subscribe to RSS

Woland

Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου

3 comments
Η ιστορική παραγωγή της επανάστασης της τρέχουσας περιόδου

Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και η σημερινή μορφή της σχέσης κεφάλαιο

Η αντίφαση της αναδιάρθρωσης: επίλυση της «κρίσης του ’73» και φορέας της σύγχρονης κρίσης

Η ιστορική εξέλιξη της αντίφασης κεφαλαίου-προλεταριάτου, μέσα στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο,[1] έχει οδηγήσει, σήμερα, στην εποχή της κρίσης του συνεχώς και επιταχυνόμενα διεθνοποιούμενου κεφαλαίου. Η σύγχρονη μορφή του κεφαλαίου και η κρίση του έχουν παραχθεί από την αναδιάρθρωση της ταξικής πάλης που ακολούθησε την κρίση του 1973. Τα βασικά σημεία της ανάλυσης της σύγχρονης μορφής του κεφαλαίου είναι τα ακόλουθα:

(Α) Η ιστορική περίοδος που διανύουμε έχει ως αφετηρία της την «κρίση του 1973», η οποία αποτελεί την αρχή του τέλους του κύκλου αγώνων της κεϋνσιανής μεταπολεμικής περιόδου συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η περίοδος από το 1973 και μετά είναι ουσιωδώς διαφορετική σε ότι αφορά τη συσσώρευση του κεφαλαίου και τους ταξικούς αγώνες, που αποτελούν συστατικό στοιχείο αυτής της συσσώρευσης. Η σύγχρονη περίοδος χαρακτηρίζεται από την αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής σχέσης σε όλα τα επίπεδα. Η αναδιάρθρωση συμπύκνωσε την ανατροπή σημαντικών τρόπων λειτουργίας και ρύθμισης της καπιταλιστικής σχέσης, που είχαν εδραιωθεί στο προηγούμενο μοντέλο συσσώρευσης. Η αναδιάρθρωση ήταν η απάντηση του κεφαλαίου στην πτώση της κερδοφορίας που ξεκίνησε (στις ΗΠΑ) το 1964[2] και ήταν ταυτόχρονα αντεπανάσταση, αντεπίθεση της καπιταλιστικής τάξης στο προλεταριάτο, με συγκεκριμένα αποτελέσματα που επέτρεψαν την ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους. Κομβικό χρονικό σημείο για την αντεπανάσταση ήταν το 1979[3], ενώ η ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους εμφανίζεται από το 1982. Σκοπός της αντεπανάστασης ήταν η πλήρης απελευθέρωση του κεφαλαίου από τα στοιχεία του τρόπου συσσώρευσής του, τα οποία οδήγησαν στην κρίση του. Τα αποτελέσματα της αντεπανάστασης ήταν:

(α) Το τέλος του μαζικού εργατικού κινήματος του καπιταλιστικά ανεπτυγμένου κόσμου και η διάλυση της εργατικής ταυτότητας ως καθοριστικό στοιχείο της ταξικής πάλης,

(β) το τέλος των εθνικών και περιφερειακών περιορισμών στην κυκλοφορία του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης και

(γ) το τέλος της ειδικής μορφής του κρατικού καπιταλισμού, του «σοσιαλισμού». Το στοιχείο αυτό συνδέεται άμεσα με το (α) και το (β).

Ο αναδιαρθρωμένος καπιταλισμός έχει ενσωματώσει στον τρόπο λειτουργίας του την επίθεση στην αξία της εργατικής δύναμης σαν αναγκαίο, μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό του. Το ιδιαίτερο στοιχείο αυτής της ιστορικής φάσης της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο (που ξεκίνησε με την αναδιάρθρωση) είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που δεν μπορεί να θεωρηθεί ποτέ ολοκληρωμένη. Πρόκειται για μια διαδικασία που συνεχίζεται από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση.

(Β) Βασικό στοιχείο αυτής της αναδιάρθρωσης αποτελεί η επιτάχυνση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, η οποία είναι μια διαδικασία που από το 1989 και μετά εξελίσσεται πια με ραγδαίους ρυθμούς και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η απόσυρση της συμφωνίας Bretton-Woods το 1971 σήμανε την έναρξη της διαδικασίας άρσης των εθνικών περιορισμών στις ξένες επενδύσεις και στην κυκλοφορία του κεφαλαίου. Το στοιχείο αυτό οριοθετεί το περιεχόμενο της αναδιάρθρωσης και παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της αναδιάρθρωσης, της ανάπτυξης του κεφαλαίου της περιόδου από τη δεκαετία του 1980 μέχρι πρόσφατα και της κρίσης του κεφαλαίου σήμερα. Το κεφάλαιο, από τη σκοπιά της καταστροφής του, αντιμετωπίζεται αναγκαστικά ως παγκόσμιο κοινωνικό κεφάλαιο. Όπως σωστά αναλύει ο D. McNally[4], «…πρέπει να αντιμετωπίζουμε την παγκόσμια οικονομία σαν μια ολότητα που είναι κάτι παραπάνω από ένα άθροισμα των μερών της. Αυτό μπορεί να φαίνεται κοινοτυπία αλλά παραμένει κάτι που συχνά αμφισβητείται. Μεγάλο μέρος της συζήτησης της νεοφιλελεύθερης περιόδου έχει εστιάσει σε έναν αριθμό ανεπτυγμένων καπιταλιστικά κρατών -συνήθως των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας- και αντιμετωπίζει την παγκόσμια οικονομία σαν ένα μίγμα αυτών των μερών. Αυτό είναι ταυτόχρονα μεθοδολογικά λανθασμένο και εμπειρικά παραπλανητικό. Οι νόμοι του καπιταλισμού έχουν την πλήρη και πραγματική ισχύ τους στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας. Ο νόμος της αξίας βρίσκει την εφαρμογή του στο πεδίο του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, και το επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς είναι αυτό στο οποίο το χρήμα αποκτά τη μορφή του παγκόσμιου χρήματος. «Είναι μόνο το εξωτερικό εμπόριο, η ανάπτυξη της αγοράς σε παγκόσμια, που κάνει το χρήμα παγκόσμιο και την αφηρημένη εργασία κοινωνική εργασία», λέει ο Μαρξ. Από αυτά προκύπτει ότι μια αξιολόγηση του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν μπορεί να στραφεί γύρω από την αξιολόγηση «της επίδοσης των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά οικονομιών», όσο σημαντική κι αν είναι αυτή. Τα έθνη- κράτη και οι «εθνικές οικονομίες» δεν μπορούν να αποτελούν τα βασικά σημεία της ανάλυσης, όσο και αν πρέπει να δώσουμε προσοχή στη σημασία τους ως σημεία συσσώρευσης μέσα στο σύστημα. Αλλά ο καπιταλισμός είναι ένα παγκόσμιο σύστημα του οποίου επιδίωξη είναι το ανεμπόδιστο κυνήγι της συσσώρευσης, και όχι η ανάπτυξη «εθνικών οικονομιών. Γι’ αυτό το λόγο, η προτεραιότητα στην ανάλυση για την κατανόηση πρέπει να δοθεί στην λειτουργία του καπιταλισμού ως παγκόσμιου συστήματος».

(Γ) Την περίοδο από το 1982 μέχρι σήμερα, παρά την ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους, το κεφάλαιο ολοένα και περισσότερο «επενδύεται» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η συνεχής σχετική μείωση του μισθού επιτάχυνε την περαιτέρω «επένδυση» στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την αύξηση του χρέους της εργατικής τάξης. Η αντιφατική διαδικασία της αναδιάρθρωσης ήταν ταυτόχρονα η δυναμική της συσσώρευσης της περιόδου και η υπονόμευση της συσσώρευσης.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει κάθε περίοδο μεταξύ των ιστορικών καπιταλιστικών κρίσεων είναι η ίδια που φέρει μέσα της τις αιτίες της κρίσης. Η εκμετάλλευση είναι μια αντίφαση σε κίνηση της οποίας δομικό στοιχείο αποτελούν οι κρίσεις υπερσυσσώρευσης. Η αντίφαση της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την καπιταλιστική τάξη είναι η ιστορία της συσσώρευσης του κεφαλαίου και παράγει δομικά την υπερσυσσώρευση, δηλαδή, την αδυναμία του συνεχώς αναπαραγόμενου κεφαλαίου να εκμεταλλευθεί αποδοτικά το προλεταριάτο κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Η αδυναμία αποδοτικής εκμετάλλευσης είναι η τάση να μην αρκεί η υπεραξία που αντλείται από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η υπεραξία, που παράγεται από την εκμετάλλευση του προλεταριάτου, μετασχηματίζεται σε κέρδος και μέρος του κέρδους αυτού επενδύεται εκ νέου με σκοπό την άντληση νέας υπεραξίας κ.ο.κ. Η απόδοση των επενδύσεων αυτών και η προοπτική νέων αποδοτικών επενδύσεων κρίνει (μόνο εκ των υστέρων) αν ο βαθμός άντλησης υπεραξίας είναι αρκετός για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Η ιστορικά παραγόμενη αδυναμία αποδοτικής εκμετάλλευσης είναι η αντικειμενική κίνηση της αντίφασης μεταξύ των τάξεων, δηλαδή, ο καπιταλισμός είναι σύμφυτος με την κρίση.

Η ταξική πάλη δεν είναι ένας παράγοντας της καπιταλιστικής σχέσης, μια ανεξάρτητη μεταβλητή ανάμεσα σε άλλες. Οι πόλοι του κεφαλαίου είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με μια σχέση αντιφατική. Η ύπαρξη του κάθε πόλου της σχέσης και η δραστηριότητά του, προϋποθέτουν την ύπαρξη και τη δραστηριότητα του άλλου πόλου. Το κεφάλαιο είναι ο κυρίαρχος πόλος της σχέσης, και ο μόνος παραγωγικός, γιατί η εργασία του προλετάριου είναι δραστηριότητα του κεφαλαίου. Οι δραστηριότητες και των δύο πόλων είναι η ιστορική κίνηση αυτής της σχέσης τους. Οι αγώνες του προλεταριάτου δεν είναι η έκφραση της αυτόνομης στρατηγικής του ή η απάντηση σε μια αυτόνομη στρατηγική του κεφαλαίου. Οι αγώνες του προλεταριάτου δεν αποτελούν τη δράση ενός αυτόνομου από τη διαδικασία παραγωγής αξίας υποκειμένου, δεν διαταράσσουν μια υποτιθέμενη αρμονική αξιοποίηση του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα κυριαρχίας: οι έννοιες του «κεφαλαίου» και του «καπιταλισμού» εμπεριέχουν εξ ορισμού το προλεταριάτο. Η σχέση κεφαλαίου εργασίας είναι αντίφαση και όχι αντίθεση ανεξάρτητων μεταξύ τους υποκειμένων. Η καθημερινή δραστηριότητα των δύο πόλων του κεφαλαίου, είναι οι δύο όψεις της ίδιας διαδικασίας. Η προσπάθεια άντλησης ολοένα και μεγαλύτερης υπεραξίας (μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας και της εντατικότητας της εργασίας) από το κεφάλαιο, πράγμα που οδηγεί και στην ολοένα αυξανόμενη ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιμέρους κεφαλαίων, και η άλλη όψη της, η διεκδίκηση του άμεσου και έμμεσου μισθού από το προλεταριάτο αποτελούν την ιστορική κίνηση του κεφαλαίου προς την κρίση αναπαραγωγής του. Η κρίση σε κάθε ιστορική περίοδο είναι η αναγκαία έκφραση της συσσώρευσης των συγκεκριμένων αντιφάσεων που ορίζουν το κεφάλαιο στη συγκεκριμένη περίοδο που παράγει την κρίση, και πάντα είναι υπερσυσσώρευση κεφαλαίου ανεξάρτητα με το πώς εμφανίζεται. Η μορφή εμφάνισης της, όμως, είναι η απτή πραγματικότητα της κρίσης, είναι αυτή που εκφράζει τις συγκεκριμένες αντιφάσεις, δηλαδή το περιεχόμενο της ταξικής πάλης στη συγκεκριμένη περίοδο. Η κρίση δεν συνεπάγεται επανάσταση, αλλά είναι πασιφανές ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις συνδέονται αιτιωδώς με τις παγκόσμιες ιστορικές επαναστάσεις και τους σημαντικούς πολέμους. Επίσης η κρίση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει κατάρρευση του καπιταλισμού. Σημαίνει όμως αναγκαστικά, μέχρι σήμερα, όπως διδάσκει η ιστορία, μετασχηματισμό της εκμετάλλευσης μέσα από όξυνση της ταξικής πάλης.

Η συνεχιζόμενη διαδικασία πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, η απορρόφηση όλο και περισσότερων ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην εμπορευματική σφαίρα, η μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής έξω από τα δυτικά κέντρα συσσώρευσης, η δημιουργία του παγκόσμιου υπερπληθυσμού, η επισφαλειοποίηση της προλεταριακής αναπαραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ταυτόχρονα οι καθημερινοί αγώνες που δίνονται ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια έξω από τη διαδικασία παραγωγής της υπεραξίας, στη δύση, οι άγριες απεργίες στα νέα κέντρα συσσώρευσης, οι «ταραχές για την τροφή» στα κράτη που βρίσκονται στα χαμηλότερα σκαλιά της καπιταλιστικής ιεραρχίας. Όλοι αυτοί οι αγώνες, είναι, σε τελική ανάλυση, αγώνες διεκδίκησης της απειλούμενης αναπαραγωγής που δίνονται από το παγκόσμιο προλεταριάτο.

Το γεγονός ότι οι σύγχρονοι αγώνες στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της δύσης δεν εμφανίζονται με τη μορφή του μαζικού εργατικού κινήματος, οργανωμένου συνδικαλιστικά και επικεντρωμένου στη διεκδίκηση αύξησης του άμεσου μισθού, είναι βασικό στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης του σύγχρονου αναδιαρθρωμένου τρόπου καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το γεγονός ότι στα νέα κέντρα συσσώρευσης οι μισθολογικοί αγώνες επίσης δεν είναι οργανωμένοι από συνδικάτα, αποτελεί έκφραση της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας στα νέα κέντρα συσσώρευσης. Οι σύγχρονοι αγώνες του προλεταριάτου αποτελούν συστατικό στοιχείο του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού. Το γεγονός ότι, σε ολόκληρο τον κόσμο, οι προλετάριοι δεν ορίζουν τη διεκδίκηση τους ως ένα πολιτικό πρόγραμμα επανάστασης αποτελεί όψη του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού και της ιστορικής πορείας προς την επανάσταση που παράγεται από τη σύγχρονη περίοδο.

Σήμερα, η σύγχρονη περίοδος, που ξεκίνησε με την κρίση του 1973, έχει φτάσει σε ένα κομβικό σημείο κρίσης. Η τρέχουσα οικονομική κρίση, τα πρώτα σημάδια της οποίας εμφανίστηκαν το 2007, είναι πολύ πιο σημαντική από τις προηγούμενες της περιόδου[5]. Πρόκειται για κρίση αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Το κεφάλαιο επιχειρεί, ως απάντηση, την επιτάχυνση και εμβάθυνση της αναδιάρθρωσης. Η οικονομική κρίση σήμερα (Ιούνιος 2010) είναι ήδη κρίση χρέους που μετατρέπεται σε νομισματική κρίση ξεκινώντας από το ευρώ, και αποτελεί το ξεκίνημα της προσπάθειας επιβολής της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης.

Η δυναμική και τα όρια του σύγχρονου μοντέλου συσσώρευσης: οι βασικές διαστάσεις της αναδιάρθρωσης.

Σύμφωνα με τις περισσότερες διαθέσιμες πηγές, υπήρξε ανάπτυξη της κερδοφορίας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες από το 1982 έως το 1997 και νέα ανάκαμψη της κερδοφορίας από το 2002 έως το 2007, μετά την κρίση του 1997-8 και τη dotcom φούσκα του 2000-01. Παρά το ότι η κερδοφορία δεν έφτασε στο επίπεδο της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, η ύπαρξή της ορίζει τον σύγχρονο κύκλο συσσώρευσης, ο οποίος σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης κρίσης. Παρά το ότι οι βασικές διαστάσεις της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου υλοποιήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η σύγχρονη περίοδος, από το 1973 μέχρι σήμερα, διαρθρώνεται ως συνεχιζόμενη επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη. Η τάση της φάσης αυτής της πραγματικής υπαγωγής είναι ο μετασχηματισμός της εργατικής τάξης από συλλογικό υποκείμενο με το οποίο διαπραγματεύεται η καπιταλιστική τάξη σε άμορφη μάζα εξατομικευμένων προλετάριων, που ο καθένας σχετίζεται ατομικά με το κεφάλαιο, χωρίς τη μεσολάβηση μιας εργατικής ταυτότητας και των αντίστοιχων οργανώσεων που τον κάνουν μέρος ενός αναγνωρισμένου «κοινωνικού εταίρου», αποδεκτού για συμμετοχή στο τραπέζι συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για μια διαδικασία ρευστοποίησης της εργατικής τάξης που στην πραγματικότητα δεν έχει τέλος ακριβώς επειδή το οριακό σημείο της θα ήταν η παραγωγή υπεραξίας χωρίς μεταβλητό κεφάλαιο, το κεφάλαιο χωρίς προλεταριάτο. Η διαδικασία αυτή εκφράζεται ως συνεχής ανάγκη του ήδη αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου για αναδιάρθρωση. Η αντιφατική φύση αυτής της διαδικασίας έχει ως παράπλευρο αποτέλεσμα η τρέχουσα περίοδος να χαρακτηρίζεται, από αρκετές τάσεις του κεφαλαίου και του κινήματος, ως περίοδος διαρκούς κρίσης του κεφαλαίου και να εξηγείται ως αποτέλεσμα της πτώσης της κερδοφορίας που ξεκίνησε από το 1964[6].

Η κρίση της δεκαετίας του 1960 ήταν αποτέλεσμα της διαδικασίας συσσώρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Η κερδοφορία του κεφαλαίου υπονομεύθηκε στην πορεία από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 από την ίδια τη διαδικασία της αύξησης της. Η σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας τοποθέτησε την ταξική σύγκρουση μέσα στο εργοστάσιο και όρισε το μισθολογικό αίτημα ως κεντρικό πεδίο της. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας ήταν η αυξητική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (φετιχοποιημένη έκφραση της ταξικής πάλης μέσα στην πραγματική υπαγωγή). Η εξέλιξη αυτών των τάσεων, στις οποίες βασιζόταν η ανάπτυξη του κεφαλαίου στα πρώτα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οδήγησε τελικά στο «1968» και στην «κρίση του 1973». Το κεφάλαιο, μέσα στην αντιφατική διαδικασία της συσσώρευσης του, στη συνέχεια έπρεπε να αναδιαρθρωθεί, να αυξήσει το ποσοστό υπεραξίας και να μετριάσει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την αναπόδραστη επίδραση της αναγκαστικής αύξησης της οργανικής του σύνθεσης στο ποσοστό κέρδους. Η ίδια η αύξηση της οργανικής σύνθεσης παρήγε την ανάγκη του ελέγχου της κατανάλωσης σταθερού και παγίου κεφαλαίου, και του καλύτερου ελέγχου της εργασιακής διαδικασίας συνολικά, δηλαδή, την προσπάθεια μείωσης της επίδρασης που έχει στο ποσοστό κέρδους, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η αναδιάρθρωση ως αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και διαδικασιών έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει, πέρα από την προσπάθεια αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης και με τις οικονομίες στη χρήση σταθερού κεφαλαίου, δηλαδή, την προσπάθεια μείωσης της ταχύτητας με την οποία επιδρά η αύξηση της οργανικής σύνθεσης στο ποσοστό κέρδους. Η αναδιάρθρωση αναμφισβήτητα πέτυχε. Η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε με την επίθεση στην εργατική τάξη των ανεπτυγμένων κρατών και την εντεινόμενη διεθνοποίηση, δηλαδή την εντατικότερη εκμετάλλευση εργατικής δύναμης σε (ή από) άλλα σημεία του πλανήτη. Η εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου επιτεύχθηκε με τη γενίκευση της just in time παραγωγής και την αποδόμηση της δύσκαμπτης φορντιστικής αλυσίδας παραγωγής. Η πραγματική υπαγωγή προχώρησε ανατρέποντας όλες τις πτυχές της σχέσης εργασίας κεφαλαίου και η νέα μορφή της σχέσης εκφράζεται στους αγώνες του τρέχοντος κύκλου: αγώνες ανέργων, αγώνες στην εκπαίδευση, κίνημα αντι-παγκοσμιοποίησης, κίνημα άμεσης δράσης, μισθολογικοί αγώνες στα κέντρα συσσώρευσης στην ανατολή, αγώνες ενάντια στην απαλλοτρίωση της κοινής γης στην Ασία. Αυτοί οι αγώνες δεν είναι ένα αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης, είναι συστατικό στοιχείο της αναδιάρθρωσης, είναι σε τελική ανάλυση η αναδιάρθρωση της ταξικής πάλης. Η αναδιάρθρωση, ως εμβάθυνση της πραγματικής υπαγωγής και επιτάχυνση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, μετέφερε το κέντρο της αντίφασης στο επίπεδο της αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο. Το περιεχόμενο της επιτυχίας της αναδιάρθρωσης ήταν ταυτόχρονα υπεύθυνο και για την πορεία του μοντέλου συσσώρευσης που παρήγαγε προς την σύγχρονη κρίση. Η κρίση αυτή είναι κρίση αναπαραγωγής της καπιταλιστικής σχέσης, κρίση του αναδιαρθρωμένου κεφαλαίου και των αγώνων του προλεταριάτου μέσα και ενάντια στην αναδιάρθρωση. Η προσπάθεια αντιμετώπισής αυτής της κρίσης, όπως αυτή εκτυλίσσεται μέχρι σήμερα, προκαλεί περαιτέρω προβλήματα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και, ειδικότερα, του προλεταριάτου.

Η πρώτη διάσταση της αναδιάρθρωσης είναι η ολοένα και μεγαλύτερη διάσπαση των συμπαγών τμημάτων του προλεταριάτου που αποτέλεσαν το μαζικό εργατικό κίνημα της περιόδου του κεϋνσιανισμού. Η διάσπαση εξελίσσεται στην περίοδο από το 1973 μέχρι σήμερα προς τον κατακερματισμό, την εξατομίκευση της «σύμβασης εργασίας» (της θεσμικής αποκρυστάλλωσης της μορφής της σχέσης κεφαλαίου στο πεδίο της παραγωγής αξίας) και η διαδικασία αυτή συναντάται με διαφορετική ένταση σε κάθε κράτος (ανάλογα με τη θέση του στην ιεραρχία του κεφαλαίου). Η κονιορτοποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα, σήμερα πλέον, την αμφισβήτηση της ίδιας της σύμβασης εργασίας και αποτελεί τη διαδικασία μετασχηματισμού του συμπαγούς «εργάτη μάζα» σε ένα ρευστό εργατικό δυναμικό προσαρμοσμένο στις ανάγκες της just in time παραγωγής και διανομής της αξίας. Η διάσταση αυτή επιτυγχάνεται

(α) με το συνεχή μετασχηματισμό της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου μέσω της πληροφορικής και των τεχνολογιών επικοινωνιών που επέτρεψε τη διάλυση της καθετοποιημένης παραγωγής και συνεπώς τη διάλυση του «εργάτη μάζα»,

(β) το συνεχή μετασχηματισμό των εργασιακών διαδικασιών που επέτρεψε τη σταδιακή επιβολή της ατομικής διαπραγμάτευσης και συνεπώς τον έλεγχο κάθε εργαζόμενου από το αφεντικό του,

(γ) τη μεταφορά ολοένα και περισσότερων αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων από την κρατική στην ιδιωτική καπιταλιστική σφαίρα, δηλαδή τη μείωση του έμμεσου μισθού, η οποία επέβαλλε τη μεγάλη αύξηση του αριθμού των γυναικών που ενσωματώθηκαν στις τάξεις των μισθωτών[7], και

(δ) την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία της καταστολής στην κοινωνική αναπαραγωγή του κεφαλαίου[8].

