματισμός της βίας των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό σε νόμιμη οργανωμένη κρατική βία (η λειτουργία της κρατικής μηχανής) απειλήθηκε» (Roland Simon, «Για τα γεγονότα στην Τυνησία…», dndf.org).
[37] Στο Κάιρο το Μάρτιο ένας νεαρός αστυνομικός συνεπλάκη με έναν οδηγό λεωφορείου για μια παράβαση του Κ.Ο.Κ., τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε τον οδηγό στο χέρι. Αυτή τη φορά όμως οι επιβάτες και άλλοι περαστικοί αντί να γυρίσουν το κεφάλι τους αλλού και να φύγουν, επιτέθηκαν εξοργισμένοι στον αστυνομικό και τον ξυλοκόπησαν σχεδόν μέχρι θανάτου.
[38] Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο από την κρίση της Ιαπωνίας είναι η επιτυχημένη μέχρι στιγμής (Μάιος 2011), προσπάθεια της εταιρίας TEPCO να καθυστερεί την τσιμεντοποίηση των αντιδραστήρων της Fukushima. Οι μέτοχοι της εταιρίας γνωρίζουν ότι η ανακοίνωση της τσιμεντοποίησης θα εκμηδενίσει την αξία των μετοχών τους, οπότε προσπαθούν όσο μπορούν ακόμη, σε συνεργασία με την κυβέρνηση να αναβάλλουν αυτό το αναπόδραστο γεγονός. Οι ιάπωνες κάτοικοι κυκλοφορούν με μετρητές γκάιγκερ στα χέρια οι οποίοι είναι συνέχεια στο κόκκινο, αλλά το συμφέρον της κάθε TEPCO και τελικά ολόκληρου του κεφαλαίου δεν είναι αυτή τη στιγμή να αποτρέψει τον όλεθρο. Η ίδια λογική που είχε εφαρμοστεί στην καταστροφή του κόλπου του Μεξικού εφαρμόζεται κι εδώ: η οικολογική καταστροφή είναι πιο φθηνή από την καταστροφή κάθε μεγαθηρίου του κεφαλαίου. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, το κεφάλαιο καταστρέφει συστηματικά τον πλανήτη από τη στιγμή που έστησε τις πρώτες υψικαμίνους στη Βρετανία, σήμερα πια όμως η καταστροφική επέκταση του κεφαλαίου στον πλανήτη είναι τόσο σημαντική που θέτει σε αμφισβήτηση την προλεταριακή αναπαραγωγή, δηλαδή, τη συνέχεια της σχέσης του κεφαλαίου.
[…] κλεμμένη από τα κείμενα του περιοδικού Blaumachen, δες εδώ εισαγωγή Σεπτεμβρίου […]
[…] κλεμμένη από τα κείμενα του περιοδικού Blaumachen, δες εδώ εισαγωγή Σεπτεμβρίου […]
[…] editorial |Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των ταραχών | Η παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου: η αντίφαση […]
[…] τον εργαζόμενο πληθυσμό σε παγκόσμιο επίπεδο βλέπε εδώ2. Στοιχεία επίσης για τη δομική ανεργία μπορεί κάποιος […]