Τα τέσσερα αυτά στοιχεία αποτελούν την στρατηγική για την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης και την εξοικονόμηση πόρων σταθερού κεφαλαίου[9]. Το (α) (αλλαγή της τεχνικής σύνθεσης) αντιστάθμισε σε κάποιο βαθμό την εκρηκτική αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και την πληθωριστική τάση που δημιουργεί η τρομερή αύξηση του συνολικού χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, αλλά, κυρίως υποβοήθησε το (β), τις αλλαγές στις εργασιακές διαδικασίες και συνεπώς στις εργασιακές σχέσεις καθώς ευνοούσε την κινητικότητα και τη γενίκευση της just in time παραγωγής. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία (α) και (β) συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και ορίζουν το σύγχρονο καθεστώς επισφάλειας, το σπάσιμο του διαχωριστικού ορίου μεταξύ εργασίας και ανεργίας, το οποίο σηματοδοτεί την πλήρη διάλυση της εργατικής ταυτότητας και ορίζει το ιστορικό πεδίο παραγωγής της σύγχρονης επανάστασης. Το στοιχείο (γ) μετασχηματίζει σε πολύ σημαντικό βαθμό την κοινωνική σχέση του φύλου και αποσαθρώνει την πυρηνική οικογένεια, συνεπώς διαταράσσει τις εσωτερικές ιεραρχίες και ισορροπίες μέσα στο προλεταριάτο. Το στοιχείο αυτό αλλάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δι-ατομικές σχέσεις μέσα στο προλεταριάτο. Επιτείνει την αμφισβήτηση του αναπαραγωγικού ρόλου της γυναίκας και καθιστά αναπόδραστη την ταύτιση της καταστροφής της σχέσης φύλο με την καταστροφή της εκμεταλλευτικής σχέσης. Το στοιχείο δ) σηματοδοτεί, ως διαχείριση του σχετικού υπερπληθυσμού, το όριο της δυνατότητας ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία και το όριο των προλεταριακών αγώνων σήμερα.

Η δεύτερη διάσταση της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου ήταν και είναι η ολοένα και εντεινόμενη διεθνοποίηση του. Μέχρι το 1989 η διεθνοποίηση αφορούσε κυρίως την αναπτυσσόμενη δύση και την Ανατολική Ασία πλην της Κίνας. Στη συνέχεια η διαδικασία διεθνοποίησης επεκτάθηκε συστηματικά στο πεδίο του πρώην ανατολικού μπλοκ και στην Κίνα. Το διεθνές κεφάλαιο έχει σήμερα πλέον μεταφέρει μεγάλο μέρος των βιομηχανικών μέσων παραγωγής στην Κίνα, γιατί εκεί εκμεταλλεύεται το βιομηχανικό προλεταριάτο με πολύ υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης απ’ ό,τι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το προλεταριάτο των δυτικών ανεπτυγμένων κρατών. Η ταχύτατη αυτή αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, που επιτεύχθηκε με την μεταφορά της παραγωγής, είναι η, συμπληρωματική της πρώτης διάστασης της αναδιάρθρωσης, αιτία της διατήρησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας.

Η ύπαρξη πληθυσμού σε άλλα σημεία του πλανήτη, έξω από τα παραδοσιακά κέντρα συσσώρευσης του κεφαλαίου, πληθυσμού διαθέσιμου προς προλεταριοποίηση ή ήδη προλεταριοποιημένου, που όμως το κόστος της αναπαραγωγής του – όπως ορίζεται από την κοινωνική πραγματικότητα της καπιταλιστικής σχέσης στο κράτος που ζει – είναι χαμηλότερο, μπορούσε ταυτόχρονα να κάνει δυνατή: i) την άντληση περισσότερης υπεραξίας (με ένα συνδυασμό άντλησης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας), ii) τη μείωση των μισθών των προλετάριων στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη μέσω του έμμεσου ανταγωνισμού με τους εν δυνάμει εργαζόμενους στις διεθνοποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια και iii) τη δραστική κατά κανόνα μείωση της φορολόγησής των επιχειρήσεων που επένδυαν στα νέα κέντρα συσσώρευσης, συνεπώς να κάνει δυνατή τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990). Η συνέχιση και επιτάχυνση της διεθνοποίησης επέκτεινε το βιομηχανικό σύστημα παραγωγής σε ολόκληρο τον πλανήτη (πλην της Αφρικής). Εργοστάσια μεταφέρθηκαν ή δημιουργήθηκαν στην Κεντρική και Νότια Αμερική, στη Νοτιοανατολική Ασία και μετά το 1989 στις χώρες του πρώην σοβιετικού στρατοπέδου και στην Κίνα και την Ινδία[10].

Η διαδικασία αυτή είναι άρρηκτα δεμένη με την ανάπτυξη του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο είναι ο κλάδος του κεφαλαίου που ορίζει τις διαδικασίες της διεθνοποίησης, και παρακολουθεί το επίπεδο κερδοφορίας ώστε να μεταφέρεται το κεφάλαιο συνεχώς σε επενδύσεις που (προβλέπεται ότι θα) είναι το περισσότερο δυνατό κερδοφόρες. Όπως είναι λογικό η ανάπτυξη και αναδιάρθρωση αυτού του κλάδου του κεφαλαίου[11], σε συνδυασμό με τις κυμαινόμενες νομισματικές ισοτιμίες και την τεράστια αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί σήμερα σε σχέση με πριν το 1971, έδωσαν τη δυνατότητα σε ολοένα και περισσότερες φράξιες του κεφαλαίου να κερδοσκοπούν μέσα από χρηματοπιστωτικές σπέκουλες.

Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της αναδιάρθρωσης (κατακερματισμός της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα και διεθνοποίηση μέσω της ανάπτυξης του χρηματιστικού κεφαλαίου) επέτρεψαν στο κεφάλαιο να ξεπεράσει τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1970 και ταυτόχρονα αποτέλεσαν τα βασικά στοιχεία της συσσώρευσης που οδήγησαν στην τρέχουσα ακόμη μεγαλύτερη κρίση:

Η διάσταση της αλλαγής των εργασιακών διαδικασιών οδήγησε και στη σχετική μείωση του μισθού στα ανεπτυγμένα κράτη του κεφαλαίου. Με την αλλαγή της τεχνικής σύνθεσης, που κυρίως αφορούσε την πολύ μεγάλη βελτίωση στις μεταφορές και επικοινωνίες επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τη διανομή και τον έλεγχο του ρυθμού παραγωγής, έγινε πιο εύκολη η διάλυση των καθετοποιημένων δομών παραγωγής, η ολοένα και μεγαλύτερη χρήση των εξωτερικών εργολαβιών. Έτσι ανοίχθηκε ο δρόμος στις ατομικές συμβάσεις και σε στρατηγικές μείωσης του εργατικού κόστους του κεφαλαίου (ημιαπασχόληση, εκ περιτροπής εργασία κτλ).

Αυτή όμως η αλλαγή της τεχνικής σύνθεσης δεν αποτέλεσε ταυτόχρονα την «τρίτη τεχνολογική επανάσταση» που θα απαιτούνταν για να δημιουργηθούν οι συνθήκες διατήρησης των ρυθμών ανάπτυξης μέσω μιας σημαντικής αύξησης της παραγωγικότητας ή/και μέσω της δημιουργίας ενός νέου (μετα;)-βιομηχανικού τομέα. Η ανάπτυξη ενός νέου τομέα, ή/και ενός νέου προιόντος (technical fix) που θα έθετε τις βάσεις για νέα δυναμική ανάπτυξη του κεφαλαίου όπως αυτή της κεϋνσιανής περιόδου πιθανόν χωρίς να χρειάζεται μαζική απαξίωση κεφαλαίου, δεν έγινε πραγματικότητα. Αντ’ αυτού, έγινε, και γίνεται ακόμη, προσπάθεια εύρεσης κερδοφόρας διεξόδου στην «παραγωγή καινοτομιών», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την δημιουργία τεχνητών μονοπωλιακών καταστάσεων. Με τη δέσμευση πατεντών ή/και την τεράστια δύναμη του marketing οι ισχυροί καπιταλιστές υπονομεύουν τη δυνατότητα ανταγωνισμού από τους πιο αδύναμους ή/και δεσμεύουν τα πιο αδύναμα κράτη στην υποχρεωτική κατανάλωση των προϊόντων τους[12].

Η ολοένα και πιο πλήρης ενσωμάτωση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης στον κύκλο του κεφαλαίου επέφερε αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες από την πλευρά του προλεταριάτου (υγεία, εκπαίδευση κτλ), η οποία όμως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από το κεφάλαιο γιατί, λόγω των εγγενών ορίων παραγωγικότητας στον τομέα των υπηρεσιών η κίνηση, αυτή υπονόμευσε τη διαδικασία της συσσώρευσης[13]. Κατ’ αυτή την έννοια, και μόνο, δημιουργείται μια ρήξη ανάμεσα στις «κοινωνικές ανάγκες» και τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι, το μοντέλο βασίστηκε για όσο γινόταν στη δημιουργία νέων κέντρων συσσώρευσης και στη δομική μείωση του κόστους (κυρίως του εργατικού) αλλά και στην εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου μέσω της αλλαγής της τεχνικής σύνθεσης.

Ο πολλαπλασιασμός των κέντρων συσσώρευσης είχε ως αποτέλεσμα αφενός να εφαρμοστεί το αναδιαρθρωμένο μοντέλο συσσώρευσης, με ποικίλες συνέπειες για κάθε ένα από τα κράτη ανάλογα με την ιστορική φάση συσσώρευσης του κεφαλαίου σ’ αυτό, αλλά και να απαξιωθεί κεφάλαιο στα βασικά κέντρα συσσώρευσης του ανεπτυγμένου καπιταλιστικά κόσμου. Η διεθνοποίηση πέρα από τη μεταφορά των παραγωγικών μονάδων περιλαμβάνει και την επιβολή των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής (ΠΔΠ) σε μη ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Το αποτέλεσμα της επιβολής των ΠΔΠ ήταν η εισροή εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους από μη ανεπτυγμένα κράτη προς τα ανεπτυγμένα, η επιτάχυνση της δημιουργίας του πλεονάζοντος για το κεφάλαιο πληθυσμού σε πλανητικό επίπεδο και η αναγκαστική πρόσδεση αυτού του πλεονάζοντος πληθυσμού στην ανεπίσημη ανταλλακτική οικονομία. Έτσι εμφανίστηκαν περιοχές «τρίτου κόσμου» στα μητροπολιτικά κέντρα του «πρώτου κόσμου» και ζώνες τύπου δυτικής ανάπτυξης στα «αναπτυσσόμενα κράτη». Η γενική τάση συμπίεσης των μεσαίων στρωμάτων του προλεταριάτου και αποκλεισμού των κατώτερων, όμως, κάνει τις πόλεις ολοένα και περισσότερο να αποτελούν εκφράσεις των εκρηκτικών αντιφάσεων της συσσώρευσης της τρέχουσας περιόδου.

Η διεθνοποίηση ενίσχυσε επίσης τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε «επενδυτικά funds». Η τεράστια δύναμη των συγκεντρωμένων «επενδυτικών» κεφαλαίων έχει, σήμερα πλέον, ως αποτέλεσμα να εκδηλώνονται «κερδοσκοπικές επιθέσεις» (ένας χιουμοριστικός όρος του οικονομικού τύπου) ακόμη και σε κράτη. Έτσι τα funds κερδίζουν άμεσα από την αύξηση των επιτοκίων και συμβάλουν στην επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων μέσω της οποίας διασφαλίζονται τα κέρδη τους. Αυτό όμως το δομικό και αναμενόμενο («κερδοσκοπικό») στοιχείο δεν είναι το «κακό πρόσωπο» του χρηματιστικού κεφαλαίου, σε αντίθεση με το υποτιθέμενο «καλό πρόσωπο», που θα είχε ένα περισσότερο τιθασευμένο χρηματιστικό κεφάλαιο το οποίο απλώς θα βελτιστοποιούσε την παραγωγική διαδικασία. Η ολοένα εντεινόμενη, με την πάροδο των χρόνων, τάση «επενδύσεων» του κεφαλαίου σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα (εκ των υστέρων αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για τζόγο) ήταν η ένδειξη της επερχόμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να διαφαίνεται πώς τα στοιχεία που ήταν υπεύθυνα για το δυναμισμό της συσσώρευσης ταυτόχρονα την υπέσκαπταν. Το 1997 εκδηλώθηκε η κρίση στην Ασία, και επεκτάθηκε, μέσω διαταραχών στην πετρελαική αγορά, στη Ρωσία και από κει στην κατάρρευση του Long Term Capital Management (την πρώτη κατάρρευση ενός κολοσσιαίου fund). Το μοντέλο άρχισε να βασίζεται πλέον ολοένα και περισσότερο στις φούσκες και στα δανεικά (η απαιτούμενη ένεση ρευστού για τη «διάσωση» της οικονομίας τότε ανήλθε στα 3,6 δις δολάρια) με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη dotcom φούσκα. Η κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία έδειξε ότι ο βαθμός άντλησης της υπεραξίας στα κέντρα συσσώρευσης της περιοχής δεν ήταν πλέον αρκετός για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του παγκόσμιου κεφαλαίου και επιτάχυνε τη μαζική μεταφορά μέσων παραγωγής στην Κίνα και το dotcom ήταν η τελευταία (;) απόπειρα μαζικής επένδυσης στην προσδοκία διατήρησης της κερδοφορίας μέσω της εξοικονόμησης σταθερού κεφαλαίου.

Τον κυριότερο ρόλο, παράλληλα με τη χρηματοπιστωτική σπέκουλα[14], στην περίοδο μετά το 2001, ανέλαβε η επέκταση των νέων εργασιακών σχέσεων και η συνεχής σχετική μείωση του άμεσου και έμμεσου μισθού των ντόπιων εργαζομένων στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη[15]. Παρά το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό σαν ποσοστό του πληθυσμού αυξήθηκε με την είσοδο πολλών γυναικών στην αγορά εργασίας, η μείωση του ποσοστού της παραγόμενης αξίας που αντιστοιχούσε στο μισθό ήταν τόσο μεγάλη, που το συνολικό εισόδημα της εργατικής πυρηνικής οικογένειας μειώθηκε τελικά, συγκρινόμενο με το μέσο επίπεδο κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης της προηγούμενης ιστορικής περιόδου. Επίσης το ξεπέρασμα του μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας και η αύξηση των ατομικών νοικοκυριών επέδρασε, σε συνδυασμό με την επισφάλεια και τη μετατροπή της υπο-απασχόλησης σε δομικό στοιχείο της αγοράς εργασίας, στην αδυναμία στήριξης του επιπέδου αναπαραγωγής από το μισθό . Η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης σιγά σιγά έγινε εφικτή μόνο με τη συμπλήρωση του ολοένα και μειούμενου χαμηλότερου μισθού με δάνεια[16]. Οι προλετάριοι, για να διατηρήσουν το επίπεδο αναπαραγωγής τους, βρέθηκαν χρεωμένοι σε ατομικό επίπεδο στις τράπεζες, και το μέλλον της αναπαραγωγής τους σε συλλογικό επίπεδο επίσης βρέθηκε υποθηκευμένο, μέσω της εμπλοκής των συνταξιοδοτικών τους ταμείων (που είναι οι «θεσμικοί επενδυτές») στο χοντρό χρηματοπιστωτικό παιχνίδι με τα παράγωγα CDS[17]. Ο μισθός έπαψε να αποτελεί το μόνο μέτρο του επιπέδου της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, δηλαδή, η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης, που ζει στα κράτη που βρίσκονται πιο ψηλά στην καπιταλιστική ιεραρχία, έτεινε να αποσυνδεθεί από το μισθό.

Too big to fail is also too big to move on: η κρίση αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου και η προσπάθεια επιβολής της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης

Η τρέχουσα κρίση εμφανίστηκε αρχικά ως αδυναμία αποπληρωμής στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, δηλαδή ως σχετική αδυναμία αναπαραγωγής του προλεταριάτου στην πρωτεύουσα του παγκόσμιου καπιταλισμού, αποκαλύπτοντας με τον πιο άμεσο τρόπο ότι το μοντέλο συσσώρευσης έφτασε στα όρια του. Η εξέλιξη της αντίφασης της αναδιαρθρωμένης εκμεταλλευτικής σχέσης οδήγησε σε μια πολύ σημαντική μεταβολή. Το κεφάλαιο, μέσα από τη συνεχή του κινητικότητα και την προσπάθεια βελτιστοποίησης της διαδικασίας άντλησης υπεραξίας, με πολύπλοκες μετρήσεις και μαθηματικά μοντέλα, προσπαθεί εναγωνίως να αποφεύγει, όσο είναι δυνατό, να διαπραγματεύεται με το προλεταριάτο για την τιμή της εργατικής δύναμης. Η εργατική δύναμη κοστολογείται πλέον μόνο ως έξοδο και δε λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας ανάπτυξης του κεφαλαίου, μέσω, για παράδειγμα, της διεύρυνσης της αγοράς. Στον ολοένα και πιο διεθνοποιημένο καπιταλισμό, το κάθε εθνικό ή περιφερειακό προλεταριάτο τείνει να αντιμετωπίζεται με αφηρημένο τρόπο, σαν μέρος του συνολικού παγκόσμιου προλεταριάτου, απολύτως εναλλάξιμο με οποιοδήποτε άλλο μέρος του. Το κεφάλαιο τείνει να συμπιέζει την τιμή της εργατικής δύναμης, τάση η οποία οδηγεί αντικειμενικά, αν και όχι άμεσα, στην ομογενοποίηση της τιμής αυτής διεθνώς. Η παραγωγικότητα τείνει να αποσυνδεθεί πλήρως από το μισθό και η αξιοποίηση του κεφαλαίου τείνει να αποσυνδεθεί από την αναπαραγωγή του προλεταριάτου, ενώ μέσω της εμβάθυνσης της πραγματικής υπαγωγής το κεφάλαιο τείνει να γίνει ο μοναδικός ορίζοντας αυτής της αναπαραγωγής. Από αυτή την αντίφαση παράγεται η αναγκαιότητα της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης για το κεφάλαιο και το όριο των σύγχρονων ταξικών αγώνων.

Ταυτόχρονα, η γενική τάση είναι η σχετική μείωση των θέσεων εργασίας ακόμη και στους τομείς των υπηρεσιών και της πραγματοποίησης της αξίας και η αναπαραγωγή του επισφαλούς/άνεργου προλεταριάτου αφήνεται υπό το βάρος της κρίσης χρέους ολοένα και περισσότερο στην καταστολή. Η ύπαρξη του προλεταριάτου αντιμετωπίζεται ως αναγκαίο κακό. Καθώς το κεφάλαιο όμως είναι αξία σε κίνηση και αναπαράγεται διευρυμένα μέσω της υπεραξίας που μπορεί να αντληθεί μόνο από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, η τάση αυτή είναι ένα αδιέξοδο που σήμερα ορίζεται ως προλεταριακός υπερπληθυσμός σε πλανητικό επίπεδο. Υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι σήμερα δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθούν αποδοτικά από το κεφάλαιο. Αυτή η κατάσταση δεν είναι συγκυριακή, το προλεταριάτο ως πόλος της αντιφατικής σχέσης του κεφαλαίου έχει την παράδοξη ιδιότητα πάντα να χρειάζεται και πάντα να περισσεύει, ακριβώς επειδή το προλεταριάτο υπάγεται ως εργατική δύναμη στο κεφάλαιο και ακολουθεί την πορεία της συσσώρευσης του. Η συσσώρευση του κεφαλαίου επιβάλλει τη δυναμική της αύξησης του πληθυσμού (που θα είναι διαθέσιμος ως εργατική δύναμη) αλλά η ίδια η εξέλιξη της συσσώρευσης προς την κρίση οδηγεί στη μετατροπή ενός μέρους αυτού του πληθυσμού σε υπερπληθυσμό από τη σκοπιά του κεφαλαίου[18]. Στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους η αναπαραγωγή του κεφαλαίου γινόταν περισσότερο ελεγχόμενα σε τοπικό επίπεδο από τη μορφή έθνος-κράτος. Με τη διαμεσολάβηση αυτής της πολιτικής μορφής επιλύθηκαν προσωρινά οι σημαντικές κρίσεις και ηττήθηκαν οι ιστορικές προλεταριακές επαναστάσεις. Σήμερα η αναδιάρθρωση, μέσα από τη βασική διάσταση της παγκοσμιοποίησης της just in time παραγωγής, έχει οδηγήσει στην έκρηξη της αντίφασης που από τη σκοπιά του κεφαλαίου λέγεται υπερπληθυσμός της γης[19] και έχει οδηγήσει το κεφάλαιο στην υιοθέτηση της κατασταλτικής διαχείρισης αυτής της αναγκαίας αλλά και επικίνδυνης για τη συσσώρευση του εξέλιξης.

Η οικονομική κρίση ορίζει το σημείο στο οποίο το μοντέλο που βασίστηκε στην αναδιάρθρωση και την επιταχυνόμενη περαιτέρω διεθνοποίηση φτάνουν στα όρια τους. Και οι δύο πυλώνες της αναδιάρθρωσης σε δύση και ανατολή που στήριξαν την ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους παρήγαγαν την κατάρρευση του. Στο τέλος της περιόδου που διανύουμε το κεφάλαιο απαντάει με την αναγκαστική προσπάθεια επιβολής της νέας φάσης της αναδιάρθρωσης βασιζόμενο, αναγκαστικά, στους ίδιους πυλώνες. Αφενός, επεκτείνει την εργασιακή ανασφάλεια και στους εργαζόμενους που έχουν απομείνει με συμβάσεις αορίστου χρόνου (ακόμη και στους «δημόσιους» υπαλλήλους του κάθε κράτους) και εμβαθύνει τον έλεγχο της κατανάλωσης σταθερού κεφαλαίου. Αφετέρου συνεχίζει την προσπάθεια της διεθνοποίησης, της μέγιστης δυνατής εκμετάλλευσης πληθυσμών και πόρων σε κάθε σημείο του πλανήτη.

Σ’ αυτό το σημείο καμπής στο οποίο αναδείχθηκε η αδυναμία επαρκούς για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου εκμετάλλευσης, υπό το βάρος των διάσπαρτων αλλά εντεινόμενων κοινωνικών αναταραχών, σε πολλές χώρες, τέθηκε, στο εσωτερικό του καπιταλιστικού στρατοπέδου σε ένα οριακό-περιθωριακό επίπεδο, το ζήτημα της αλλαγής πορείας και της εγκατάλειψης του «νεοφιλελεύθερου μοντέλου συσσώρευσης». Ακόμη όμως και η αδυναμία έκφρασης μιας συμπαγούς θέσης από τις φράξιες του κεφαλαίου που έθεσαν το ζήτημα αυτό κάνει εμφανές ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, τουλάχιστον υπό τη μορφή «στρατηγικής αλλαγής μοντέλου». Η διόγκωση του παγκόσμιου χρέους από τη μία πλευρά[20] και η απελευθέρωση τεράστιων ροών κεφαλαίου από την άλλη είναι οι πολύ ισχυροί παράγοντες που στρέφουν το παγκόσμιο κεφάλαιο προς τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970 με μεγαλύτερη ένταση πλέον.

Η σημερινή κρίση χρέους, η οποία έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι εξελίσσεται σε ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη και τείνει να γενικευθεί,[21] δεν προέκυψε ξαφνικά, φέρει μέσα της όλη την ιστορία του σύγχρονου μοντέλου συσσώρευσης και είναι επίσης έκφανση της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Η καπιταλιστική ιεραρχία μεταξύ των κρατών όρισε το πλαίσιο στο οποίο τα πιο ισχυρά κράτη προώθησαν τη διεθνοποίηση μέσω των διεθνών οργανισμών που ελέγχουν, στρατηγική η οποία είναι πάντα αντιφατική και στην οποία εκφράζονται και οι συγκρούσεις μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επιβολής της στρατηγικής των ισχυρών πόλων του κεφαλαίου αποτελεί η «κρίση χρέους των αναπτυσσόμενων κρατών» του 1982-85. Από τότε μέχρι σήμερα υπάρχει μια χρονο-γεωγραφική εξέλιξη του συσσωρευμένου χρέους, μια επιταχυνόμενη διόγκωση του και υπερχείλιση του από την περιφέρεια προς το κέντρο. Η διαδικασία αυτή συνδέεται με την εντατικοποίηση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και την ενδυνάμωση των υπερεθνικών καπιταλιστικών οργανισμών, δηλαδή τη δημιουργία μιας «διεθνούς των ισχυρών του κεφαλαίου». Η αντίφαση πια εντοπίζεται στο τεραστίων διαστάσεων χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο μη έχοντας αλλού να στραφεί επιδιώκει να κερδοσκοπήσει απομυζώντας ακόμη και τα «περιουσιακά στοιχεία» των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών[22]. Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο, η κρίση σήμερα τείνει να λάβει πλέον τη μορφή γενικευμένης κρίσης δημόσιου χρέους κρατών και ήδη μετατρέπεται σε νομισματική κρίση, θέτοντας ειδικά στην περίπτωση της Ευρώπης σε κίνδυνο στρατηγικές καπιταλιστικές συμμαχίες[23]. Η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από την πλευρά του κεφαλαίου ορίζει την έναρξη μιας νέας επίθεσης της καπιταλιστικής τάξης στο προλεταριάτο. Αν η κρίση επιλυθεί προσωρινά θα οδηγήσει στη δεύτερη φάση αναδιάρθρωσης του σύγχρονου καπιταλισμού (θεωρώντας την πρώτη φάση αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού το διάστημα από το 1973 μέχρι σήμερα).

Στο σημείο αυτό κρίσης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού (η έκβαση της οποίας διακυβεύεται στους τρέχοντες ταξικούς αγώνες), επιβεβαιώνεται ρητά το γεγονός ότι το προλεταριάτο περισσεύει και τείνει να αντιμετωπιστεί ως μια δεξαμενή η οποία θα ανακυκλώνεται και θα ανανεώνεται συνεχώς ανάλογα με τις “just in time” ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Δύο είναι τα στοιχεία που την ορίζουν: (Α) Η αγορά εργασίας αλλάζει συνεχώς χαρακτηριστικά, ρευστοποιείται όλο και περισσότερο και η εργασία και η ανεργία είναι δύο καταστάσεις στις οποίες θα εναλλάσσονται ολόκληρες κατηγορίες εργατικού δυναμικού για σύντομα χρονικά διαστήματα. (Β) Η νέα μεταφορά κεφαλαίου στη χρηματιστική σφαίρα, δηλαδή η μεταφορά του προβλήματος στο μέλλον. Στις 9 Μαΐου του 2010, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε συνεργασία με το ΔΝΤ πρόσφερε στις ευρωπαϊκές τράπεζες περίπου 1 τρις δολάρια. Η παροχή αυτή γίνεται μόνο με τον όρο της περαιτέρω ρευστοποίησης της αγοράς εργασίας και επανορίζει την κρίση ως νομισματική κρίση (καταρχήν κρίση του ευρώ).

Η εμβάθυνση της κρίσης δεν θα χαλιναγωγήσει το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αντίθετα, όλο και περισσότερο κεφάλαιο θα μεταφέρεται στη χρηματιστική σφαίρα, όλο και περισσότερο το κεφάλαιο θα συγκεντρώνεται και σε αυτή την έκφανση του. Όλο και περισσότερη σπέκουλα θα παράγεται από αυτό το γεγονός, δηλαδή όλο και περισσότερο θα παρακάμπτεται τελικά η διαδικασία παραγωγής υπεραξίας για να παράγεται κέρδος και να αποφεύγεται η, αναγκαία σήμερα πλέον, αλλά ιδιαίτερα επώδυνη, απαξίωση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ο κίνδυνος κρίσης του νομισματικού συστήματος, δηλαδή κρίσης της μετρησιμότητας της αξίας που ενέχει αυτή η εξέλιξη, είναι πραγματικός αλλά δεν οφείλεται σε κάτι άλλο από την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου η οποία είναι υπεύθυνη και για τα προβλήματα πραγματοποίησης της αξίας. Κάθε προσπάθεια να αποδοθεί δομικά ο κίνδυνος αυτός σε προβλήματα πραγματοποίησης της αξίας, ανεξάρτητα από τη διαδικασία παραγωγής της, έχει απολογητικό χαρακτήρα[24].

Η νομισματική κρίση σύντομα πρόκειται να πάρει τη μορφή της κρίσης εθνικής κυριαρχίας των κρατών (η περίπτωση της Ρουμανίας είναι το πρώτο παράδειγμα) και μέσα από αυτή την εξέλιξη διαφαίνεται η τάση αυτονόμησης της «διεθνούς του κεφαλαίου». Το διεθνές αυτό κύκλωμα κυκλοφορίας κεφαλαίου μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει με αυτή τη μορφή όσο τροφοδοτείται από εθνικές ή/και υπο-εθνικές ζώνες των οποίων η αναπαραγωγή θα απαιτεί ολοένα και περισσότερη καταστολή. Η αυτονόμηση της χρηματιστικής λειτουργίας του κεφαλαίου, είναι τόσο προχωρημένη, που έχει επιτευχθεί σχεδόν πλήρης κινητικότητα και ρευστότητα. Η υπέρμετρη επιτυχία της κατάργησης των φραγμών έχει οδηγήσει σε μια εξωφρενική «μόχλευση»: τα ποσά που διακυβεύονται είναι πάρα πολλές φορές μεγαλύτερα από το παγκόσμιο ΑΕΠ. Η υπέρμετρη επιτυχία του χρηματιστικού κέρδους έχει, αφενός, στρέψει τους παραγωγικούς καπιταλιστές στη χρηματιστική κερδοσκοπία και, αφετέρου, έχει προεξοφλήσει/ δεσμεύσει (σύμφωνα με υπολογισμούς) πάνω από μισό αιώνα παραγωγής κέρδους, δηλαδή, σε τελική ανάλυση υπεραξίας. Η υπέρμετρη επιτυχία της χρηματιστικοποίησης έχει μετατρέψει τη χρηματιστική λειτουργία του κεφαλαίου σε κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του κέρδους γενικά, ακόμα και για τις παραγωγικές επιχειρήσεις.

Η διαφαινόμενη επικράτηση, όμως, της παγκοσμιοποιημένης χρηματιστικοποίησης είναι ταυτόχρονα και η αχίλλειος πτέρνα της. Η κατάσταση που δημιουργεί η επικράτηση αυτή δεν είναι καθόλου σταθερή και βασίζεται τελικά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας, η οποία όμως έχει και απόλυτα όρια. Υπάρχει το ενδεχόμενο η κρίση αυτή, ως όξυνση της ταξικής πάλης, να οδηγήσει σε σοβαρές ενδοκαπιταλιστικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν ακόμη και στην κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και στην επιστροφή σε εθνικές περιχαρακώσεις και εθνικά νομίσματα. Για να πραγματοποιηθεί όμως ένας τόσο σημαντικός και τόσο μεγάλου μεγέθους μετασχηματισμός, είναι αναγκαία η μαζική απαξίωση κεφαλαίου, η εξάλειψη ενός μεγάλου μέρους του χρηματικού (πάντα υπό επένδυση σε κάποιο αόριστο μέλλον στην παραγωγή) κεφαλαίου, το οποίο μέχρι και σήμερα απαιτεί με στρατιωτικο-αστυνομική πειθώ να αποσπά κέρδη ενώ ταυτόχρονα σνομπάρει την πηγή τους: την παραγωγή υπεραξίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί αν, όπως φαίνεται αυτή τη στιγμή λογικό, αποφασιζόταν ότι, προκειμένου να χρεοκοπήσει ένα σημαντικό καπιταλιστικό κράτος (π.χ. Βρετανία) με όλες τις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο, θα ήταν προτιμότερο να χάσουν τα κεφάλαια τους οι πιστωτές της. Αυτό το ακραίο σενάριο, που περιλαμβάνει ραγδαία απαξίωση κυρίως χρηματιστικού κεφαλαίου, είναι πιθανό να πάψει να είναι ακραίο σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η διαγραφόμενη εξέλιξη δεν αποκαθιστά τη διαταραγμένη λειτουργία της παραγωγής αξίας, κάτι που σημαίνει ότι από την αντλούμενη υπεραξία δεν προκύπτει επαρκές ποσοστό κέρδους (έστω και μέσω της δυνατότητας που δίνει η χρηματιστικοποίηση να παράγεται κέρδος έμμεσα, παρακάμπτοντας το σκληρό πεδίο της παραγωγής).

Η εμπλοκή, πάντως, του ΔΝΤ στην «προσπάθεια διάσωσης της Ελλάδας από τη χρεοκοπία», που οδήγησε στη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης στις 9 Μαΐου 2010, ορίζει την έναρξη της εμβάθυνσης της αναδιάρθρωσης στα ευρωπαϊκά κράτη[25], στα οποία έχουν απομείνει περισσότερες «ανελαστικές» ρυθμίσεις της προηγούμενης περιόδου. Η Ελλάδα αποτελεί το πρώτο βήμα της στρατηγικής που το κεφάλαιο ακολουθεί για να επιβάλλει τη δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης. Το γεγονός ότι μια μειοψηφία του επισφαλούς προλεταριάτου εξεγέρθηκε τον Δεκέμβρη του 2008 κάνει το χώρο και το χρόνο εφαρμογής της έναρξης της παγκόσμιας επίθεσης ιδιαίτερα επικίνδυνο. Ο κίνδυνος φάνηκε άμεσα από την προλεταριακή αντίδραση, που κορυφώθηκε (έως τώρα) στη διαδήλωση της 5ης Μαΐου 2010, η οποία αποτέλεσε μια ένδειξη για το ότι η προσπάθεια επιβολής μιας δεύτερης φάσης αναδιάρθρωσης είναι πιθανό να προκαλέσει αντιδράσεις οι οποίες μπορεί να γενικευθούν σε εξέγερση. Παρά τον κίνδυνο όμως, ο μόνος τρόπος, να συνεχίσει το κεφάλαιο την πορεία του και να επιβραδύνει την επερχόμενη αναγκαστική απαξίωση είναι η επιβολή της δεύτερης αυτής φάσης της αναδιάρθρωσης, η οποία προοιωνίζεται πολύ πιο σκληρή από την πρώτη. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και η εμβάθυνση της κρίσης, επίσης.

Η κρίση της μισθωτής εργασίας

Κάθε καπιταλιστική κρίση είναι έκφανση μη αποδοτικής λειτουργίας του νόμου της αξίας[26] και κατάσταση που απαιτείται η βίαιη εκ νέου επιβολή του. Η μη αποτελεσματική λειτουργία του νόμου της αξίας σημαίνει μεταξύ άλλων ότι ο τρόπος μέτρησης της αξίας έχει διαστρεβλωθεί. Σήμερα η πραγματικότητα της κρίσης ως κρίσης χρέους, που τείνει να γίνει νομισματική και η κρίση αξιοπιστίας όλων των περίπλοκων μοντέλων μέτρησης και διαχείρισης κινδύνου επενδύσεων, θέτει το ζήτημα της κρίσης μετρησιμότητας της αξίας, δηλαδή, του χρόνου αφηρημένης εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των προϊόντων. Η σημερινή κρίση είναι υπαρξιακή κρίση της εργασίας, που εκφράζεται καταρχήν ως «κρίση της σύμβασης εργασίας».

Η «κρίση της σύμβασης εργασίας» θα μετατραπεί σε κρίση της εργασίας συνολικά μέσω της τάσης να απονομιμοποιηθούν οι μισθολογικές διεκδικήσεις[27]. Η συνεχής μείωση των μισθών[28] και η γενίκευση της κατάστασης επισφάλειας ορίζει το πεδίο των αναγκαστικά αμυντικών διεκδικήσεων «διατήρησης του μισθού». Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση του ποσοστού της διαθέσιμης εργατικής δύναμης που αξιοποιείται παγκόσμια ορίζει το περιεχόμενο της κρίσης της εργασίας ως κρίση αναπαραγωγής του προλεταριάτου και συνεπώς ως κρίση αναπαραγωγής της σχέσης κεφάλαιο. Η αναγκαία εργασία για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης γίνεται μικρότερη σαν τμήμα της εργάσιμης ημέρας αλλά η εργατική δύναμη που δεν έχει πρόσβαση στην εργασία αυξάνεται με ρυθμούς που θέτουν σε κίνδυνο τη διατήρηση του επιπέδου του πληθυσμού στα ανεπτυγμένα κράτη ακόμη και με τη στρατηγική του «μοιράσματος της φτώχειας».

Ο τρόπος κατανομής του προλεταριακού υπερπληθυσμού στον πλανήτη αυτή τη στιγμή κάνει ιδιαίτερα δύσκολο το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου παγκοσμίου πολέμου μεταξύ κρατών, ο οποίος θα αποτελούσε την καλύτερη μέθοδο της απαιτούμενης ραγδαίας απαξίωσης κεφαλαίου. Οι δύο όψεις της διεθνοποίησης, δηλαδή, το ξεπέρασμα του έθνους-κράτους ως σχετικά αυτόνομης μονάδας αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων και η συνεχής μετανάστευση προς όλες τις κατευθύνσεις με επακόλουθο τη διάχυση πολλών ειδών κουλτούρας στο μητροπολιτικό περιβάλλον, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την επιβολή μιας κλασσικής ενδοταξικής αναμέτρησης στο στυλ του πρώτου ή/και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου του 20ου αιώνα. Η προσπάθεια επιβολής της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης είναι ο πόλεμος που κήρυξε το παγκόσμιο κεφάλαιο στο παγκόσμιο προλεταριάτο ξεκινώντας από την Ευρώπη. Πρόκειται για «πόλεμο με άλλα μέσα», χαμηλότερης έντασης αλλά με καλύτερη δυνατότητα στόχευσης[29].

Ο πόλεμος αυτός με άλλα μέσα πρόκειται να θέσει σε κρίση την ίδια την ύπαρξη της μισθωτής εργασίας ως τρόπο αναπαραγωγής του προλεταριάτου σε παγκόσμιο επίπεδο, φυσικά με διαφορετική έκφανση στα κράτη ανάλογα με τη θέση τους στην παγκόσμια καπιταλιστική ιεραρχία. Η τάση όμως σύγκλισης των συνθηκών του πολέμου, άρα και του αγώνα, είναι πολύ σημαντική. Στους αγρότες του παγκόσμιου νότου που μετατρέπονται σε εποχιακούς επισφαλείς εργάτες για να επιβιώσουν, στους μετανάστες από τις περιοχές που ο πόλεμος ή οι φυσικές καταστροφές έχουν κάνει αβίωτες τις συνθήκες, στους εργάτες των νέων κέντρων συσσώρευσης που βρέθηκαν κατευθείαν στο αναδιαρθρωμένο μοντέλο των εργασιακών σχέσεων, στους νεόπτωχους επισφαλείς εργαζόμενους των πρώην κέντρων συσσώρευσης, στους κατοίκους των παραγκουπόλεων που ζουν χάρη στη μαύρη οικονομία της ανταλλαγής και του «εγκλήματος», σε όλους ο σύγχρονος καπιταλισμός της κρίσης επιφυλάσσει ακόμη μεγαλύτερη επισφάλεια και δυσκολία αναπαραγωγής, επιφυλάσσει αναγκαστικές συγκρούσεις για την ίδια την αναπαραγωγή τους.

Η απαξίωση κεφαλαίου που θα προκύψει αναγκαστικά από αυτή τη διαδικασία, αν ξεπεραστεί προσωρινά η κρίση και δεν μετατραπεί σε εξεγερτική κρίση, θα έχει σημαντικά αποτελέσματα. Θα διευρυνθεί με ταχύτατους ρυθμούς το τμήμα της τάξης που δεν θα έχει καμία πρόσβαση στην εργασία με αποτέλεσμα να πρέπει να βρει τρόπους αναπαραγωγής έξω από την επίσημη οικονομία. Θα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η μικρή εμπορική ιδιοκτησία με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο το ζήτημα του προλεταριακού υπερπληθυσμού. Θα προκύψουν συγχωνεύσεις των εταιρειών εργολαβιών, με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη μείωση των μισθών των εργαζομένων τους, που αποτελούν δείκτη των χαμηλότερων πραγματικών μισθών.

Επίσης, είναι πολύ πιθανή η γενίκευση τάσεων οργάνωσης της ανακύκλωσης της εργατικής δύναμης με μορφές όπως αυτές της ενοικίασης εργαζομένων σε ό,τι αφορά το κομμάτι της εργατικής δύναμης που είναι ελεύθερο με την αστική έννοια του όρου και της εκμετάλλευσης των φυλακισμένων. Η ενοικίαση εργαζομένων, με την τοποθέτηση ενός ενδιάμεσου φορέα διαχείρισης της δεξαμενής της εργατικής δύναμης, θέτει σε αμφισβήτηση τη σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου με τον καπιταλιστή που τον εκμεταλλεύεται, δηλαδή, την ίδια την ελευθερία του προλετάριου να πουλάει την εργατική του δύναμη. Αυτή η μορφή είναι σημαντική γιατί, όντας μια θεσμοθετημένη μορφή «μαύρης εργασίας», δείχνει προς την κατεύθυνση του αδιεξόδου της κατάστασης του ελεύθερου εργάτη η οποία αποτελεί και οριακό σημείο της επερχόμενης κρίσης της εργασίας. Η άλλη όψη αυτής της κρίσης είναι η ολοένα και μεγαλύτερη από τα μέσα του 1980 τάση να εκμεταλλεύεται το κράτος και το ιδιωτικό κεφάλαιο την εργασία των φυλακισμένων. Η τάση αυτή εμφανίζεται κυρίως στις ΗΠΑ, όπου το 1,5% του συνολικού πληθυσμού είναι στη φυλακή. Το 2005 ο αμερικανικός στρατός δημοσιοποίησε το σχέδιο μετατροπής στρατιωτικών μονάδων σε στρατόπεδα εργασίας για φυλακισμένους και τα τελευταία χρόνια το αγροτικό κεφάλαιο αντικαθιστά μικρό μέρος της εργατικής δύναμης των μεταναστών με εργατική δύναμη φυλακισμένων. Στις χώρες της Ευρώπης είναι δύσκολο να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο ακόμη αλλά ο σχηματισμός στρατοπέδων συγκέντρωσης για τους μετανάστες θα θέσει κάποια στιγμή αναγκαστικά το ζήτημα της κάλυψης του κόστους ύπαρξης των στρατοπέδων αυτών μέσα στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζουν τα κράτη. Έτσι κι αλλιώς, οι περιπτώσεις των εργατών γης στη Μανωλάδα Ηλείας το 2008 δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Αυτές οι διαπιστώσεις και η προβολή τους στο μέλλον δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια περιγραφής του λογικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η αντίφαση του κεφαλαίου σήμερα. Το λογικό αδιέξοδο δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια αναπόδραστη πορεία για το κεφάλαιο προς την κατάρρευση, ούτε υπάρχει κάποιου είδους όριο στη διευρυμένη αναπαραγωγή κάποιας μορφής καπιταλισμού. Μόνο με την κυοφορούμενη επανάσταση στην ταξική πάλη της σύγχρονης περιόδου μπορεί να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός.

Η καταστολή ως κοινωνική αναπαραγωγή

Αντιμετωπίζουμε τις όλο και πιο προκλητικές και αλαζονικές συμπεριφορές μιας αστυνομίας μόνιμα οπλισμένης κι έτοιμης να βλάψει, και της οποίας η πανταχού παρουσία στιγματίζει το έδαφος. Αυτή η εμπειρία δεν καταχωρήθηκε σε καμμία στατιστική, είμαστε όμως αμέτρητοι εμείς πάνω στους οποίους την εξασκεί -και ακόμα περισσότεροι για τους οποίους υπάρχει ως απειλή. Αμολώντας σκυλιά πάνω σε μεθυσμένους ξενύχτηδες έξω από κάποια γιορτή στη γειτονιά, ψεκάζοντας με χημικά θαμώνες ενός μπαρ επειδή διαμαρτυρήθηκαν για έναν έλεγχο, πλαστικές σφαίρες στο πρόσωπο μετά από μια ήρεμη διαδήλωση, εκκενώσεις καταλήψεων, χειροπέδες σε 14χρονα κορίτσια επειδή ανέβηκαν στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο, ψάξιμο στις τσάντες για ναρκωτικά με σκυλιά μέσα στα λύκεια, ρίξιμο στο έδαφος με λαβή στο μπράτσο για μια λέξη πιο έντονη απ’ τις άλλες, ξυλοδαρμοί και προσαγωγές οδηγών επειδή κόρναραν σε ασφαλίτικο που έκλεινε το δρόμο, εκφοβισμοί και βιαιοπραγίες κάθε είδους, απ’ τις οποίες οι μπάτσοι βγαίνουν πάντα κερδισμένοι – με αποκορύφωμα τις αποζημιώσεις ατυχημάτων που εισπράττουν μετά από ξυλοδαρμούς πολιτών.

(Απόσπασμα από κείμενο του Alessi DellUmbria για την αλληλεγγύη στους συλληφθέντες των ταραχών που ξέσπασαν στο Villiers-le-Bel του Παρισιού το Νοέμβρη του 2007, μετά τη δολοφονία δύο νεαρών από μπάτσους, μτφ: rioter.info).

Η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης, αν επιβληθεί, θα ωθήσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις αποσύνδεσης της αξιοποίησης από την κοινωνική αναπαραγωγή και μετατροπή της τελευταίας σε εκφάνσεις καταστολής. Η όψη αυτή συνδέεται με την αποσάθρωση της εργατικής τάξης ως συλλογικού υποκειμένου μέσα από τις αλλαγές στις εργασιακές διαδικασίες.

Το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δηλαδή, η περίθαλψη, η ασφάλιση, η εκπαίδευση, η καταστολή, στην κεϋνσιανή φάση ανάπτυξης του κεφαλαίου περιλαμβανόταν στις κρατικές δαπάνες. Στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό η στρατηγική ήταν να μειωθούν αυτές οι κρατικές δαπάνες μέσω της ιδιωτικοποίησης αρκετών σχετικών κλάδων. Στην πράξη όμως, κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, οι κρατικές δαπάνες για την περίθαλψη αυξήθηκαν σε όλα τα ανεπτυγμένα κράτη (The Economist 29/06/2010). Σήμερα, μέσα στην κρίση χρέους των κρατών, από τις δαπάνες αυτές απονομιμοποιούνται όλες οι υπόλοιπες και θεωρούνται απολύτως αναγκαίες μόνο οι δαπάνες για την καταστολή. Υπάρχει συνεχής μείωση κάθε είδους έμμεσου μισθού ακόμη και προσπάθεια από το κράτος να περιορίσει τα κέρδη των ιδιωτικών εταιριών περίθαλψης και ασφάλισης στις ΗΠΑ[30]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατασταλτικής διαχείρισης της αναπαραγωγής πλεονάζουσας εργατικής δύναμης είναι η αποστολή από την κυβέρνηση του Ομπάμα 1200 στρατιωτών για να περιπολούν τα αμερικανο-μεξικάνικα σύνορα, καθώς η εισροή εργατών «πρέπει να σταματήσει» μετά την απομάκρυνση των maquilas[31]. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης τείνει να αποσυνδεθεί από τη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Ο δημόσιος χώρος καταρχήν στο κέντρο των πόλεων που αποτελεί την χωροταξική έκφραση της ελευθερίας κίνησης του ελεύθερου εργάτη (φορέα του εμπορεύματος εργατικής δύναμης) τείνει να εκλείψει ως επικίνδυνο στοιχείο για ξέσπασμα ξαφνικών ταραχών. Ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας που αντικειμενικά αφορά πρώτα τους νέους, ορίζει τους νέους (και όσο βαθαίνει η κρίση η λογική αυτή αγγίζει τους εφήβους) ως επικίνδυνο υποκείμενο[32]. Ειδικά στην Ελλάδα οι σχετικοί φόβοι της αστικής τάξης γίνονται ολοένα και μεγαλύτεροι: «Επίσης στην κυβέρνηση έχουν πλέον γνώση ότι ο αντισυστημικός κύκλος, ειδικώς στη ζώνη της νεολαίας, τείνει να διευρυνθεί, ξεπερνά κατά πολύ πια τα όρια των Εξαρχείων και όπως όλα δείχνουν, βρίσκει πολλούς πρόθυμους να στρατευθούν και να συμμετάσχουν σε ομάδες και σχήματα άκρως επιθετικά» (εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ 27/6/2010).

Η αύξηση του τμήματος της τάξης που δεν έχει πρόσβαση σε επίσημη απασχόληση μόνιμα ή για πολύ μεγάλα διαστήματα και η διάχυση του φαινομένου και σε μεγαλύτερες ηλικίες θα σημάνει αύξηση της «εγκληματικότητας», με πιο πιθανή απάντηση του κράτους την γκετοποίηση-αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών μέσα στους αστικούς πολεοδομικούς σχηματισμούς. Η τάση δημιουργίας gated communities, δηλαδή φυλασσόμενων περιοχών κατοικιών, νησίδων ασφαλείας μέσα σε μια θάλασσα περιοχών κατοικιών χωρίς επαρκείς υποδομές θα γίνει ακόμη πιο ισχυρή. Η κατοικία, για μέρος του πληθυσμού, θα υπαχθεί σταδιακά στη σφαίρα της ανεπίσημης οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η αύξηση της βίας σε μοριακό επίπεδο και η ανάληψη της επιβολής του νόμου και της τάξης από μικρομαφίες κάθε τύπου, που θα βρίσκονται σε συνεννόηση με το κράτος ή υπό την ανοχή του, θα θέτουν ολοένα και περισσότερο την ύπαρξη του ελεύθερου εργάτη ως τέτοιου σε κρίση.

Για όλους αυτούς τους λόγους η διεκδίκηση της ύπαρξης του μισθού, που ήδη αποτελεί κεντρικό ζήτημα της ταξικής αντιπαράθεσης παγκόσμια, θα αποτελέσει το επόμενο διάστημα το πεδίο στο οποίο η ταξική σύγκρουση θα οξυνθεί. Το ζήτημα αυτό θα δημιουργήσει ρήξεις στο εσωτερικό των αγώνων, οι οποίες στον πολλαπλασιασμό τους θα οδηγήσουν στην αμφισβήτηση του κεφαλαίου, άρα και του προλεταριάτου ως τάξης. Για να δούμε πως προκύπτει η εξέλιξη αυτή πρέπει να μελετήσουμε τους αγώνες της τάξης που συμβαίνουν τώρα και να δούμε τι προεικονίζεται σε αυτούς.

Οι σύγχρονοι αγώνες του παγκόσμιου προλεταριάτου[33]

Η σημερινή κρίση παράχθηκε από τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Η αναδιάρθρωση που επέφερε ανάκαμψη της κερδοφορίας από το 1982 έως το 1997 αποτέλεσε το μετασχηματισμό της εκμεταλλευτικής σχέσης και των αγώνων που εμπεριέχονται σε αυτήν. Το περιεχόμενο της κυοφορούμενης επανάστασης κάθε ιστορικής περιόδου, συνεπώς και της τρέχουσας, προεικονίζεται στους καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου. Αυτό συμβαίνει γιατί οι αγώνες είναι συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής σχέσης, η σύγκρουση των πόλων της αντίφασης που συνεχώς μετασχηματίζει την αντίφαση (εκμετάλλευση), από την οποία και μόνο είναι δυνατό να παραχθεί ιστορικά η επανάσταση και μέσα από την επανάσταση ο ριζικός μετασχηματισμός του κεφαλαίου ή η καταστροφή του: το ξεπέρασμα της εκμετάλλευσης. Η σημερινή εκμεταλλευτική σχέση παράγει τους αγώνες του κατακερματισμένου και ολοένα και πιο επισφαλώς αναπαραγόμενου προλεταριάτου, του προλεταριάτου του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού.

Το κεφάλαιο επιτέθηκε συντονισμένα στο προλεταριάτο ειδικά στα βασικά κέντρα συσσώρευσής του μετά την ήττα των εργατικών αγώνων της περιόδου του «1968». Η περίοδος αυτή δεν ταυτίζεται για όλα τα καπιταλιστικά κράτη, συνεπώς δεν υπάρχει κανένα χρονικό σημείο απόλυτης ύφεσης των αγώνων σε πλανητικό επίπεδο. Πρόκειται για μια περίοδο που έχει τελειώσει αλλά το περιεχόμενο των αγώνων που αναπτύσσονται και ολοένα πληθαίνουν είναι διαφορετικό, είναι ιστορική παραγωγή της σύγχρονης μορφής της εκμετάλλευσης. Οι καθημερινοί διεκδικητικοί αγώνες της τρέχουσας ιστορικής περιόδου διαφέρουν από τους αγώνες των προηγούμενων ιστορικών φάσεων σε ένα βασικό σημείο. Οι διεκδικήσεις σήμερα δεν σχηματίζουν ένα επαναστατικό πρόγραμμα όπως γινόταν μέχρι την αρχή της αναδιάρθρωσης, την «περίοδο του ’68». Αυτό δεν συμβαίνει λόγω κάποιας «υποκειμενικής αδυναμίας» ή «έλλειψης συνείδησης» της εργατικής τάξης. Ο μετασχηματισμός των διεκδικήσεων των σύγχρονων αγώνων, οι ολοένα και δυναμικότεροι αγώνες έξω από το πεδίο της διαδικασίας παραγωγής υπεραξίας, η μοριακή και διάσπαρτη ανάπτυξη των αγώνων, η μείωση του ποσοστού της εργατικής τάξης που οργανώνεται στα συνδικάτα, η παραγωγή πρακτικών που αμφισβητούν την ίδια τη διεκδικητική αφετηρία του αγώνα και το ίδιο το συλλογικό υποκείμενο που αγωνίζεται ως τέτοιο και αποτελούν «ρήξη» στο εσωτερικό των αγώνων, η αύξηση των «ταραχών χωρίς διεκδικήσεις», όλα αυτά σημαίνουν ότι η επανάσταση σήμερα δεν προεικονίζεται στις «νίκες των αγώνων» του προλεταριάτου, ούτε στην «ενότητα της εργατικής τάξης». Ο μετασχηματισμός των διεκδικήσεων έχει ως όριο την ίδια την ουσία της προλεταριακής διεκδίκησης.

Η σύγχρονη διάρθρωση της σχέσης κεφάλαιο εκφράζεται στο γεγονός ότι κάθε διεκδίκηση από το προλεταριάτο βρίσκει, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που ικανοποιείται και πάλι την πραγματικότητα του κεφαλαίου, όπως αυτό είναι σήμερα: Την εντεινόμενη αναδιάρθρωση και τη διεθνοποίηση, την επισφάλεια, τη δυσκολία αναπαραγωγής της ζωής, την καταστολή. Το γεγονός ότι οι προλεταριακοί αγώνες, ανεξάρτητα από το πόσο μαχητικοί είναι, δεν μπορούν να αντιστρέψουν αυτήν την πορεία και να οδηγήσουν προς μία νέου τύπου κεϋνσιανή ρύθμιση δεν είναι ένδειξη αδυναμίας αλλά καθοριστικό περιεχόμενο της παρούσας διάρθρωσης της εκμεταλλευτικής σχέσης. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι μέσα στους καθημερινούς αγώνες να παράγονται πρακτικές έξω από το διεκδικητικό πλαίσιο, πρακτικές που μέσα στην εξέλιξη του διεκδικητικού αγώνα αμφισβητούν την ίδια τη διεκδίκηση. Οι πρακτικές αυτές παράγονται ως ρήξεις μέσα σε σημαντικούς ταξικούς αγώνες (όπως ο αγώνας ενάντια στο CPE στη Γαλλία το 2006, η γενική απεργία στη Καραϊβική το 2009, οι αντιδράσεις των εργαζομένων στις απολύσεις το 2009, το αμερικανικό φοιτητικό κίνημα του 2009-10, οι εξεγέρσεις στα κέντρα κράτησης των μεταναστών στην Ιταλία το φθινόπωρο του 2009, οι διεκδικήσεις για τα βασικά αγαθά στην Αλγερία, τη Ν. Αφρική, την Αίγυπτο τα τελευταία χρόνια) ή/και ως αγώνες χωρίς αιτήματα (όπως ο Νοέμβρης του 2005 στη Γαλλία, και ο Δεκέμβρης του 2008 στην Ελλάδα). Μελετώντας τους αγώνες διεθνώς διαπιστώνουμε ότι οι πρακτικές αυτές πολλαπλασιάζονται. Μέσα από τον πολλαπλασιασμό της «ρήξης με τη διεκδίκηση» η εργατική τάξη ανασυντίθεται, όχι πια ως τάξη για τον εαυτό της, αλλά ως τάξη ενάντια στο κεφάλαιο και συνεπώς ενάντια και στον εαυτό της.

Οι σύγχρονοι αγώνες της εργατικής τάξης είναι η υλική έκφραση των διεκδικήσεων και των προσδοκιών μέσα στην καπιταλιστική πραγματικότητα της κρίσης αναπαραγωγής της εργατικής τάξης ως παραγωγικής δύναμης και της ατομικής αναπαραγωγής του κάθε προλετάριου. Σήμερα πρόκειται για αγώνες που λαμβάνουν χώρα σε ένα πολυδιασπασμένο κοινωνικό περιβάλλον. Οι αγώνες συμβαίνουν μέσα στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και είναι συστατικό στοιχείο της. Το πλαίσιο τους είναι η αμφισβήτηση της σύμβασης εργασίας, η αμφισβήτηση του μισθού από το κεφάλαιο παγκόσμια, ουσιαστικά η παραγόμενη αμφισβήτηση της μισθωτής εργασίας όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Οι διαφορετικές εκφάνσεις της αναδιάρθρωσης, σε διαφορετικά κράτη ή/και διαφορετικούς κλάδους του κεφαλαίου, ορίζουν τους διαφορετικούς αγώνες της τάξης αλλά υπάρχουν κάποια στοιχεία που συνθέτουν το γενικό περίγραμμα και διαφοροποιούν τους αγώνες αυτής της περιόδου από τους αγώνες της περιόδου του ‘68.

Οι αγώνες (α) εμφανίζονται ολοένα και περισσότερο έξω από τη σφαίρα της παραγωγής αξίας (ειδικά στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της δύσης και στα κράτη που βρίσκονται στα τελευταία σκαλιά της καπιταλιστικής ιεραρχίας) και (β) ακόμη και στη σφαίρα της παραγωγής τείνουν όλο και περισσότερο να γίνουν αγώνες διεκδίκησης της ίδιας της αναπαραγωγής καθώς αυτή αμφισβητείται για ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου προλεταριάτου (δες και το κείμενο Δημοκρατία: Καμία διέξοδος). Οι προλετάριοι διεκδικούν με αγώνες που δίνονται κυρίως σε μοριακό επίπεδο. Εμφανίζονται συγκρούσεις πρόσωπο με πρόσωπο που γίνονται πλέον περισσότερο σε επίπεδο συγκεκριμένης επιχείρησης παρά σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει γιατί η κατάσταση γενικευμένης επισφάλειας οδηγεί σε συγκρούσεις που αφορούν άμεσα το ζήτημα της διατήρησης της δυνατότητας αναπαραγωγής και δεν τίθεται ζήτημα συνολικής αλλαγής της κατάστασης αυτής, μέσα στη σχέση του κεφαλαίου. Οι προλετάριοι, κυρίως οι νεότεροι, αλλά όσο διαχέεται η επισφάλεια με τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, δε συνδέουν το μέλλον τους με το μέλλον της επιχείρησης στην οποία εργάζονται, πόσο μάλλον με το μέλλον του κλάδου τους. Η αντικειμενική τους κατάσταση είναι τέτοια που δεν επιτρέπει, όχι μόνο τη σχεδίαση καριέρας αλλά ούτε και την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει μια δουλειά από την οποία μπορεί να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς. Η επισφάλεια θέτει το επείγον ζήτημα της αναπαραγωγής: «να τη βγάλουμε τώρα και βλέπουμε». Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν αγώνες που δίνονται σε τέτοια βάση να συνδεθούν μεταξύ τους σε ένα στρατηγικό-προγραμματικό επίπεδο.

Στις προηγούμενες περιόδους, στις οποίες φαινόταν περισσότερο δυνατό να υπάρξει μια «πολιτική ενοποίηση» της εργατικής τάξης μέσα από τους διεκδικητικούς αγώνες της, αυτό οφειλόταν στα πρακτικά διακυβεύματα των αγώνων που δημιουργούσαν αυτές τις συνδέσεις. Στην προηγούμενη περίοδο, που το κεφάλαιο χαρακτηριζόταν από τη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα (ο βαθμός σύνδεσης φυσικά επιτυγχανόταν μέσα από σκληρούς αγώνες), είχε νόημα να παλέψει ο νέος επισφαλής για να μπει στον εργοστασιακό στρατό που θα του εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της ζωής του. Στη συνέχεια οι νικηφόροι διεκδικητικοί αγώνες γεννούσαν τους επόμενους αυτού του είδους με στόχο ακόμη ευνοϊκότερη διανομή του αποτελέσματος της αύξησης της παραγωγικότητας. Το όριο της ιστορικής παραγωγής αγώνων της περιόδου 1945-1979 εκφράζεται στην «αυτονομία της εργατικής τάξης»[34]. Στο τελευταίο διάστημα της περιόδου αυτής, η προλεταριακή αυτονομία εκφράστηκε και ως «αυτό-άρνηση του προλεταριάτου». Η ενσωμάτωση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου είχε πάμπολλες πρακτικές συνέπειες στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής την περίοδο αυτή και, ειδικότερα, στην κατάσταση της νεολαίας: όλες οι πτυχές της προετοιμασίας της για να γίνει κρέας για υπεραξία επιδέχονταν μια αμφισβήτηση η οποία ήταν μεν αμφισβήτηση της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά ήταν ταυτόχρονα και αμφισβήτηση μιας δυνητικής, μελλοντικής κατάστασης. Αυτό ίσχυε, τηρουμένων των αναλογιών, και για τις άλλες πτυχές της κοινωνικής ζωής και εκφράστηκε μέσα στα «νέα κοινωνικά κινήματα» της εποχής. Η αμφισβήτηση όμως της «προλεταριακής ύπαρξης», δηλαδή τελικά των προλεταριακών συνθηκών, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το όριο της αυτονομίας γιατί εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, έστω κι αν εκφράστηκε με διαφορετικό πρόσημο. Η άρνηση της εργασίας, ο αναχωρητισμός, ο εναλλακτικός τρόπος ζωής, τα ναρκωτικά, η ειδική φεμινιστική αμφισβήτηση της σχέσης του φύλου, κάθε στρατηγική, κάθε τακτική, κάθε προσπάθεια να αποφευχθεί η ταξική θέση μέσα σ’ αυτό το σύστημα σχέσεων τελικά εντάχθηκε και εντάσσεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο αναδιαρθρωμένο κεφάλαιο. Η απελευθέρωση από την προλεταριακή συνθήκη δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την καταστροφή της ίδιας της αξίας, δηλαδή την καταστροφή των σχέσεων που την παράγουν, κάτι που δεν μπορεί να αποτελεί άθροισμα ατομικών επιλογών αποστασιοποίησης από την κοινωνική ζωή ή άθροισμα στρατηγικών επιθέσεων στην κάθε επιμέρους μορφή του κεφαλαίου ξεχωριστά.

Σήμερα, μέσα στην κρίση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, μέσα σε ένα περιβάλλον ισχυρότατου ανταγωνισμού και μεταξύ των κεφαλαίων και μεταξύ των προλετάριων παγκόσμια, μια στρατηγική της τάξης για τον εαυτό της, η οποία προκύπτει από την ενδυνάμωση της θέσης της μέσα στο κεφάλαιο είναι εκτός θέματος. Ο επισφαλής προλετάριος δεν είναι η αντικατάσταση της εργατικής φιγούρας του εργάτη-μάζα, είναι η ενσάρκωση της διάχυσης της επισφάλειας της αναπαραγωγής της ζωής σε μια προλεταριακή φιγούρα που κινείται συνεχώς μεταξύ εργασίας και ανεργίας κάτω από ένα καθεστώς ασφυκτικής καταστολής χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον.

Αυτή η ασφυκτική κατάσταση ορίζει την εργατική δύναμη ως κάτι ρευστό που χάνει και τα τελευταία υπολείμματα ακαμψίας με τη συνέχιση της αναδιάρθρωσης. Η απομαζοποίηση της εργατικής τάξης είναι ταυτόχρονα η δυσκολία διεξαγωγής του διεκδικητικού αγώνα και η δυνατότητα ιστορικής παραγωγής από τους καθημερινούς αγώνες των πρακτικών που θα πολλαπλασιαστούν γρήγορα και εκρηκτικά και θα ξεκινήσουν την επαναστατική διαδικασία καταστροφής του καπιταλισμού. Τo επίπεδο και η ένταση της σύγκρουσης με το κεφάλαιο οδηγούν σε συγκρούσεις στο εσωτερικό των αγώνων. Ο μετασχηματισμός αυτός χαρακτηρίζει τη σύγχρονη αντίφαση μεταξύ των τάξεων, και εκφράζεται ως συγκεκριμένη κάθε φορά πρακτική ενός αγώνα σε μια δεδομένη στιγμή, μέσα σε δεδομένες συνθήκες. Η διαδικασία αυτή προεικονίζεται σε σημαντικούς αγώνες στην περίοδο της κρίσης:

Από την εξέγερση στη Γαλλία του 2005-06
στην εξέγερση στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008

Η απουσία αιτημάτων της εξέγερσης στα προάστια των γαλλικών πόλεων το 2005 έθεσε σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα εξεύρεσης οποιασδήποτε λύσης για την κρίση αναπαραγωγής του πιο καταπιεσμένου και αποκλεισμένου κομματιού του προλεταριάτου που ζει στη Γαλλία. Η απουσία των αιτημάτων διακήρυσσε ότι πλέον το αίτημα δεν μπορεί να έχει το ρόλο που είχε πριν φτάσει το τρέχον μοντέλο συσσώρευσης κοντά στην κατάρρευση του. Το κίνημα δεν ήταν αποτελεσματικό. Οι πρακτικές του έδειχναν ότι οι εξεγερμένοι δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσουν την ένταξη τους στην προλεταριακή κανονικότητα, στη θεσμοθετημένη μισθωτή εργασία. Η θέση των προλετάριων που συμμετείχαν ώθησε τη διαδικασία μετασχηματισμού του αιτήματος να πάρει τη μορφή απουσίας αιτήματος. Η θέση των φοιτητών του κινήματος ενάντια στο CPE λίγους μήνες αργότερα διατήρησε την ύπαρξη ενός αιτήματος (την απόσυρση του νόμου) το οποίο όμως επίσης δεν μπορούσε να παίξει έναν ενοποιητικό ρόλο με άλλα κομμάτια της τάξης, ούτε μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας πολιτικής στρατηγικής. Το αίτημα δεν μπορούσε να θέσει σε αμφισβήτηση την επισφάλεια, έθεσε έναν περιορισμό στην ταχύτητα της εμβάθυνσης της. Το κίνημα συνέκλινε αναγκαστικά με βάση το περιεχόμενο του προς την εξέγερση των προαστίων, αλλά δεν μπορούσε να συνυπάρξει ειρηνικά με τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αμφισβήτηση του αιτήματος, άρα και του κινήματος αυτού. Η σύγκλιση δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί στη βάση μιας «σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου», κάτι παντελώς άσχετο με τους εξεγερμένους των προαστίων. Έτσι, η συνύπαρξη των νέων από τα προάστια με τους φοιτητές και τους εργαζόμενους του κινήματος του Μαρτίου του 2006 ήταν συγκρουσιακή. Η πλειοψηφία των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων ήταν φίλα προσκείμενη σε ένα κίνημα μόνο κατ’ όνομα φοιτητικό καθώς αφορούσε τις εργασιακές σχέσεις των νεοεισερχόμενων στην εργασία, αλλά δε συμμετείχε στο κίνημα αυτό. Η ιστορική παραγωγή της αναδιαρθρωμένης εκμεταλλευτικής σχέσης στην Ελλάδα αποτελεί ανάπτυξη που συνδέεται με την εμπειρία στη Γαλλία. Οι νέοι επισφαλείς εργαζόμενοι/άνεργοι στην Αθήνα συναντήθηκαν με καλύτερους όρους με το πιο αποκλεισμένο κομμάτι του προλεταριάτου. Οι μάχες σε κάποιες περιπτώσεις δόθηκαν από κοινού και οι συγκρούσεις μεταξύ των επισφαλών και των περισσότερο αποκλεισμένων ήταν εσωτερικές, ήταν στο πλαίσιο μιας συνάντησης των πρακτικών. Η σχέση του Δεκέμβρη όμως με το «σταθερό» κομμάτι της μεγαλύτερης σε ηλικία εργατικής τάξης[35] παρέμεινε στο επίπεδο της συμπάθειας. Οι ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε δύο χώρες πολύ διαφορετικές, που ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία δημιούργησαν διαφορετικά όρια στις εξεγέρσεις. Εκείνο όμως που συνδέει τις εξεγέρσεις αυτές είναι α) η οριακή έκφραση του μετασχηματισμού του περιεχομένου των αιτημάτων ως απουσία αιτημάτων και β) η αδυναμία της εξέγερσης να διαχυθεί στο πιο «σταθερό» κομμάτι του προλεταριάτου ώστε να αμφισβητήσει την παραγωγή υπεραξίας.

Η εξέγερση στnν Καραϊβική

Η έκκληση για ηρεμία από τον ηγέτη της LKP

Αντιμέτωπος με αυτόν τον βίαιο ξεσηκωμό ο Elijah Domota, ο αρχηγός της «ένωσης εναντίον της υπερ-εκμετάλλευσης (LKP)», ενός οργανισμού που καθοδηγούσε την απεργία η οποία παρέλυσε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και την καθημερινότητα στο νησί από τις 20 Ιανουαρίου, έκανε «έκκληση για ηρεμία» τα μεσάνυχτα. «Μη βάζετε τη ζωή σας σε κίνδυνο, μη βάζετε τις ζωές άλλων σε κίνδυνο», είπε. «Μην απαντάτε στις προκλήσεις» είπε απευθυνόμενος στους νέους ζητώντας την ίδια στιγμή από το νομάρχη «να αποσύρει την αστυνομία». Το πρωί μιλώντας στο RTL o Domota κατηγόρησε την αστυνομία για ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι στους διαδηλωτές. Σύμφωνα μ’ αυτόν η Γουαδελούπη αντιμετωπίζεται με «περιφρόνηση».

Le Parisien 18/2/2009

Η γενική απεργία που κηρύχτηκε στη Γουαδελούπη στις 20 Ιανουαρίου του 2009, διαδόθηκε γρήγορα στην υπόλοιπη Καραϊβική, εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε συγκρούσεις με την αστυνομία, λεηλασίες και καταστροφές κρατικών κτιρίων και κράτησε 44 ημέρες. Σε ένα «νομό της Γαλλίας» που η σχέση του με το κέντρο έχει ακόμη αποικιακά χαρακτηριστικά, ένας αγώνας που εντάσσεται στο πλαίσιο των “food riots”, καθώς ταραχές με παρόμοιες αιτίες έχουν ξεσπάσει πρόσφατα στην Αίγυπτο, την Ινδία και πολλά ακόμη κράτη, είναι λογικό να έχει έντονα αντι-αποικιακά χαρακτηριστικά. Η ανεργία είναι στο 22% και το 8% του πληθυσμού ζει αποκλειστικά από «επιδόματα φτώχειας». Η βιομηχανία κατά κύριο λόγο είναι τουριστική, κάτι που ευνοεί τη μαύρη εργασία και τη δημιουργία δικτύων ανεπίσημης οικονομίας. Η ξαφνική αύξηση των τιμών πυροδότησε την κήρυξη γενικής απεργίας από το LKP[36], μια πολύ ισχυρή ομοσπονδία συνδικάτων και οργανώσεων, με αντι-αποικιακό πολιτικό προσανατολισμό, το οποίο προσπάθησε να συμπυκνώσει τον αγώνα για την αναπαραγωγή σε ένα μισθολογικό αίτημα αύξησης 200€. Το LKP εκπροσωπούσε το σταθερό κομμάτι της εργατικής τάξης (κυρίως δημοσίους υπαλλήλους). Σε πολύ μεγάλο βαθμό το συγκεκριμένο αίτημα δεν αφορούσε τους ανέργους και τους νέους οι οποίοι με τις πρακτικές της καταστροφής το έθεσαν σε αμφισβήτηση. Παρά το γεγονός αυτό, η ρήξη που δημιουργήθηκε μέσα στο κίνημα από τα διαφορετικά κομμάτια με τις διαφορετικές πρακτικές τους δεν πήρε βίαιη μορφή (παρά το θάνατο ενός συνδικαλιστή στα οδοφράγματα) και δεν έθεσε τελικά σε αμφισβήτηση το ίδιο το διεκδικητικό κίνημα. Η ιστορική κληρονομιά της αποικιοκρατίας έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να συνυπάρχουν παράλληλα τα διαφορετικά κομμάτια. Έτσι την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας αύξησης των μισθών, στη Μαρτινίκα (στην οποία επεκτάθηκε το κίνημα) το πλήθος τραγουδούσε ”Matinik leve” (Μαρτινίκα ξεσηκώσου) και έβριζε τους “Bekes”, τη μειονότητα των λευκών που ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με την καπιταλιστική τάξη.

Ένα χρόνο μετά, το LKP κάνει ό,τι μπορεί για να συγκρατήσει ένα νέο ξέσπασμα του επισφαλούς και άνεργου κομματιού του προλεταριάτου. Η αύξηση του μισθού έχει εξανεμιστεί κυρίως από τις αυξήσεις στα καύσιμα, αλλά το LKP δεν προκηρύσσει γενική απεργία φοβούμενο «το κακό που θα κάνει κάτι τέτοιο στην οικονομία της Γουαδελούπης».

Ο νομάρχης της Γουαδελούπης Nicolas Desforges, ο αντιπρόσωπος του γαλλικού κράτους, χαιρέτησε το «νέο ξεκίνημα» του νησιού. ”Αυτή είναι μια σημαντική στιγμή.” είπε. «[Η Γουαδελούπη] πρέπει να γυρίσει στη δουλειά από αύριο. Πρέπει να καλύψει την καθυστέρηση. Πρέπει να δουλέψει δύο φορές πιο σκληρά γιατί για να δοθούν οι αυξήσεις των 200 ευρώ πρέπει πρώτα να υπάρχουν οι εταιρείες που θα τις δώσουν, και για να τις δώσουν πρέπει να ευημερούν και για να ευημερούν απαιτείται δουλειά».

BBC 5/3/2009

Οι συνεχώς εντεινόμενες ταραχές στην Κίνα

Τις τελευταίες εβδομάδες έχει κυκλοφορήσει ευρύτατα στο internet η ομιλία του εξέχοντος Κινέζου διανοούμενου Yu Jianrong. Στην ομιλία αυτή ο κ. Yu περιγράφει την ανάδυση ενός νέου τύπου κοινωνικής αναταραχής την οποία αποκαλεί «εκρηκτικά περιστατικά» (venting incidents): σύντομα, αυθόρμητα ξεσπάσματα οργής του κόσμου εναντίον των αρχών ή των πλουσίων. Οι προσπάθειες της Κίνας να επιβάλει «άκαμπτη (καθόλου ευέλικτη) σταθερότητα», σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι πλέον ανεκτές και θα μπορούσαν να καταλήξουν σε «μεγάλη κοινωνική καταστροφή». Ακόμη και τα στελέχη της κυβέρνησης, σημειώνει, προειδοποιούν μιλώντας σε κλειστούς κύκλους ότι τα χειρότερα έπονται.

(Economist 31/3/2010)

Η είσοδος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία μετά το 1989 συνέβαλε σημαντικά στη διατήρηση της ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και αποτέλεσε το πιο σημαντικό βήμα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Η άντληση υπεραξίας, με την απόλυτη μορφή της μέσω του εξαναγκασμού των κινέζων εργατών να δουλεύουν πάρα πολλές ώρες την ημέρα για πολύ χαμηλούς μισθούς[37] και με τη σχετική μορφή της μέσω της μεταφοράς εξελιγμένων τεχνολογικά μέσων παραγωγής από τα δυτικά κράτη, ήταν πολύ πιο αποδοτική στην Κίνα από ό,τι στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη. Το γεγονός αυτό ευνόησε μια μαζική, άνευ προηγουμένου μεταφορά της παραγωγής εκεί κάτι που είχε ως αποτέλεσμα μια ταχύτατη διαδικασία τύπου πρωταρχικής συσσώρευσης η οποία έλαβε χώρα με τις εργασιακές διαδικασίες της αναδιάρθρωσης. Η ταχύτητα με την οποία διευθύνει τη μεταφορά των επενδύσεων το χρηματιστικό κεφάλαιο ψάχνοντας το δυνητικά φθηνότερο και πιο υπάκουο εργατικό δυναμικό οδήγησε μέσα σε λίγα χρόνια ορισμένες περιοχές της Κίνας από την εκβιομηχάνιση στην αποβιομηχάνιση. Η κατάσταση αυτή γέννησε κοινωνικές εντάσεις κάθε τύπου: α) αντιδράσεις των αγροτών που χάνουν την (κοινή) γη τους, β) αντιδράσεις της υπάρχουσας προ του 1990 βιομηχανικής-εργατικής τάξης στην αναδιάρθρωση, γ) αγώνες των άνεργων-επισφαλών εργατών που δημιούργησε η αναδιάρθρωση και δ) κινήματα πολιτικών δικαιωμάτων.

Η ανάλυση των ταξικών αγώνων στην Κίνα είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί στα πλαίσια αυτού του κειμένου[38]. Η ανάλυση θα περιοριστεί στην εξέταση της ποιότητας της αναπτυσσόμενης κοινωνικής αναταραχής[39]. Η ταχύτατη αύξηση του αριθμού των απεργιών, πορειών και συγκρούσεων από μόνη της δείχνει ότι το μονολιθικό μοντέλο της κατασταλτικής επιβολής της αναδιάρθρωσης στην Κίνα βρίσκεται σε κρίση. Εκείνο όμως που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι το περιεχόμενο των συγκρούσεων δείχνει ότι η συνοχή ολόκληρου του κοινωνικού ιστού που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο κράτος και στην παράδοση βρίσκεται σε κίνδυνο.

Οι κοινωνικές εντάσεις των τεσσάρων τύπων που αναφέρθηκαν προηγουμένως έχουν κοινή βάση τη διεκδίκηση της αναπαραγωγής η οποία έχει τεθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό σε κίνδυνο μέσα από τη διαδικασία μετασχηματισμού της Κίνας σε «καπιταλιστικό κράτος δυτικού τύπου χωρίς δημοκρατία» που ξεκίνησε από το 1978. Ακόμη και πίσω από τα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων βρίσκεται η διεκδίκηση της αναπαραγωγής, όπως αναφέρει σε μια διάλεξη του ο κοινωνιολόγος Yu Jianrong: «Πιστεύω ότι το πραγματικό κίνητρο των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα είναι οικονομικό. Είτε συμμετέχουν εργάτες, είτε αγρότες το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των κινημάτων αυτών είναι ότι πρόκειται για μάχες με οικονομικά διακυβεύματα και όχι πολιτικά. Απλώς θέλουν λεφτά. Δε θέλουν να πάρουν την εξουσία, ούτε να καταλάβουν κυβερνητικές θέσεις. Κανείς δε βγαίνει στους δρόμους για να ζητήσει να παραδώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα, ή η τοπική διοίκηση, την εξουσία. Κανείς δεν προτείνει να ξεσηκωθεί ο λαός για να καταλάβει την εξουσία όπως στην Πολιτιστική Επανάσταση. Ακόμη και αν έπεφτε η κυβέρνηση αυτό θα γινόταν λόγω των οικονομικών αιτημάτων και [ο λαός] δε θα ζητούσε να πάρει την εξουσία. Κανείς δεν προτείνει να πέσει αυτή η κυβέρνηση για να αναλάβει μια άλλη τη διακυβέρνηση της χώρας». Το πιο σημαντικό στοιχείο των διεκδικήσεων όλων των τύπων είναι ότι παίρνουν ολοένα και πιο άγρια μορφή. Μια αυθόρμητη απεργία που ξεκίνησε όταν ανακοινώθηκε η ιδιωτικοποίηση μιας κρατικής μεταλλευτικής εταιρείας οδήγησε στη δολοφονία του αφεντικού-κρατικού λειτουργού: Από την ίδια ομιλία του Yu: «Στις 24 Ιουλίου 2009 κατά τη διάρκεια μιας απεργίας στην εταιρεία Tonghua Iron and Steel δολοφονήθηκε ο γενικός διευθυντής. Ο Chen [ο γενικός διευθυντής] ανακοίνωσε ότι οι περισσότεροι εργαζόμενοι θα απολύονταν σε τρεις μέρες, σύμφωνα με την ανακοίνωση της αστυνομίας. Όταν τους ανακοίνωσε ότι ο αριθμός των εργαζομένων θα μειωθεί από 30000 σε 5000 και απαίτησε να γυρίσουν αμέσως στη δουλειά τους, το πλήθος εξερράγη από θυμό… Χτυπημένος από τους εργάτες, ο Chen Guojun πέθανε την ίδια νύχτα. Τρεις μέρες αργότερα ο όμιλος Jianlong Steel ανακοίνωσε την ακύρωση της εξαγοράς του εργοστασίου… Οι εργάτες πολλών πρώην κρατικών επιχειρήσεων σε πολλά μέρη άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα σχετικά με αυτό το γεγονός. Ένα από αυτά ήταν: «τι κάναμε στο μεγάλο αφεντικό της Tonghua που ήταν κακό»; Αυτό τρομοκράτησε πολλά διευθυντικά στελέχη των πρώην κρατικών επιχειρήσεων που επιχειρούσαν αναδιάρθρωση και άρχισαν να μην εμφανίζονται στη δουλειά. Γιατί; Φοβούνταν μην τους σκοτώσουν».

Ακόμη και φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά οδηγούν σε ταραχές μεγάλης έκτασης οι οποίες περιλαμβάνουν καταστροφές κρατικών κτιρίων και λεηλασίες εμπορευμάτων. Στην πόλη Chizhou στις 26 Ιουνίου 2005 η επίπληξη ενός οδηγού σε ένα αγόρι που πέρασε απρόσεκτα το δρόμο και χτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του οδηγού είχε ως αποτέλεσμα να γίνει καταστροφή του αστυνομικού τμήματος, συγκρούσεις, καταστροφές κρατικών κτιρίων και λεηλασίες στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες. Η κρίσιμη λεπτομέρεια είναι ότι ο οδηγός ήταν ένας γνωστός πλούσιος ιδιοκτήτης επιχείρησης στην πόλη και η συμπεριφορά του θεωρήθηκε ενδεικτική της κτηνωδίας της καταστολής που ασκείται από τα αφεντικά και άξια εκδίκησης. Ένα αντίστοιχο περιστατικό στην πόλη Chongqing στις 18 Οκτωβρίου 2004 είχε οδηγήσει στην καταστροφή του αστυνομικού τμήματος και του κτιρίου περιφερειακής διοίκησης. «Γεγονότα αυτού του τύπου τα ονομάζω εκρηκτικά κοινωνικά περιστατικά (social venting incidents)» λέει ο Yu. «… Είπα ότι στην Κίνα πρόσφατα έχουμε μαζικά κοινωνικά γεγονότα που διαφέρουν από τα κινήματα υπεράσπισης δικαιωμάτων… Το πρώτο χαρακτηριστικό αυτών των περιστατικών είναι ότι οι συμμετέχοντες σε αυτά δε διατυπώνουν αιτήματα [προς το κράτος]. Κυρίως εκφράζουν προς ολόκληρη την κοινωνία συναισθήματα δυσαρέσκειας και θυμού. Με τι είναι θυμωμένοι; Με την κυβερνητική εξουσία και τους πλούσιους. Το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτών των γεγονότων είναι ότι οι συμμετέχοντες δεν είναι οργανωμένοι. Οι ταραχές ξεκινούν ξαφνικά και τελειώνουν ξαφνικά… Ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για εντελώς ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Ξυλοδαρμοί, σπασίματα, λεηλασίες, καψίματα, πράξεις αυτού του είδους συμβαίνουν σ’αυτές τις περιπτώσεις. Φέτος [2009] έχουν συμβεί αρκετά τέτοια γεγονότα». Σημαντικές ταραχές έχουν ξεσπάσει για διάφορους, φαινομενικά άσχετους μεταξύ τους, λόγους: Τον Αύγουστο του 2006 κάτοικοι κατέστρεψαν ένα εργοστάσιο και όλα τα κρατικά κτίρια της Ruian γιατί θεώρησαν υπεύθυνο τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου για την αυτοκτονία μιας εργάτριας που είχε παντρευτεί. Το 2007, αγρότες της περιοχής Shanwei λεηλάτησαν κατοικίες τοπικών κομματικών στελεχών οι οποίοι είχαν πουλήσει κοινή γη, κάτι που θεωρήθηκε προδοσία. Πολλά κομματικά στελέχη μετακόμισαν από φόβο σε άλλες περιοχές αφήνοντας κενό εξουσίας για κάποιο διάστημα. Το 2008 την ημέρα της εθνικής γιορτής έγιναν εκτεταμένες λεηλασίες σε καταστήματα που ήταν κλειστά λόγω αργίας και επενέβη ο στρατός στη Hunan. Στη Shishou, στις 17 Ιουνίου 2009, χιλιάδες εργαζόμενοι συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις της εθνοφρουράς γιατί δεν αποδόθηκαν ευθύνες στο αφεντικό για το θάνατο ενός εργαζόμενου που έπεσε από τον πρώτο όροφο του κτιρίου όπου εργαζόταν.

Όλα αυτά τα γεγονότα είναι έκφραση της απελπισμένης οργής ενός προλεταριάτου που υπέστη το «σπάσιμο του κοινωνικού συμβολαίου» το οποίο αποτελούσε το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής στην Κίνα μέχρι το 1989. Η εγγυημένη αναπαραγωγή έστω και σε χαμηλό επίπεδο και το μοίρασμα της φτώχειας για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού σε συνδυασμό με την ισοπεδωτική κρατική καταστολή είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν οι αρχικές συνθήκες για τις επενδύσεις του διεθνούς κεφαλαίου και της συνεπαγόμενης ανάπτυξης του κινεζικού. Τώρα, όμως, όλο και περισσότερο γίνεται αισθητό ότι το κράτος που συνεχώς απαλλοτριώνει ή εκποιεί γη και ιδιωτικοποιεί επιχειρήσεις αποτελεί ολοένα και περισσότερο τον κατασταλτικό μηχανισμό που διασφαλίζει τη χαμηλή τιμή της εργατικής δύναμης. Οι νέοι εργαζόμενοι, κυρίως οι εσωτερικοί μετανάστες οι οποίοι δε διαθέτουν τα κοινωνικά δικαιώματα στέγασης και περίθαλψης που θα διέθεταν αν παρέμεναν στη γενέθλια γη τους, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν πτυχία (ant tribes), βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση φτώχειας. Οι πρόσφατες αυτοκτονίες στην εταιρεία FoxConn, πολύ νέων σε ηλικία εργατών πιστοποιεί την ύπαρξη «κρίσης στις εργασιακές σχέσεις»[40] η οποία σε συνδυασμό με τη δημογραφική εξέλιξη που έχει επιφέρει η επιβολή της «πολιτικής του ενός παιδιού» θα αρχίσει να εκφράζεται ολοένα και περισσότερο με δυναμικές απεργίες όπως αυτή στην Honda. Οι απεργίες αυτές ήδη (Ιούνιος 2010) οδηγούν σε σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις γενικά στον βιομηχανικό τομέα στην Κίνα. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται δυνατό προς το παρόν να εκτονώσει τις κοινωνικές πιέσεις μέσα στην Κίνα, καθώς το απόλυτο μέγεθος των μισθών είναι πάρα πολύ χαμηλό. Αν η τάση αύξησης των μισθών συνεχιζόταν θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στο πρόβλημα πραγματοποίησης της αξίας παγκόσμια και θα ενέτεινε τις πιέσεις στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη.

Σε κάθε περίπτωση, η εντεινόμενη επισφαλειοποίηση της ζωής στην Κίνα, δημιουργεί τις ρήξεις που εμφανίζονται και στους αγώνες στη δύση. Η ένταση και η ταχύτητα των αλλαγών σε συνδυασμό με την καταστροφή της παραδοσιακής ισορροπίας του κινέζικου κοινωνικού σχηματισμού οδηγεί σε ιδιαίτερα βίαιες εκφάνσεις της αντίφασης ανάμεσα στις διεκδικητικές και καταστροφικές πρακτικές.

Από την ίδια διάλεξη του κοινωνιολόγου Yu: «Καθώς οι συγκρούσεις θα εντείνονται η κοινωνική πίεση θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Όταν ο καθένας θα αισθάνεται ότι δεν υπάρχει διέξοδος, όλων των ειδών οι κοινωνικές δυνάμεις θα αναζητούν μια συμβιβαστική λύση. Αν δεν γίνει εφικτό να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός ο κοινωνικός ξεσηκωμός θα καταστρέψει εντελώς την κοινωνική τάξη».

Οι απαγωγές αφεντικών, οι καταστροφές εργοστασίων

Η μεγάλη κρίση που ξεκίνησε το 2007 συνοδεύεται μέχρι και σήμερα από αναγκαστική απαξίωση κεφαλαίου ή/και από συγχωνεύσεις εταιριών κάθε κλάδου, καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων και επιβιώνουν τα μεγαλύτερα από αυτά. Μέσα στο 2009 ανακοινώθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου το κλείσιμο εργοστασίων ή/και γραφείων, το οποίο συνοδεύονταν από απολύσεις του συνόλου ή μέρους των εργαζομένων που δούλευαν σε αυτά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αποζημιώσεις που προτείνονταν στους απολυμένους ήταν κάτω των νόμιμων ή απλώς τους ανακοινώθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να λάβουν αποζημιώσεις. Οι σημαντικές αντιδράσεις σε αυτές τις εξελίξεις[41] ήταν δύο ειδών: α) έγιναν καταλήψεις των εργοστασίων και κινητοποιήσεις με αίτημα τη διατήρηση της λειτουργίας του εργοστασίου και β) έγιναν καταλήψεις και επιθετικές δράσεις όπως απαγωγές των αφεντικών ή των διευθυντών ή καταλήψεις με απειλές για καταστροφές σταθερού κεφαλαίου[42] με σκοπό τη λήψη των υψηλότερων δυνατών αποζημιώσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εκβιαστικές δράσεις για τη λήψη αποζημιώσεων οδηγήθηκαν τελικά σε εκτεταμένες καταστροφές σταθερού κεφαλαίου. Σε κάποιες περιπτώσεις οι καταστροφές ήταν αυθόρμητες και δεν συνδέονταν με κάποιο αίτημα.

Οι αγώνες αυτοί μπορούν να θεωρηθούν η πρώτη άμεση αντίδραση κομματιών του προλεταριάτου που απειλούνται με κατάρρευση του βιοτικού τους επιπέδου. Στην περίπτωση του αιτήματος για συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου οι εργαζόμενοι βρίσκονται στη θέση να επιζητούν την εκμετάλλευση τους, να απαιτούν τη συνέχεια του καπιταλισμού ενάντια στους καπιταλιστές, γιατί στην ιστορική φάση της πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο που βρισκόμαστε δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση για την αναπαραγωγή τους. Το όνειρο της εισόδου στη μικροαστική τάξη είτε μέσω της ανόδου στην εταιρική ιεραρχία είτε μέσω «της δημιουργίας μιας δικής τους μικρής επιχείρησης που θα βασίζεται σε μια καλή ιδέα» έχει αποδειχτεί οριστικά όνειρο θερινής νυκτός. Οι αγώνες με αίτημα τη συνέχιση της λειτουργίας εμφανίζονται κυρίως σε κράτη με σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο των χαμηλόμισθων εργαζόμενων και στο αρχικό στάδιο των κλεισιμάτων όταν ακόμη δεν ήταν αισθητό στους περισσότερους το εύρος και η ένταση της παρούσας κρίσης. Γύρω στα μέσα του 2009 όταν πλέον οι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας πλήττονται με μεγάλη σφοδρότητα και η απαξίωση κεφαλαίου επιταχύνεται απότομα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι αντιδράσεις των εργαζομένων που προσανατολίζονται προς τις αποζημιώσεις[43] και όχι προς τη συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Στα κράτη με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων όλοι οι μισθολογικοί αγώνες των βιομηχανικών εργατών έχουν πιο βίαιη και καταστροφική μορφή με αποκορύφωμα την περίπτωση του Μπαγκλαντές τον Μάιο του 2009[44] και τον Ιούνιο του 2010. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί τη ρήξη που δημιουργήθηκε μέσα στην πρώτη αυτή φάση των προλεταριακών αντιδράσεων. Το ζήτημα είναι πως θα εξελιχθούν οι αντιδράσεις αυτές καθώς τώρα, μέσα στην κρίση, βρίσκεται στα πρώτα της βήματα η προσπάθεια επιβολής της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης και οι εξελίξεις είναι: α) μεγάλο μέρος των εργαζόμενων που αγωνίστηκαν για να παραμείνουν εργαζόμενοι ή για αποζημιώσεις που θα διασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους για κάποιο διάστημα σε λίγο θα βρεθούν εντελώς μετέωροι, β) αυτοί που παραμένουν εργαζόμενοι καλούνται να δουλέψουν για πολύ χαμηλούς μισθούς[45].

Η κομμουνιστικοποίηση (communisation) ως ιστορική παραγωγή της αντίφασης κεφαλαίου- εργασίας

Η σύγχρονη μορφή της εκμετάλλευσης μέσα στην κρίση παράγει το αδιέξοδο της μισθολογικής διεκδίκησης. Η προλεταριακή δραστηριότητα της μισθολογικής διεκδίκησης τείνει, σήμερα, μέσα στην ιστορική εξέλιξη της σχέσης του κεφαλαίου, να καταστεί παράνομη. Η μισθολογική διεκδίκηση έρχεται σε αντίφαση με τη διεκδίκηση της ύπαρξης των θέσεων εργασίας καθώς η τελευταία, μέσα στη σύγχρονη διάρθρωση του κεφαλαίου και την κρίση της, εξαρτάται πλέον άμεσα από την ελαχιστοποίηση του μισθού. Αυτή η αντίφαση παράγει τις πρακτικές ξεπεράσματος της προλεταριακής διεκδίκησης, προεικονίζει την ταύτιση της διεκδίκησης της αναπαραγωγής μέσα στην επαναστατική κρίση με την καταστροφή του κεφαλαίου. Η σύγχρονη κρίση δεν είναι μια «αντικειμενική πορεία κατάρρευσης του καπιταλισμού». Το κεφάλαιο δεν είναι αντικείμενο αλλά σχέση σε κίνηση. Η κρίση είναι ιστορικά παραγόμενη από την εξελισσόμενη αντίφαση κεφαλαίου- εργασίας (την ταξική πάλη) μέσα στην τρέχουσα περίοδο. Η κρίση είναι η διαδικασία μετασχηματισμού της εκμετάλλευσης και των αγώνων. Η σχετική αδυναμία συσσώρευσης κεφαλαίου και οι παραγόμενες ρήξεις μέσα στη διεκδικητική δραστηριότητα του προλεταριάτου είναι η διαλεκτική ενότητα της ταξικής πάλης που κυοφορεί την επανάσταση της τρέχουσας περιόδου.

Σήμερα η επανάσταση είναι η ιστορική παραγωγή, μέσα από τους ταξικούς αγώνες, της καταστροφής του κεφαλαίου άρα και του προλεταριάτου ως τάξης. Η καταστροφή του προλεταριάτου ως τάξης, μέσα από τους αγώνες του, είναι ταυτόχρονα η καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και ταυτόχρονα κάθε τύπου κοινωνίας στην οποία οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους μέσω της ανταλλαγής παραγόμενων προϊόντων (με οποιοδήποτε τρόπο). Η επανάσταση που παράγει η σύγχρονη αντίφαση κεφαλαίου εργασίας είναι η άμεση κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, χωρίς τη διαμεσολάβηση της μεταβατικής περιόδου του κράτους ή της αυτοδιαχείρισης. Η επανάσταση είναι η δημιουργία άμεσων σχέσεων μεταξύ των ατόμων και η καταστροφή του διαχωρισμού παραγωγικών και μη-παραγωγικών δραστηριοτήτων. Στην επανάσταση η παραγωγή και αναπαραγωγή της ζωής δεν είναι μέσο για την παραγωγή προϊόντων, δηλαδή, αξίας. Η παραγωγή και αναπαραγωγή της ζωής είναι αποτέλεσμα και προϋπόθεση των άμεσων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.

Αν παρατηρήσουμε το αντιφατικό σύνολο των αγώνων της τάξης τότε θα δούμε ότι η έκφραση της ρήξης μέσα στο σύνολο των αγώνων είναι οι μη διεκδικητικοί αγώνες όπως αυτοί του Νοέμβρη του 2005 στη Γαλλία και του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα. Αυτοί οι αγώνες είναι σημαντικοί γιατί αποτελούν τις ρήξεις που εμφανίζονται εντός των ορίων του σημερινού ταξικού κινήματος. Τα όρια θα ξεπεραστούν με την εξέλιξη των ταξικών αγώνων μέσα στην κρίση. Ο πολλαπλασιασμός και το ξεπέρασμα των πρακτικών αυτών των αγώνων θα προκύψει μέσα από τους καθημερινούς αγώνες ως ρήξη. Το προλεταριάτο μέσα στον αγώνα του ενάντια στο κεφάλαιο, θα λαμβάνει μέτρα συνέχισης του αγώνα τα οποία θα σχετίζονται με την επιβίωση του όσο θα βαθαίνει η κρίση αναπαραγωγής. Τα μέτρα της απαλλοτρίωσης των αγαθών θα προκύψουν μέσα στην εξέλιξη τη ρήξης. Τα μέτρα της κατάργησης του κράτους, της κατάργησης κάθε τύπου ιδιοκτησίας και κάθε τύπου ανταλλαγής θα εφαρμόζονται ως αναγκαιότητα για τη συνέχιση του αγώνα. Αυτά τα μέτρα είναι η καταστροφή του προλεταριάτου ως τάξης. Η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων δεν θα είναι αποτέλεσμα «βούλησης» ή «επαναστατικής συνείδησης του προλεταριάτου» αλλά πρακτική απάντηση στις ολοένα και πιο ξεκάθαρες αντιξοότητες του ταξικού αγώνα. Το προλεταριάτο θα βρει μπροστά του ως πρακτικό ζήτημα το ζήτημα της καταστροφής του εαυτού του ως τάξης και μαζί της καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας συνολικά. Η επαναστατική διαδικασία θα προχωρήσει με εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις, και η εξέλιξη της θα παράγει τα όρια της. Τα όρια της επανάστασης θα εμφανίζονται και θα ξεπερνώνται, θα εμφανίζονται εκ νέου μετασχηματιζόμενα μέσα σε μια συνεχή κατάσταση πάλης. Το ξεπέρασμα των ορίων θα παραχθεί μέσα στις εσωτερικές αυτές συγκρούσεις. Αυτή είναι η ιστορική διαδικασία της κομμουνιστικοποίησης. Η κομμουνιστικοποίηση θα είναι το περιεχόμενο της συνέχισης του ταξικού αγώνα και όχι το πρόγραμμα το οποίο θα πρέπει να υλοποιήσει.

Σήμερα βρισκόμαστε στην περίοδο της κρίσης του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού, το πρώτο κύμα της κρίσης και οι αγώνες που το οριοθέτησαν μέσα στο 2009 και στις αρχές του 2010 έχει περάσει. Η εξέλιξη, όπως σε κάθε περίοδο κρίσης είναι ταχύτατη. Βρισκόμαστε στο σημείο που οι μισθολογικοί αγώνες στα κέντρα συσσώρευσης της Ασίας διαδίδονται με επιδημικούς ρυθμούς και το προλεταριάτο στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη υφίσταται τα πρώτα καταιγιστικά πυρά του κεφαλαίου, στην προσπάθεια επιβολής της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της ταξικής πάλης στα διάφορα πεδία σύγκρουσης συνδέονται πάντα με λογικο-ιστορικό τρόπο. Σήμερα οι αγώνες για την αναπαραγωγή στο ανεπτυγμένο κέντρο συνδέονται με μια διαδικασία ανάδρασης με τους μισθολογικούς αγώνες στα κέντρα συσσώρευσης. Επέρχεται ένα ακόμη μεγαλύτερο κύμα κρίσης που θα φέρει ακόμη πιο έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στους αποκλεισμένους προλετάριους από την παραγωγική διαδικασία (παλιότερα και πρόσφατα αποκλεισμένους μέσω της κρίσης), τους επισφαλείς προλετάριους που παραμένουν στην παραγωγική διαδικασία και το κεφάλαιο. Η αμφισβήτηση της προλεταριακής ταυτότητας θα αποκτήσει άμεσο χαρακτήρα σύγκρουσης με το κεφάλαιο και θα υπάρξουν νέες προσπάθειες πολιτικοποίησης και οριοθέτησης του αγώνα μέσα στην καπιταλιστική πραγματικότητα. Το κίνημα ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κοινωνίας θα βρει τα όρια που θα πρέπει να ξεπεράσει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό. Τα όρια θα είναι οι πρακτικές της εναλλακτικής οργάνωσης μιας νέας κοινωνίας (δηλαδή ενός νέου τύπου οργάνωσης ειδικά παραγωγικών σχέσεων) έξω από ή ενάντια στο κεφάλαιο.

Σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η συνολική στροφή του κεφαλαίου στην καταστολή σαν έσχατο μέσο συγκράτησης του κύματος αντιδράσεων, κάτι που η σχέση κεφάλαιο παράγει ως αναγκαιότητα για την αναπαραγωγή της. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμη και το όριο των σύγχρονων ταξικών αγώνων. Από τη μία πλευρά η τάση της κοινωνικής αναπαραγωγής να εμφανίζεται ξεκάθαρα ως καταστολή και τίποτε άλλο, δημιουργεί την αναγκαία απόσταση ανάμεσα στους πόλους της σχέσης κεφάλαιο για να ξεκινήσει μια σύγκρουση, το περιεχόμενο της οποίας είναι η αμφισβήτηση της καταστολής, δηλαδή της ίδιας της αναπαραγωγής του προλεταριάτου. Στη σύγκρουση αυτή, καθώς το προλεταριάτο θα μάχεται, θα βρίσκεται συνεχώς απέναντι στην ύπαρξη του ως κεφάλαιο. Η δύναμη του αγώνα του θα αποτελεί το όριο του, η ριζοσπαστικότητα του προλεταριακού αγώνα, κάθε περισσότερο τολμηρή διεκδίκηση θα βρίσκει μέσα στη διεξαγωγή του αγώνα το όριο του καθρέφτη. Όλες οι ιδεολογίες και πρακτικές της (προλεταριακής) πρωτοπορίας, όλες οι ιδεολογίες και πρακτικές της (προλεταριακής) πολιτικής, θα συγκλίνουν σε μια αντικατασταλτική προσέγγιση, που οδηγεί στη δυνατότητα ανάδυσης μιας ακόμη (ύστατης;) μορφής ρεφορμισμού της παρούσας περιόδου.

Η πιο ριζοσπαστική έκφραση της ταξικής πάλης σήμερα και ταυτόχρονα το ρεφορμιστικό της όριο είναι η άμεση δράση. Οι πρακτικές της άμεσης δράσης που προέκυψαν ως ριζοσπαστική ρήξη του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης της δίνουν την ιδιότητα να δημιουργεί την ταυτότητα του αγωνιζόμενου ατόμου-προλετάριου που ανήκει στο σύγχρονο ολοένα και περισσότερο επισφαλές ή/και άνεργο προλεταριάτο. Η άμεση δράση, που εμφανίζεται με πολλές μορφές, οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και στις περισσότερες περιπτώσεις συνυπάρχουν συγκρουσιακά, παράγεται από την σύγχρονη αντίφαση της προλεταριακής κατάστασης άμεσα και χωρίς διαμεσολαβήσεις.

Η άμεση δράση με τις σημερινές μορφές της, είτε ως «ριζοσπαστικός συνδικαλισμός», είτε ως «τοπικά κινήματα πόλης» είτε, το χειρότερο, λόγω των συνεπειών που επιφέρει, ως «ένοπλη πάλη» αποτελεί την αναγκαία ριζοσπαστική και ταυτόχρονα ρεφορμιστική μορφή του προλεταριακού κινήματος. Πρόκειται για το ξεπέρασμα των ταξικών ταυτοτήτων και την παραγωγή της ατομικής ταυτότητας του αγωνιστή, βασισμένης στην ηθική στάση του εν δυνάμει ηττημένου αγωνιζόμενου, κάτι που είναι λογικό, αφού το επίδικο του αγώνα μέσα στον αναδιαρθρωμένο καπιταλισμό, μπορεί πρακτικά να είναι μόνο η σχετική αναχαίτιση της επίθεσης του κεφαλαίου. Ακόμη και οι «νικηφόροι αγώνες» δεν δημιουργούν κατάσταση ευφορίας σε κανέναν. Η σύγχρονη πραγματικότητα τείνει να παίρνει τη μορφή της γενίκευσης της καταστολής. Έτσι παράγεται η ταυτότητα «αυτού που αγωνίζεται απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις της καταστολής», οι οποίες στην πραγματικότητα είναι οι εκφάνσεις της αναπαραγωγής της εκμεταλλευτικής σχέσης μέσα και έξω από την διαδικασία παραγωγής της αξίας. Ο ριζοσπαστικός συνδικαλισμός προσανατολίζεται αναγκαστικά στην προστασία από τις απολύσεις και στη διασφάλιση αποζημιώσεων, δηλαδή στη διεκδίκηση της αναπαραγωγής, αφού δεν έχει νόημα, σήμερα, η διεκδίκηση σημαντικών μισθολογικών αυξήσεων (με εξαίρεση τα κέντρα συσσώρευσης της ανατολικής Ασίας). Οι αγώνες, σ’ αυτό το επίπεδο, καταστέλλονται άμεσα, είτε απευθείας από τα αφεντικά, είτε με τη διαμεσολάβηση του κράτους[46]. Τα τοπικά κινήματα πόλης είναι προσανατολισμένα στην προστασία της ελευθερίας μετακίνησης και επικοινωνίας, ενάντια στην προωθούμενη από το κράτος γκετοποίηση/στρατιωτικοποίηση του μητροπολιτικού χώρου, και μέσα από αυτές τις δράσεις πιέζουν για τη διατήρηση του έμμεσου μισθού. Οι δύο αυτές τάσεις της άμεσης δράσης θα συγκλίνουν στο άμεσο μέλλον μέσα στην όξυνση της κρίσης. Η όξυνση της κρίσης θα οδηγήσει σε «πρακτικές αυτομείωσης»[47] και σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής σε επίπεδο γειτονιάς. Αυτό το πεδίο διεκδίκησης της αναπαραγωγής, σε μια κατάσταση κρίσης, υψηλής ανεργίας και μόνιμης επισφάλειας, θα είναι το πεδίο σύγκλισης των τοπικών κινημάτων και του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού, το πεδίο σύγκλισης των αγώνων μέσα και έξω από την παραγωγική διαδικασία. Η αυτοαποκαλούμενη «ένοπλη πάλη» προσανατολίζεται στην υποτιθέμενη τιμωρία φραξιών του συστήματος κάτι σαν αυτοπροσκαλούμενη προστασία από την υπερ-εκμετάλλευση. Η έκφανση αυτή της άμεσης δράσης με την πρωτοποριακή και μιλιταριστική ιδεολογία της και το απόλυτο αδιέξοδο (θάνατος ή φυλακή) της στρατηγικής που προωθεί (στρατιωτική σύγκρουση μικρών ομάδων με το κράτος), είναι αντικειμενικά επικίνδυνη για το κίνημα[48] και βολεύει πλήρως το κράτος στην παρούσα φάση.

Οι συμμετέχοντες στα κινήματα άμεσης δράσης εκφράζουν την αμφισβήτηση της αντιφατικής προλεταριακής τους κατάστασης με τον υποτιθέμενο διαχωρισμό τους από την ίδια την («αδρανή» ή/και «ρεφορμιστική» κατ’ αυτούς) τάξη. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται, μέσα στους αγώνες τους, το οριακό σημείο της περιόδου στο οποίο το προλεταριάτο περισσεύει. Αυτοαποκαλούνται επαναστάτες την ώρα που δεν υπάρχει ακόμη επανάσταση και βρίσκουν καταφύγιο στο επιχείρημα της «συνείδησης» για να παρακάμψουν αυτήν την αντίφαση. Δημιουργούν άμεσες (συντροφικές) σχέσεις μεταξύ τους μέσα στους αγώνες τους και ταυτόχρονα ιδεολογικοποιούν τις σχέσεις αυτές σαν «επανάσταση στο παρόν» παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ο κομμουνισμός δεν είναι τοπικό ζήτημα ή ζήτημα μιας μικρής ομάδας ατόμων. Μ’ αυτόν τον τρόπο βρίσκονται συνεχώς στο μεταίχμιο του εναλλακτισμού. Σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζουν το κομμάτι του προλεταριάτου που έχει ακόμη (σχετικά) σταθερή εργασία ως «προνομιούχο» ή ακόμη και ως την «πραγματική εργατική τάξη», με τη «μικροαστική της συνείδηση» στην οποία οι ίδιοι ως επισφαλείς-άνεργοι υποτίθεται ότι «δεν ανήκουν οργανικά ως άτομα», ή στην περίπτωση των συνδικαλιστών, η οποία πρέπει να ενωθεί ως «τάξη για τον εαυτό της».

Αυτή είναι η σημερινή κατάσταση της ταξικής πάλης μέσα στην κρίση της αναδιάρθρωσης. Το ταξικό κίνημα είναι δυνατό να παραμένει εγκλωβισμένο στη διεκδίκηση της ύπαρξης της τάξης για τον εαυτό της, να μην ξεπερνάει το διαχωρισμό παραγωγής και αναπαραγωγής, να μην επιτίθεται ευθέως στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή στην ίδια την παραγωγή της αξίας, συνεπώς στο ίδιο το κεφάλαιο και άρα να μην ξεπερνάει τον εαυτό του ως πρακτική της παραγωγικής τάξης του κεφαλαίου. Το ξεπέρασμα όμως θα παραχθεί μέσα από το σημερινό όριο. Η αμφισβήτηση της προλεταριακής κατάστασης από το κίνημα της άμεσης δράσης (με τον αντιφατικό τρόπο που εκφράζεται) προεικονίζει το ξεπέρασμα της από τους ταξικούς αγώνες του προλεταριάτου, την μελλοντική καταστροφή του προλεταριάτου ως τάξης. Η δημιουργική δραστηριότητα των ατόμων στα εγχειρήματα των κινημάτων πόλης προεικονίζουν την οργάνωση της ζωής στη βάση ελεύθερου χρόνου ,την ταύτιση ατομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, το ξεπέρασμα των ειδικά παραγωγικών σχέσεων. Γι’ αυτό άλλωστε και οι πρακτικές της άμεσης δράσης υιοθετούνται στις ρήξεις που εμφανίζονται στους σύγχρονους διεκδικητικούς αγώνες, γι’ αυτό οι πρακτικές της άμεσης δράσης υιοθετήθηκαν και ξεπεράστηκαν από τους εξεγερμένους του Δεκέμβρη του 2008. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο η ταξική πάλη θα ξεπεράσει τον εαυτό της είναι η πολλαπλή παραγωγή ρήξεων μέσα στην εξέλιξη των ίδιων των ρεφορμιστικών μορφών της. Ο πολλαπλασιασμός των πρακτικών ρήξης θα παράγεται στο εσωτερικό αυτών των μορφών, και θα θέτει σε αμφισβήτηση κάθε πιθανή σταθεροποίηση, κάθε «προλεταριακή επιτυχία».Οι πρακτικές αυτές θα συνεχίζουν αναγκαστικά τον αγώνα, ο οποίος θα είναι αγώνας για την αναπαραγωγή της ζωής ενάντια στο κεφάλαιο. Ο αγώνας αυτός μέσα στην ένταση και την πολλαπλότητα του θα οξύνει την κρίση, μέσα στην οποία ήδη βρίσκεται η προλεταριακή συνθήκη, και ταυτόχρονα θα αμφισβητήσει την προλεταριακή κατάσταση για το σύνολο του προλεταριάτου, δηλαδή, την ύπαρξη της καπιταλιστικής κοινωνίας συνολικά.

Η επανάσταση και ο κομμουνισμός σήμερα παράγονται μέσα στους αγώνες του προλεταριάτου ως αναγκαία ρήξη με το περιεχόμενο τους και όχι ως πρόγραμμα ή στρατηγική που έχει οριστεί από πριν (Ο κομμουνισμός δεν είναι μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα). Η πλήρης διάλυση της εργατικής ταυτότητας, η αναδιάρθρωση της ταξικής πάλης, μετασχημάτισε το περιεχόμενο του κομμουνισμού: Από επιβεβαίωση της μίας τάξης του κεφαλαίου, που ήταν το περιεχόμενο της επανάστασης μέχρι το τέλος της κεϋνσιανής ρύθμισης, σε άμεση καταστροφή και των δύο τάξεων, συνεπώς, της καπιταλιστικής κοινωνίας γενικά.

Woland

______________________________________________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: Για την έννοια της πραγματικής υπαγωγής

Για τον Μαρξ, η τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο είναι η μορφή της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής που στηρίζεται πάνω στην απόλυτη υπεραξία. Αυτή «αντιδιαστέλλεται μόνο τυπικά από τους προηγούμενους τρόπους παραγωγής, από τη βάση των οποίων προέρχεται άμεσα». Κατά την τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η εργασιακή διαδικασία μετατρέπεται σε μέσο της διαδικασίας αξιοποίησης, της διαδικασίας αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου, δηλαδή της παραγωγής υπεραξίας. Η εργασιακή διαδικασία υπάγεται στο κεφάλαιο και ο καπιταλιστής εμφανίζεται ως διευθυντής. Έτσι, είναι άμεση διαδικασία εκμετάλλευσης ξένης εργασίας. Η τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο «είναι η γενική μορφή οποιουδήποτε καπιταλιστικού προτσές παραγωγής∙ είναι όμως συγχρόνως μια ιδιαίτερη μορφή δίπλα στον αναπτυγμένο ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, γιατί η τελευταία περιλαμβάνει την πρώτη, η πρώτη όμως με κανέναν τρόπο απαραίτητα την τελευταία». Για τον Μαρξ, με την ανάδειξη του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πάνω στη βάση της τυπικής υπαγωγής της εργασίας, πραγματοποιείται η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η οποία «αναπτύσσεται σε όλες εκείνες τις μορφές που αναπτύσσουν τη σχετική υπεραξία σε αντιδιαστολή με την απόλυτη». Με την πραγματική υπαγωγή συντελείται μια πλήρης και διαρκώς συνεχιζόμενη επανάσταση στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, στην παραγωγικότητα της εργασίας και στη σχέση καπιταλιστή και εργάτη. «Οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας κοινωνικοποιούνται και γίνονται άμεσα κοινωνικές (συλλογικές) μέσα από την συνεργασία, τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στο εργαστήριο, την χρησιμοποίηση μηχανολογικού εξοπλισμού, και γενικά με τη μετατροπή του προτσές παραγωγής σε συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών […] Αυτή η ανάπτυξη της δύναμης παραγωγής της αντικειμενοποιημένης εργασίας σε αντίθεση με λιγότερο ή περισσότερο μεμονωμένη εργασία του καθενός σα μονάδα και μαζί μ’ αυτήν η εφαρμογή της επιστήμης, […] όλο αυτό παριστάνεται σαν παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, όχι σαν παραγωγική δύναμη της εργασίας […]». Για περισσότερα βλέπε Καρλ Μαρξ, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, εκδόσεις Α/συνέχεια, απ’ όπου και τα αποσπάσματα που παρατίθενται παραπάνω. Επίσης, βλέπε το μέρος Η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας στον Α’ τόμο του Κεφαλαίου, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

Η TC, με τη σειρά της, ιστορικοποιεί την αντιφατική σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και το προλεταριάτο με βάση την περιοδολόγηση της υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Ωστόσο, όπως γράφει το περιοδικό Endnotes στον Επίλογο του 1ου τεύχους (http://endnotes.org.uk/), «για την TC, η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο δεν είναι μόνο ζήτημα της τεχνικής οργάνωσης της εργασίας στην άμεση παραγωγική διαδικασία, όπου η τυπική υπαγωγή θα ταίριαζε με την άντληση απόλυτης υπεραξίας και η πραγματική υπαγωγή με την άντληση σχετικής υπεραξίας. Στην αντίληψη της TC, ο χαρακτήρας και η έκταση ή ο βαθμός υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο καθορίζονται επίσης, ίσως θεμελιωδώς, από τον τρόπο με τον οποίο οι δύο πόλοι της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, δηλαδή το κεφάλαιο και το προλεταριάτο, σχετίζονται ο ένας με τον άλλο ως τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Έτσι, για την TC, ο αποφασιστικός παράγοντας στην ιστορία του κεφαλαίου είναι ο μεταβαλλόμενος τρόπος αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων ως σύνολο σύμφωνα με τη διαλεκτική ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των τάξεων». Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ των περιοδικών TC και Aufheben, η TC λέει για τη διάκριση τυπικής και πραγματικής υπαγωγής:

«Η άντληση απόλυτης υπεραξίας μπορεί να γίνει αντιληπτή σαν έννοια μόνο στο επίπεδο της εργασιακής διαδικασίας και αυτό εμπεριέχεται στον ίδιο τον ορισμό της. Το κεφάλαιο κυριαρχεί σε μια ήδη υπάρχουσα εργασιακή διαδικασία την οποία επιμηκύνει και εντατικοποιεί, το πολύ-πολύ αρκείται στο να επανακατανείμει τους εργάτες. Η σχέση μεταξύ της άντλησης σχετικής υπεραξίας και της πραγματικής υπαγωγής είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Δεν αρκεί να ορίσουμε την πραγματική υπαγωγή μόνο στο επίπεδο των μετασχηματισμών της εργασιακής διαδικασίας. Μάλιστα, προκειμένου η εισαγωγή των μηχανών να γίνει συνώνυμη με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας, θα έπρεπε η αύξηση στην παραγωγικότητα, που αυτή η εισαγωγή έχει ως αποτέλεσμα, να επηρεάζει και τα αγαθά που εισέρχονται στην κατανάλωση της εργατικής τάξης. Αυτό καθιστά αναγκαία την εξαφάνιση της μικρής κλίμακας γεωργίας και την επικράτηση του κεφαλαίου στον τομέα 2 της παραγωγής (αυτόν που αφορά τα μέσα κατανάλωσης). Αυτό συμβαίνει, κατά την εξέλιξή του, πολύ μετά την είσοδο των μηχανών στην εργασιακή διαδικασία. Αλλά ακόμα και αυτή η καπιταλιστική εξέλιξη στον τομέα 2 δε θα πρέπει να γίνεται δεκτή χωρίς επιφυλάξεις. Είναι γεγονός ότι τόσο η γαλλική όσο και η αγγλική υφαντουργική παραγωγή στις αρχές του 19ου αιώνα δεν προοριζόταν κυρίως προς την εργατική κατανάλωση, αλλά για τις αγροτικές αγορές (και έτσι εξαρτιόταν από τους κύκλους της αγροτικής παραγωγής), τις αγορές της μεσοαστικής τάξης των πόλεων ή για εξαγωγή. Η απόσπαση σχετικής υπεραξίας επηρεάζει όλες τις κοινωνικές συνιστώσες, από την εργασιακή διαδικασία μέχρι τις πολιτικές μορφές της εργατικής αντιπροσώπευσης, δια μέσου της ενσωμάτωσης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στον κύκλο του κεφαλαίου, το ρόλο του πιστωτικού συστήματος, την εγκαθίδρυση μιας ειδικά καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς (όχι μόνο του μερκαντιλιστικού καπιταλισμού), την υποταγή της επιστήμης (αυτή η υπαγωγή της κοινωνίας συμβαίνει με διαφορετικούς ρυθμούς στις διάφορες χώρες. Ιστορικά η Βρετανία έπαιξε πρωτοποριακό ρόλο). Η πραγματική υπαγωγή είναι ο μετασχηματισμός της κοινωνίας και όχι απλώς της εργασιακής διαδικασίας. […]

Μπορούμε να μιλήσουμε για πραγματική υπαγωγή μόνο τη στιγμή που όλες οι κοινωνικές συνιστώσες επηρεάζονται. Η διαδικασία μέσω της οποίας επηρεάζεται η ολότητα έχει το δικό της κριτήριο. Η πραγματική υπαγωγή γίνεται ένα οργανικό σύστημα, δηλαδή ξεκινά από τις ίδιες τις προϋποθέσεις της προκειμένου να δημιουργήσει από τον εαυτό της τα όργανα που είναι απαραίτητα γι’ αυτήν. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται μια ολότητα. Η πραγματική υπαγωγή αυτοδιαμορφώνεται, ενώ η τυπική υπαγωγή μετασχηματίζει και διαπλάθει έναν προϋπάρχοντα κοινωνικό και οικονομικό ιστό με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Αυτό μας επιτρέπει να εισάγουμε ένα τρίτο σημείο: η πραγματική υπαγωγή της εργασίας (άρα και της κοινωνίας) στο κεφάλαιο είναι από τη φύση της πάντοτε ημιτελής. Είναι στη φύση της πραγματικής υπαγωγής να φτάνει σε σημεία ρήξης, επειδή η πραγματική υπαγωγή υπερκαθορίζει τις κρίσεις του κεφαλαίου ως μια ημιτελής ποιότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας [… ] Η πραγματική υπαγωγή είναι από τη φύση της μια διαρκής αυτό-κατασκευή που διέπεται από κρίσεις. Η αρχή αυτής της αυτό-κατασκευής έγκειται στη βασική της αρχή, την άντληση σχετικής υπεραξίας. Αλλά, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι η παρούσα αναδιάρθρωση έχει ολοκληρωθεί, είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της περιόδου. Η αναδιάρθρωση δε θα είναι ποτέ ολοκληρωμένη με την έννοια ότι οι πολιτικές της αναδιάρθρωσης έχουν εξαντληθεί. Αντιθέτως, θα επιδιωχθούν με ένα σταθερό τρόπο, η «νεοφιλελεύθερη επίθεση» δε θα σταματήσει, συνεχώς θα έχει νέες ακαμψίες να ανατρέψει. […] Η πραγματική υπαγωγή έχει μια ιστορία επειδή έχει μια δυναμική αρχή που τη διαμορφώνει, την κάνει να εξελιχθεί, θέτει συγκεκριμένες μορφές της διαδικασίας αξιοποίησης ή της κυκλοφορίας σαν δεσμά και τις μετασχηματίζει. Η σχετική υπεραξία, η οποία επηρεάζει την εργασιακή διαδικασία και όλες τις κοινωνικές συνιστώσες της σχέσης μεταξύ του προλεταριάτου και του κεφαλαίου, και κατά συνέπεια τη σχέση μεταξύ κεφαλαίων, είναι αυτό που επιτρέπει την ύπαρξη μιας συνέχειας ανάμεσα στης φάσεις της πραγματικής υπαγωγής.»

______________________________________________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: Τα μέτρα λιτότητας σε όλη την Ευρώπη

Η στρατηγική επιβολής μέτρων είναι συνολική. Σχεδόν σε κάθε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλονται μέτρα. Ενδεικτικά, στην Ισπανία εγκρίθηκαν το Μάρτιο περικοπές δαπανών 50 δισ. ευρώ στο δημόσιο τομέα και στις κοινωνικές παροχές, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια, αύξηση του ΦΠΑ από 16% σε 18%. Οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι είναι 4 εκατομμύρια (20% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού), το 44,5% των Ισπανών κάτω των 25 χρόνων, είναι άνεργοι. Στις 12 Μαΐου, ο Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ Θαπατέρο ανακοίνωσε επιπλέον μέτρα με στόχο την μείωση ελλείμματος και χρέους. Συγκεκριμένα, ανακοίνωσε την μείωση κατά 5% των αποδοχών στο δημόσιο τομέα, περιορισμό κατά 6 δις ευρώ του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για την επόμενη διετία, αλλά και μειώσεις σε μια σειρά επιδομάτων κοινωνικής πολιτικής. Το πλέον «σκληρό» μέτρο που ανακοινώθηκε αφορά στην κατάργηση περί των 13.000 θέσεων εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της Ισπανίας! Στην Πορτογαλία το Μάρτιο ανακοινώθηκε πάγωμα μισθών στο Δημόσιο μέχρι το 2013 και περικοπές στα επιδόματα, παύση των προσλήψεων στο δημόσιο και ιδιωτικοποίηση σειράς κρατικών επιχειρήσεων. Το Μάιο η κυβέρνηση της Πορτογαλίας αποφάσισε την επιβολή νέου έκτακτου φόρου εισοδήματος ως και 1,5%, την αύξηση του ΦΠΑ στο 21. Παράλληλα ανακοίνωσε μείωση των μισθών κατά 5% στους «υψηλά αμειβομένους δημόσιους υπαλλήλους». Στην Ιρλανδία το Μάρτιο ανακοινώθηκαν περικοπές μισθών ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ, από 8% έως 15%, για περίπου 300.000 δημόσιους υπάλληλους (μέτρα μόνιμου χαρακτήρα), πρόσθετη «φορολογική εισφορά» ύψους 7% στους δημόσιους υπάλληλους, μειώσεις σε όλες τις συντάξεις, περικοπές 760 εκατομμυρίων ευρώ (4,1% για όλους τους δικαιούχους) στις προνοιακές παροχές, μείωση του «επιδόματος παιδιού» κατά 10% (μέσος όρος), μείωση επιδόματος ανεργίας κατά 4%, μείωση κατά 36 ευρώ του επιδόματος αναπηρίας και του επιδόματος για τη νοσηλευτική φροντίδα, μείωση δαπανών για την Υγεία κατά 400 εκατομμύρια ευρώ, περικοπές 980 εκατομμυρίων ευρώ στις δαπάνες των σχολείων και των νοσοκομείων, επιβολή «φόρου διοξειδίου του άνθρακα» στα καύσιμα (έμμεσος φόρος), που οδήγησε σε αύξηση της τιμής των καυσίμων και του πετρελαίου θέρμανσης περίπου 5%, επιβολή φόρου στην υδροδότηση (ήταν δωρεάν). Την προηγούμενη άνοιξη είχε επιβληθεί μείωση μισθών κατά 7%. Στη Γερμανία το Μάιο ανακοινώθηκε μείωση των συντάξεων 5% κατά μέσο όρο, μείωση των κρατικών δαπανών (δηλαδή των κοινωνικών παροχών) κατά 5,9 δισ. ευρώ για το 2010. Αυτά, ενώ το Γενάρη του 2010 υπήρξε αύξηση κατά 4,3% των βιομηχανικών παραγγελιών στις μεγάλες βιομηχανίες συγκριτικά με τον Δεκέμβρη του 2009 (επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας). Τον Ιούνιο ανακοινώθηκαν τα αυστηρότερα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύψους 86,3 δισ. ευρώ, ώστε το δημόσιο έλλειμμα να περιοριστεί στο 3% του ΑΕΠ έως το 2013. Προβλέπονται η μείωση κατά 10 χιλιάδες των θέσεων εργασίας στο δημόσιο, που σήμερα υπολογίζονται στους 450 χιλιάδες, αλλαγές στην παροχή επιδομάτων ανεργίας, τα οποία δεν θα υπολογίζονται με βάση τον ισχύοντα ειδικό νόμο, περικοπές των ειδικών επιδομάτων νέων γονέων, «πάγωμα» του Δώρου Χριστουγέννων των δημοσίων υπαλλήλων. Στην Ιταλία το χειμώνα θεσμοθετήθηκε η ενίσχυση των ατομικών συμβάσεων εργασίας και της απελευθέρωσης των απολύσεων και ανακοινώθηκε η περικοπή 43.000 θέσεων έκτακτων καθηγητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Μάιο η ιταλική κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα ένα νέο πακέτο μέτρων συνολικού ύψους 24 δισ. ευρώ σε περικοπές του προϋπολογισμού την επόμενη διετία. Το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων περικοπών θα προέλθουν από το πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων για περίοδο τριών ετών που αναμένεται να εξοικονομήσει περίπου 6 δισ. ευρώ για την ιταλική κυβέρνηση. Όσον αφορά στο συνταξιοδοτικό, αποφασίστηκε η εξίσωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στα 65 τους χρόνια, από το 2012 – και όχι στα 61, όπως ίσχυε έως τώρα. Στη Γαλλία τον Ιούνιο πέρασε νόμος σχετικά με τη σταθεροποίηση των λειτουργικών δαπανών του κράτους για τρία χρόνια με σκοπό τη μείωση του ελλείμματος στο 3% του ΑΕΠ ως το 2013. Έτσι μειώνονται κατά 10% όλα τα βοηθήματα που δίνει το κράτος στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όπως επιδοτήσεις ενοικίου, επιδόματα σε ανέργους, αγρότες, ΑΜΕΑ και κρατικές υποτροφίες. Επίσης περιορίζεται ο αριθμός των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα καθώς για κάθε δύο υπαλλήλους που συνταξιοδοτούνται θα προσλαμβάνεται μόνο ένας. Επίσης, η κυβέρνηση σκοπεύει να αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 62 ή 63 έτη, μεταρρύθμιση την οποία δρομολογούσε πριν από την κρίση χρέους στην Ευρώπη. Στη Βρετανία, τα μέτρα που ανακοίνωσε στις 22/6/2010 ο βρετανός υπουργός οικονομικών Όσμπορν περιλαμβάνουν την αύξηση από 17,5 σε 20% του ΦΠΑ από τον Ιανουάριο, το πάγωμα των μισθών στο δημόσιο τομέα για δύο χρόνια σε όσους έχουν μισθό πάνω από 21.000 λίρες, καθώς και το πάγωμα για τρία χρόνια των οικογενειακών επιδομάτων και των επιδομάτων που πληρώνει η κυβέρνηση στα νεογέννητα παιδιά. Οι περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες στη Βρετανία θα αντιμετωπίσουν περικοπές της τάξεως του 25% τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Επίσης, ο στρατός της χώρας που υπηρετεί στο Αφγανιστάν θα εισπράττει διπλάσιο επίδομα και θα μειωθεί σταδιακά στο 24% το ποσοστό φόρου των εταιρειών. Το δημόσιο χρέος έχει εκρηκτική άνοδο και βρίσκεται στα 900 δισεκατομμύρια λίρες (1.077 δισ. ευρώ) ή στο 62% του ΑΕΠ. Στη Δανία θα μειωθεί από τέσσερα σε δύο χρόνια τη διάρκεια παροχής επιδόματος ανεργίας. Εκτός από τις αλλαγές στο επίδομα ανεργίας, προβλέπεται επιβολή πλαφόν στα οικογενειακά επιδόματα. Στη Ρουμανία το Μάιο ανακοινώθηκαν αυστηρά μέτρα λιτότητας για να αποφευχθεί η απόκλιση του δημοσίου ελλείμματος στη χώρα που βρίσκεται σε κρίση και δέχεται βοήθεια από το ΔΝΤ. Μεταξύ άλλων, οι μισθοί του δημοσίου στη χώρα θα υποστούν μείωση κατά 25% ενώ τα επιδόματα ανεργίας και οι συνταξιοδοτικές παροχές κατά 15%. Η απόφαση του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου να κηρύξει παράνομα τα μέτρα τον Ιούνιο και η ακόλουθη απόφαση του ΔΝΤ να καθυστερήσει τη δόση του δανείου μέχρι να κάνει η κυβέρνηση ότι υποσχέθηκε ορίζει την έναρξη της φάσης της κρίσης ως κρίσης εθνικής κυριαρχίας.(Από indymedia και εφημερίδες).


[1]. Δες Παράρτημα Ι (σελ. 50) για την έννοια της πραγματικής υπαγωγής.

[2]. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, το ποσοστό κέρδους στις ΗΠΑ αρχίζει να πέφτει το 1964 και η πτώση του συνεχίζεται μέχρι το 1982. Στην Ιαπωνία το ποσοστό κέρδους αρχίζει να πέφτει το 1971 και στην Ευρώπη περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για τις σημαντικές βιομηχανικές χώρες.

[3]. Τον Αύγουστο του 1979 η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ αλλάζει τη χρηματοπιστωτική πολιτική. Η πιο σημαντική απόφαση που πάρθηκε στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής ήταν η απότομη αύξηση των επιτοκίων από 11,2 σε 20% το 1981. Με την κίνηση αυτή κηρύσσει την έναρξη της αντιπληθωριστικής πολιτικής που είναι κεντρική στο αρχικό στάδιο του νεοφιλελευθερισμού και είναι ταυτόχρονα η εναρκτήρια συνθήκη για την αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, η οποία θα προκύψει σε συνδυασμό με τη μείωση του άμεσου και έμμεσου μισθού. Επίσης το 1979 είναι η χρονιά που έχει τελειώσει οριστικά ο «κύκλος αγώνων του 1968».

[4]. David McNally, ‘From financial crisis to world slump: accumulation, financialization, and the global slowdown’, Historical Materialism

[5]. Κατά την περίοδο 1970-2007, έλαβαν χώρα τουλάχιστον 124 τραπεζικές κρίσεις, 208 νομισματικές κρίσεις και 63 κρίσεις εθνικού χρέους. (André Orléan, dndf.org). Η ιστορική εξέλιξη της φάσης της πραγματικής υπαγωγής από τη δεκαετία του 1970 υπερκαθορίζει τις κρίσεις της, οι κρίσεις αυτές αποτελούν δομικό στοιχείο της.

[6]. Η ανάλυση αυτή παρουσιάζει την περίοδο 1945-73 ως περίοδο ανάπτυξης του κεφαλαίου και τη σύγχρονη ως περίοδο κρίσης του κεϋνσιανού μοντέλου συσσώρευσης της προηγούμενης περιόδου. Οι λόγοι που γίνεται κάτι τέτοιο είναι πολιτικοί. Από τη σκοπιά των σοσιαλδημοκρατών η περίοδος 1945-73 παρουσιάζεται ως περίοδος «σταθερού καπιταλισμού» και η σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα, που επιτυγχάνεται με πολιτικό συμβιβασμό μεταξύ των τάξεων, ως η λύση για όλα τα προβλήματα της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Οι κάθε λογής σοσιαλδημοκράτες παρακάμπτουν το γεγονός ότι αυτός ακριβώς ο συμβιβασμός και η «επιτυχία του» οδήγησαν στην κρίση του κεϋνσιανισμού. Σήμερα, μετά την αποτυχία του κρατικού καπιταλισμού τύπου Σοβιετικής Ένωσης, ο πολιτικός συμβιβασμός που προτείνεται από τη μόνη σοσιαλδημοκρατία της εποχής μας, η οποία εκφράζεται από μεγάλο μέρος της «ριζοσπαστικής αριστεράς» και μικρό μέρος του ευρύτερου αναρχικού-αυτόνομου χώρου, είναι μια κολεκτιβιστικού τύπου δραστική κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου, ένας «εφικτός εναλλακτικός κόσμος» με «οικονομία αλληλεγγύης», «δίκαιο εμπόριο», «σχολεία που παρέχουν γνώση», δηλαδή μια πιο δημοκρατική εκμετάλλευση . Από τη σκοπιά των τάσεων που είναι κριτικές στο κεφάλαιο η ίδια συνθήκη (σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας) παρουσιάζεται ως συνθήκη που είναι προς όφελος της εργατικής τάξης με την έννοια ότι οι προλετάριοι αγωνίζονται από καλύτερη θέση. Στην Ελλάδα η άποψη αυτή εκφράζεται καλύτερα από το περιοδικό Τα Παιδιά της Γαλαρίας. Η ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης της εργατικής τάξης μέσω δυναμικών διεκδικητικών αγώνων, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την «έφοδο στον ουρανό». Το ζήτημα είναι η ανάπτυξη των υποκειμενικών δυνατοτήτων του προλεταριάτου οι οποίες ούτως ή άλλως είναι η αιτία της ενδυνάμωσης του στο εσωτερικό του κεφαλαίου. Οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονται την ύπαρξη της αναδιάρθρωσης αλλά νοσταλγούν την επιστροφή στο παρελθόν. Η ριζοσπαστική τάση, όπως εκφράζεται στην Ελλάδα αλλά και από ομάδες και άτομα στο εξωτερικό, δεν αποδέχεται την ύπαρξη μιας συνολικής αναδιάρθρωσης, αλλά μόνο επιμέρους κλαδικών αναδιαρθρώσεων οι οποίες δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση ένα «νέο σταθερό μοντέλο συσσώρευσης». Η τάση αυτή αντιμετωπίζει την υποχώρηση των εργατικών αγώνων από την αρχή της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων: της υποχώρησης της αγωνιστικότητας των εργατών και της αντεπίθεσης του κεφαλαίου. Η τάση αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάγνωση της ταξικής πάλης από τη σκοπιά του υποκειμενισμού (την σκοπιά αυτή μοιραζόταν και το περιοδικό Blaumachen, αν και με αντιφατικό τρόπο, καθώς εξαρχής έδινε μεγάλη σημασία στο νέο περιεχόμενο της αναδιαρθρωμένης σχέσης του κεφαλαίου). Αγνοεί την ιστορική εξέλιξη καθώς ορίζει το περιεχόμενο της επανάστασης α-ιστορικά ως «ανθρώπινη κοινότητα» και αντιμετωπίζει το σημαντικό μετασχηματισμό της ταξικής πάλης που αποτέλεσε η αναδιάρθρωση ως επιφανειακή αλλαγή. Το πρόβλημα με αυτή την ανάγνωση είναι ότι αντιμετωπίζει το προλεταριάτο ως «φύσει επαναστατικό», ως το συλλογικό υποκείμενο που φέρει μέσα του δι-ιστορικά την «ανθρώπινη κοινότητα», η οποία όμως δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εκδηλωθεί πλήρως λόγω της υποκειμενικής αδυναμίας του προλεταριάτου να φέρει σε πέρας το έργο της επανάστασης. Έτσι, η τάση αυτή, προκειμένου αφενός να εξηγήσει την εξέλιξη της ταξικής πάλης και αφετέρου να τοποθετηθεί σε σχέση με το περιεχόμενο των σύγχρονων αγώνων, μετασχηματίζει την αντίφαση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, σε απλή αντίθεση και μεταφέρει την αντίφαση στο εσωτερικό του προλεταριάτου.

[7]. Το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού που ανήκει στο εργατικό δυναμικό ανέβηκε από το 40-45% στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο 60-65% στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε Ευρώπη και ΗΠΑ.

[8]. Σύμφωνα με τον Economist (2/2010) το 25% των εργαζομένων στην ΗΠΑ απασχολούνται στον τομέα της «ασφάλειας» (κρατικό και ιδιωτικό).

[9]. Η εξοικονόμηση πόρων σταθερού κεφαλαίου μέσω της χρήσης τεχνολογιών υπολογιστών και επικοινωνιών είναι μια αντιφατική διαδικασία, καθώς η χρήση αυτών των τεχνολογιών ταυτόχρονα αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δες και ap.semod.googlepages.com/8.pdf). Το ζήτημα όπως πάντα είναι το σχετικό μέγεθος που δείχνει ποια από τις δύο τάσεις υπερισχύει για μια ορισμένη περίοδο.

[10]. Σε κάθε περίπτωση το κεφάλαιο ψάχνει τη χαμηλότερη τιμή εργατικής δύναμης. Έτσι ακόμη και η ανάπτυξη βιομηχανικής δραστηριότητας σε ένα κράτος είναι συνεχώς επισφαλής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ταχύτατη απομάκρυνση των εργοστασίων από τα maquilas του Μεξικού και η μεταφορά τους στην Κίνα. Στη συνέχεια οι εργάτες από τα παράλια της Κίνας έχουν να ανταγωνιστούν τους εργάτες από την ενδοχώρα κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναγκαστικού ανταγωνισμού για τους χειρότερους όρους εργασίας επίσης, αποτελεί η αποδοχή στις 22 Ιουνίου 2010 από τους εργάτες της FIAT στο Pomigliano D’Arco της σημαντικής μείωσης των μισθών τους, με ψηφοφορία, υπό την απειλή της μεταφοράς του εργοστασίου στην Πολωνία.

[11]. Το 40% των συνολικά παραγόμενων κερδών στις ΗΠΑ το 2006 ανήκει στον τραπεζικό τομέα. Το ποσοστό αυτό ήταν 10% το 1980 και το ποσοστό του εργατικού δυναμικού δύναμης που απασχολείται στον τομέα αυτό το 2006 είναι 5%.( Peter Gowan, Crisis in the Heartland, New Left Review). Το τραπεζικό σύστημα έχει αναδιαρθρωθεί σε πολλά επίπεδα από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα. Οι πιο σημαντικές πτυχές της αναδιάρθρωσης είναι δύο: Πρώτον, οι τράπεζες έχουν μετατρέψει τα νοικοκυριά και τους ιδιώτες σε πηγή κερδοφορίας και δεύτερον έχουν στραφεί στην διαμεσολαβητική χρηματοπιστωτική αγορά για να κερδίσουν από τις προμήθειες που αποφέρουν οι αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών προϊόντων, δηλαδή, προς τον κλάδο της επενδυτικής τραπεζικής. (Financialisation and capitalist accumulation: structural accounts of the crisis of 2007-9, Costas Lapavitsas, Research on Mmoney and Finance).

[12]. Ο πιο σημαντικός κλάδος για την τάση της οικονομίας να βασίζεται σε τεχνητή έλλειψη είναι ο κλάδος πληροφορικής, στον οποίο η εγγενής τάση του καπιταλισμού να μειώνει την αξία των εμπορευμάτων εκφράζεται στην πιο ακραία μορφή της. Από τη στιγμή που δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα να αναπαραχθεί ένα ψηφιακό προιόν, η κοινωνική του αξία, με τους όρους του Μαρξ, είναι επίσης μηδαμινή. Στην πραγματικότητα, τα ψηφιακά αγαθά υπάρχουν σε αφθονία, και η παραγωγή τους μπορεί να γίνει κερδοφόρα μόνο μέσω σαμποτάζ του νόμου της αξίας, περιορίζοντας τον ανταγωνισμό και εμποδίζοντας την αγορά να καθορίσει την τιμή τους ελεύθερα. Επιχειρήσεις άλλων κλάδων που βασίζουν επίσης τη στρατηγική τους για κερδοφορία στην τεχνητή έλλειψη, αποτελούν κι αυτές μέρος της ίδιας τάσης. Το πραγματικό κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων τους είναι συνήθως πολύ χαμηλό αλλά η κερδοφορία τους όχι. Ποια είναι τότε η πηγή αυτής της κερδοφορίας; Από τη στιγμή που απαιτείται ολοένα και λιγότερος χρόνος εργασίας για την αναπαραγωγή των προϊόντων τους (το κόστος έρευνας και ανάπτυξης των προϊόντων μπορεί να είναι υψηλό αλλά δεν επιβαρύνει το κόστος αναπαραγωγής), το απλήρωτο μέρος του χρόνου αυτού, η υπεραξία, μειώνεται αναγκαστικά και γι’ αυτό δεν μπορεί να προκύπτει από κει το αυξημένο κέρδος. Το κέρδος που παράγεται προέρχεται από υπεραξία αλλά αυτή προκύπτει από αλλού: από τους πελάτες. (Artificial Scarcity in a World of Overproduction: An Escape that Isn’t, Sander, metamute.org).

[13]. Η μείωση του ποσοστού της ζωντανής εργασίας που επιφέρει στους παραγωγικούς κλάδους η συνεχής εκμηχάνιση της παραγωγής έχει ταυτόχρονα δημιουργήσει αναπτυξιακές τάσεις στους τομείς των υπηρεσιών που αφορούν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το πρόβλημα είναι ότι σε αυτούς τους τομείς η τάση είναι να αυξάνονται συνεχώς τα έξοδα και φαίνεται αδύνατο να αυξηθεί η παραγωγικότητα: «Ο λόγος για τον οποίο η κατασκευαστική βιομηχανία είναι «τεχνολογικά προοδευτική» έχει να κάνει με τις εγγενείς της ιδιότητες- η παραγωγή σε αυτόν τον τομέα μπορεί εύκολα να τυποποιηθεί, και κατά συνέπεια, οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή μπορούν να μορφοποιηθούν σε ένα σύνολο οδηγιών το οποίο μπορεί έπειτα να αναπαραχθεί εύκολα. Στην περίπτωση των υπηρεσιών, υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες δραστηριότητες όσον αφορά τη σχέση τους με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Κάποιες υπηρεσίες που είναι απρόσωπες, όπως οι τηλεπικοινωνίες, εμφανίζουν παρόμοιες ιδιότητες με αυτές της βιομηχανίας και γι’ αυτό, μπορούν να είναι «τεχνολογικά προοδευτικές». Παρόλα αυτά, οι προσωπικές υπηρεσίες, όπως κάποια είδη ιατρικής περίθαλψης, δεν μπορούν να τυποποιηθούν εύκολα και να υπαχθούν στις ίδιες μεθόδους μαζικής παραγωγής που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία. Έτσι, τέτοιες υπηρεσίες θα είναι «τεχνολογικά στάσιμες». Γενικά, αν υπάρχουν δύο δραστηριότητες εκ των οποίων η μία είναι «τεχνολογικά προοδευτική» και η άλλη «τεχνολογικά στάσιμη», τότε σε βάθος χρόνου ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης θα καθοριστεί από εκείνη τη δραστηριότητα όπου η ανάπτυξη της παραγωγικότητας είναι η πιο αργή». (ΔΝΤ, Απρίλιος 1997)

[14]. Η παροχή ενυπόθηκων δανείων αυξήθηκε ραγδαία μετά το 2001 λόγω της πτώσης των επιτοκίων. Ο κλάδος αυτός έφτασε σε κορεσμό, όπως άλλωστε και η αγορά στεγαστικών δανείων συνολικά το 2003. Σ’αυτό το σημείο ξεκινάει η ραγδαία άνοδος της αγοράς ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου (subprime), η οποία στηρίζει ολόκληρη την αγορά στεγαστικών δανείων. Η ταχύτατη αυτή άνοδος κατέστη εφικτή χάρη στο γεγονός ότι το 80% των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου είχαν τιτλοποιηθεί […] Μια πραγματική χρηματοπιστωτική φούσκα δημιουργήθηκε το διάστημα 2001-07, η οποία τροφοδοτήθηκε από την ενυπόθηκη πίστωση και διατηρήθηκε μέσω της τιτλοποίησης των δανείων. Οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αύξησαν θεαματικά γρήγορα την κερδοφορία τους στις ΗΠΑ και τη Βρετανία και τη διατήρησαν μέσω της ολοένα και αυξανόμενης μόχλευσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι αποδόσεις της πραγματικής οικονομίας ήταν μέτριες, και ειδικά στην Αμερική οι επενδύσεις μειώθηκαν. (Financialisation and capitalist accumulation: structural accounts of the crisis of 2007-9, Costas Lapavitsas).

[15]. Η μείωση μισθών δεν ήταν για όλους η ίδια. Οι μισθοί μειώθηκαν περισσότερο σαν αγοραστική δύναμη στη Γερμανία από ότι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Επίσης δε μειώθηκαν οι μισθοί όλων των εργαζομένων. Υπήρξε ένα κομμάτι στελεχών επιχειρήσεων του οποίου οι μισθοί αυξήθηκαν και μάλιστα αρκετά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επισφάλεια ακόμη και στα υψηλότερα κλιμάκια συμψηφίζεται με μεγάλες αποδοχές ώστε να επιλυθεί μερικώς έστω η αντίφαση «του συμφέροντος της εταιρίας» με το «συμφέρον του ατόμου». Ακόμη αυξήθηκαν οι μισθοί κάποιων μεσαίων στελεχών που η δουλειά τους απέκτησε αντικειμενικά περισσότερο διοικητικές δραστηριότητες με την αύξηση της οργανικής σύνθεσης και την ανάπτυξη της πληροφορικής διάστασης των εργασιακών διαδικασιών. Σε καμιά περίπτωση όμως αυτά τα λεπτά στρώματα δεν μπορούν να ισορροπήσουν τη σχετική μείωση των μισθών της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων.

[16]. Η εμπλοκή του χρηματοπιστωτικού κλάδου του κεφαλαίου στη διαχείριση του εισοδήματος των εργαζομένων σχετίζεται άμεσα με τη στασιμότητα ή την πολύ αργή αύξηση των πραγματικών μισθών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σχετίζεται επίσης με την υποχώρηση της κρατικής πρόνοιας από μια σειρά υπηρεσιών: στέγαση, συντάξεις, εκπαίδευση, υγεία, μεταφορές κτλ. Σ΄ αυτό το πλαίσιο η κατανάλωση της εργατικής τάξης ιδιωτικοποιείται ολοένα και περισσότερο και διαμεσολαβείται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παράγουν κέρδος που προέρχεται απευθείας από το μισθό των εργαζομένων και όχι από την αντλούμενη υπεραξία. Επίσης παράγουν κέρδη μέσω των «ενεργητικών κεφαλαίων της εργατικής τάξης», κυρίως λόγω της ιδιωτικοποίησης του συνταξιοδοτικού συστήματος, η οποία έχει οδηγήσει στη διοχέτευση των αποταμιεύσεων των εργαζομένων σε ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα και ασφαλιστικές εταιρείες και μέσω αυτών στο χρηματιστήριο. Αυτή η «χρηματιστικοποίηση» του εισοδήματος και γενικότερα της κατανάλωσης και των αποταμιεύσεων της εργατικής τάξης χαρακτηρίζει την τρέχουσα περίοδο. Η κρίση του 2007-09 φέρει τη σφραγίδα αυτής της «χρηματιστικοποίησης». Οι σχέσεις όμως μεταξύ των τραπεζών και των εργατικών νοικοκυριών είναι ποιοτικά διαφορετικές από τις σχέσεις μεταξύ των τραπεζών και του βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι πρώτες αφορούν χρηματοδότηση που δεν εμπλέκεται άμεσα στη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας και συσσώρευσης κεφαλαίου. Ακόμη περισσότερο σκοπός των εργαζομένων, γενικά μιλώντας, είναι να αποκτήσουν αξίες χρήσης ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το βιομηχανικό κεφάλαιο μοιράζονται τον ίδιο σκοπό, δηλαδή, την παραγωγή κέρδους. (Financialisation and capitalist accumulation: structural accounts of the crisis of 2007-9, Costas Lapavitsas )

[17]. Τα CDSs (credit default swaps) και τα CDOs (collateralized debt obligations) υποτίθεται ότι είναι τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία πάνω στα οποία βασίστηκε η υποτιθέμενη εξασφάλιση των επενδύσεων που γίνονταν σε περιβάλλοντα υψηλού ρίσκου. Στην πραγματικότητα η μαζική στροφή του διεθνούς επενδυτικού κεφαλαίου προς αυτά ειδικά μέχρι το 2006 δείχνει ότι το επενδυτικό αδιέξοδο ήταν σαφές και απλώς γινόταν προσπάθεια κερδοσκοπίας πάνω στο αδιέξοδο αυτό.

[18]. Υπερπαραγωγή κεφαλαίου δεν σημαίνει ποτέ κάτι άλλο από υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής, μέσων εργασίας και μέσων συντήρησης που μπορούν να λειτουργήσουν σαν κεφάλαιο, που μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν για την εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας με ένα δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης. Γιατί η πτώση αυτού του βαθμού εκμετάλλευσης κάτω από ένα δοσμένο σημείο προκαλεί διαταραχές και σταματήματα του κεφαλαιοκρατικού προτσές ποαραγωγής, κρίσεις, καταστροφή κεφαλαίου. Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι η υπερπαραγωγή αυτή του κεφαλαίου συνοδεύεται από ένα λίγο-πολύ σημαντικό σχετικό υπερπληθυσμό. Οι ίδιες οι συνθήκες που ανέβασαν την παραγωγική δύναμη της εργασίας, αύξησαν τη μάζα των παραγμένων εμπορευμάτων, διεύρυναν τις αγορές, επιτάχυναν την συσσώρευση του κεφαλαίου και σαν μάζα και σαν αξία και μείωσαν το ποσοστό κέρδους, αυτές οι ίδιες οι συνθήκες δημιούργησαν και δημιουργούν συνεχώς ένα σχετικό υπερπληθυσμό που δεν χρησιμοποιείται από το πλεονάζον κεφάλαιο, εξαιτίας του χαμηλού βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ή τουλάχιστον εξαιτίας του χαμηλότερου ποσοστού κέρδους που θα επέφερε η χρησιμοποίησή του με το δεδομένο βαθμό εκμετάλλευσης. (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

[19]. Ο πληθυσμός στα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη αυξάνεται με πολύ χαμηλούς ρυθμούς αναλογικά με την αύξηση πληθυσμού που παρατηρείται στις χώρες της Ανατολικής Ασίας και του παγκόσμιου νότου και ο μέσος όρος ηλικίας του αυξάνεται με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς. Οι επενδύσεις του κεφαλαίου στους παραγωγικούς κλάδους αν και αυξάνονται με ολοένα και μικρότερο ρυθμό παγκόσμια τείνουν να γίνονται έξω από τα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές. Αυτό σημαίνει ότι η διαθέσιμη εργατική δύναμη στο σύνολο της αυξάνεται παγκόσμια και οι συνθήκες συγκλίνουν ολοένα και περισσότερο στο «ράλι» για τη χαμηλότερη τιμή εργατικής δύναμης.

[20]. Η διόγκωση του χρέους αποτελεί δομικό στοιχείο της χρηματιστικοποιημένης οικονομίας. Εμποδίζει τη διάδοση των πληθωριστικών πιέσεων που παράγονται από το γεγονός ότι η συσσώρευση βασίζεται στη συνεχή παροχή ρευστότητας.

[21]. Ήδη από το Νοέμβριο του 2008 οι σύντροφοι από το Internationalist Perspective έγραφαν: «[…] Αναγκαστικά θα αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες για να καταπολεμηθεί η ύφεση. Θα υπάρξουν άμεσες κρατικές παρεμβάσεις, περισσότερος «κρατικός καπιταλισμός». Στο τέλος τίποτα δε θα έχει αλλάξει : Θα έχει δημιουργηθεί ακόμη περισσότερο χρέος ώστε να εξουδετερώσει την απαξίωση του παλαιότερου χρέους. Η εξέλιξη αυτή θα μεταφέρει το πρόβλημα εμπιστοσύνης από τις τράπεζες στον δανειστή έσχατης ανάγκης, το κράτος. Για πολλές χώρες που βρίσκονται στο χείλος της ύφεσης η εμπιστοσύνη έχει ήδη κλονιστεί. Αλλά για χώρες με μεγάλα χρηματικά αποθέματα όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ (ο θεματοφύλακας του παγκόσμιου συστήματος), η εμπιστοσύνη ενισχύεται προσωρινά καθώς το κεφάλαιο αναζητά καταφύγιο από την αβεβαιότητα της χρηματοπιστωτικής θύελλας στα κρατικά ομόλογα. Έτσι η ζήτηση για αμερικανικά ομόλογα αυξήθηκε, παρά τη μικρή τους απόδοση, όπως και για δολάρια. Σε κάπως πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα όμως καθώς τα κρατικά χρέη θα διογκώνονται και θα αποκτούν τεράστιες διαστάσεις, αυτή η εμπιστοσύνη θα γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστη. Θα είναι ολοένα και πιο αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούν οι κυβερνήσεις να σταματήσουν, μέσω συντονισμένης δράσης, μια μαζική έξοδο κεφαλαίων την ώρα που τα χρέη θα συσσωρεύονται και θα απομυζούν τα χρηματικά τους αποθέματα. Η κρίση θα επιστρέψει και θα κάνει την τρέχουσα κρίση να μοιάζει παιχνιδάκι μπροστά της (http://internationalist-perspective.org/blog/2008/11/15/crisis/)».

[22]. Πρώτα στις ΗΠΑ, έπειτα στην Ευρώπη και στην Ασία, διέθεσαν τεράστια ποσά, άνω των 10 τρισ. δολ. (περίπου το 15% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ) για να διασώσουν την διεθνή τοκογλυφία, το τραπεζικό σύστημα. Και πώς το διέσωσαν; Δανείστηκαν (πάλι από το τραπεζικό σύστημα!) και εκτίναξαν το κρατικό χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις χώρες-διασώστες. Έτσι η κρίση μεταλλάχτηκε σε δημοσιονομική κρίση, κρίση δημόσιου χρέους και τελικά κρίση δανεισμού στην εφιαλτική εκδοχή της Ελλάδας. Στο μεταξύ, η κρατική διαχείριση της τραπεζικής κρίσης έδωσε την ευκαιρία στις διασωθείσες τράπεζες (αφού ξεφορτώθηκαν τα σαπάκια του τραπεζικού ανταγωνισμού) να επιστρέψουν θριαμβευτικά στην κερδοφορία μέσα σε ενάμιση χρόνο. Μας το ανακοίνωναν αλαζονικά μάλιστα, σαν να επρόκειτο για μεγαλειώδες επίτευγμα των μετόχων και των στελεχών τους. (Chinamerica, Chermany, Chineuropa. ΚΙΜΠΙ, 26/6/2010)

[23]. Σύμφωνα με το Eurozone Crisis Report του Μαρτίου 2010 από το Research on Money and Finance η πιο σημαντική αιτία για την επιμονή της Γερμανίας στις «ορθόδοξες» μεθόδους ανάκαμψης είναι η επιτυχής άσκηση της πολιτικής αυτής στο προλεταριάτο που ζει στη Γερμανία (μεγαλύτερη μείωση άμεσου και έμμεσου μισθού σε ολόκληρη την Ευρώπη). Η επιμονή αυτή μπορεί να οδηγήσει στην θεσμοθέτηση της «Ευρωζώνης δύο ταχυτήτων» ή ακόμη και στη διάλυση της.

[24]. Αν [το πρόβλημα της πραγματοποίησης] ήταν όντως ένα ανεξάρτητο πρόβλημα, και δε συνδεόταν με το πρόβλημα της παραγωγής αξίας, τότε η αιτία του αλλά και η λύση του (ή ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει λύση) δε θα συνδεόταν με τις αντιφάσεις στην παραγωγή. Αν η ανεπάρκεια της αγοράς είναι ένα ανεξάρτητο πρόβλημα, η λύση του, αν υπάρχει τέτοια, είναι προφανής: η επέκταση της αγοράς. Η αύξηση των μισθών ώστε να τονωθεί η κατανάλωση από τους εργάτες. Η παρέμβαση του κράτους ώστε να επιτευχθεί το Χ-Ε, δηλαδή η μετατροπή του χρήματος σε εμπορεύματα, κάτι που το ιδιωτικό κεφάλαιο αρνείται να κάνει. Αν κάποιος πιστεύει ότι η ανεπάρκεια της αγοράς είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας, που δε συνδέεται με το τι συμβαίνει στη σφαίρα της παραγωγής, δύσκολα θα μπορούσε να του αντιταχθεί κάτι σε αυτό του το όραμα, το οποίο είναι της αριστερής πτέρυγας του κεφαλαίου. (Sander, Internationalist Perspective 53).

[25]. Δες παράρτημα ΙΙ, σελ 52.

[26]. Οι καπιταλιστές στην πορεία προς την παρούσα κρίση προσπαθούσαν να παρακάμψουν τον νόμο της αξίας, κερδίζοντας προσωρινά από την αναγκαία υπεραξία για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου που ακόμα όμως δεν είχε παραχθεί και ποντάροντας στο ότι αυτή θα παραχθεί σε ικανοποιητική ποσότητα στο μέλλον.

[27]. Ένα οριακό παράδειγμα απονομιμοποίησης της διεκδικητικής απεργίας αποτελεί η πρόσφατη περίπτωση της απεργίας στην British Airways. Με εντελώς γελοίες δικαιολογίες σχετικά με την τυπική διαδικασία κήρυξης της απεργίας η εταιρεία προσέφυγε στο δικαστήριο και κατόρθωσε να αναστείλει προσωρινά την ήδη αποφασισμένη με μεγάλη πλειοψηφία 20ήμερη απεργία (μέσω της οποίας διεκδικείται η μη περαιτέρω μείωση των μισθών, η μη περεταίρω ελαστικοποίηση και η αναίρεση των απολύσεων). Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η εταιρεία δεν ενδιαφέρεται πια να διαπραγματευθεί επί της ουσίας των αιτημάτων. Το μόνο ενδιαφέρον της είναι να καταστείλει. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις ενός στελέχους της British Airways στην εφημερίδα Guardian (27/6/2010): «Εκφράζουμε τις ανησυχίες μας μόνο στους πιο έμπιστους μας συνεργάτες. Όλο αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την εξοικονόμηση κόστους αλλά με τη διάλυση του πρωτοβάθμιου σωματείου BASSA (σωματείου αεροσυνοδών) και του δευτεροβάθμιου Unite. Όπως και τα πληρώματα καμπίνας έτσι κι εμείς αισθανόμαστε ότι όποιος διατυπώσει απλώς διαμαρτυρία για το ύφος της διαχείρισης της κατάστασης κινδυνεέυι με απόλυση».

[28]. Σύμφωνα με το ΔΝΤ στις χώρες του G7, το ποσοστό των μισθών επί του ΑΕΠ έπεσε κατά 5,8% ανάμεσα στο 1983 και το 2006, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσοστό έπεσε κατά 8,6% και στη Γαλλία 9,3% (Michel Husson: Η πτωτική τάση του ποσοστού των μισθών).

[29]. Η κρίση επέβαλλε το ΔΝΤ ως σωτήρα και καθοδηγητή της αναδιάρθρωσης στην Ισλανδία, την Ουγγαρία, την Λιθουανία, το Πακιστάν το 2009 και στην Ελλάδα το 2010. Η συμφωνία της 9ης Μαϊου ουσιαστικά επιβάλλει προληπτικά μέτρα αντίστοιχα με αυτά που ελήφθησαν στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαικής Ένωσης ανάλογα με τη θέση τους στην εσωτερική ιεραρχία. Οι φυσικές καταστροφές επιτρέπουν τη στρατιωτικοποίηση για την επιβολή της αναδιάρθρωσης στη Νέα Ορλεάνη (τυφώνας Κατρίνα 2006), στη Χιλή και την Αϊτή (σεισμοί 2010). Πολλοί μικροί αγρότες στην Ινδία αυτοκτονούν υπό την πίεση των χρεών και έτσι επιταχύνεται η απαλλοτρίωση της γης που απαιτείται ώστε να εφαρμοστεί και στην Ινδία το αναδιαρθρωμένο μοντέλο συσσώρευσης.

[30]. Όσο οι κοινωνίες γίνονται πλουσιότερες, οι πολίτες όλο και περισσότερο θέλουν καλύτερα σχολεία, καλύτερη ιατρική περίθαλψη και άλλες κρατικές υπηρεσίες. Αυτή η χώρα [ΗΠΑ] ακολουθεί το ίδιο μοτίβο, αλλά χωρίς να πληρώνει τους απαραίτητους φόρους. Αυτός ο συνδυασμός μας βάζει σε τροχιά ενός χρέους τύπου Ελλάδας. Μ’ έναν πρόχειρο υπολογισμό, η κυβέρνηση θα χρειαστεί να προχωρήσει σε περικοπή δαπανών και αύξηση φόρων συνολικού ποσού ίσου με 7 έως 10% του ΑΕΠ. Όσο περισσότερο περιμένουμε, τόσο μεγαλύτερες θα πρέπει να είναι οι περικοπές (λόγω των συσσωρευόμενων τόκων). 7% του ΑΕΠ είναι σχεδόν 1 τρις δολάρια σήμερα. Με ασφαλή στοιχεία, ολόκληρος ο προϋπολογισμός της Medicare (κρατικής ιατρικής πρόνοιας) είναι περίπου 450 δις. Οι προϋπολογισμοί για την εκπαίδευση, την ενέργεια, την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη, την εργασία, το κράτος, τις μεταφορές και τα τμήματα υποθέσεων των βετεράνων είναι λιγότερο από 600 δις. (NY Times 12/5/2010)

[31]. Αξιωματικοί του Πενταγώνου στο παρελθόν εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι η χρήση της Εθνοφρουράς με ένα τέτοιο τρόπο μπορεί να παρερμηνευθεί ως στρατιωτικοποίηση των συνόρων, αν και κάποιοι πιθανόν να υποστηρίξουν ότι μια αυξημένη παρουσία της αστυνομίας θα μπορούσε με παρόμοιο τρόπο να είναι μια μορφή στρατιωτικοποίησης. (http://libcom.org/news/obama-send-1200-national-guard-troops-us-mexico-border-28052010)

[32]. Αποσπάσματα από συνέντευξη του M. Davis ήδη από το 1997 για την κατάσταση στην Καλιφόρνια: Αυτό που βλέπει κανείς να συμβαίνει παντού είναι τα μέτρα που λαμβάνονταν κάποτε για συγκεκριμένες φυλετικές μειονότητες να επεκτείνονται σιγά σιγά αργά και στη νεολαία. Όλες οι ανεπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν τους νέους ως εγκληματίες. Ακόμη και τα πλουσιότερα παιδιά στο L.A., αντιμετωπίζουν την αστυνομική καταστολή. Δεν μπορούν να κοιμηθούν ένα βράδυ στην παραλία. Οι αστυνομικοί κατάσχουν τα μεγάφωνα των αυτοκινήτων τους επειδή παίζουν πολύ δυνατά μουσική. Είναι ενδιαφέρον, γιατί, ίσως, συσσωρεύονται οι συνθήκες ξεσπάσματος μιας νεανικής εξέγερσης. Αυτή η προσπάθεια να ελεγχθεί και να αστυνομευθεί ο δημόσιος χώρος ορίζει εκ νέου την πολιτική κατηγορία «νεολαία». Είναι πλέον αδύνατο να συζητήσει κανείς στις ΗΠΑ για το ζήτημα των θέσεων εργασίας […] Αν μιλούσε κανείς για το ζήτημα της πλήρους απασχόλησης μπροστά σε κοινό, οι ακροατές θα κουνούσαν το κεφάλι τους και θα έφευγαν από την αίθουσα. Πριν από 25 χρόνια η πλήρης απασχόληση ήταν το πρόγραμμα του Δημοκρατικού κόμματος, δηλαδή, της μίας πτέρυγας του αμερικάνικου καπιταλισμού. Τώρα είναι εντελώς αδύνατο να πάρει κανείς στα σοβαρά κάποιον που μιλάει για πλήρη απασχόληση. Από την άλλη πλευρά δύο μήνες πριν ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια είχε μια σοβαρή, ήρεμη και λογική συζήτηση σχετικά με το αν θα έπρεπε να εκτελούν 16χρονους, να τους στέλνουν στους θαλάμους αερίων, ή να τους εκτελούν με ένεση. Η Καλιφόρνια έχει γίνει πια μια κοινωνία στην οποία το θέμα αυτό συζητείται σοβαρά. Αλλά οποιαδήποτε συζήτηση για θέσεις εργασίας είναι ουτοπική, κατά κάποιον τρόπο, εξωφρενική.

[33]. Αυτό το κομμάτι του κειμένου συμπληρώνεται από το κείμενο Δημοκρατία: Καμία διέξοδος.

[34]. Μπορούμε να μιλάμε για αυτονομία μόνο αν η εργατική τάξη είναι ικανή να σχετίζεται με τον εαυτό της ενάντια στο κεφάλαιο και να βρίσκει σ’ αυτή τη σχέση με τον εαυτό της τη βάση και την ικανότητα να επιβεβαιωθεί ως κυρίαρχη τάξη. Η αυτονομία υποθέτει ότι ο ορισμός της εργατικής τάξης δεν είναι μια σχέση αλλά είναι εγγενής σε αυτή. Επρόκειτο για ένα ζήτημα τυποποίησης αυτού που είμαστε στη σημερινή κοινωνία ως βάση για τη νέα κοινωνία, η οποία θα φτιαχτεί ως η απελευθέρωση αυτού που είμαστε. Από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’70, η αυτονομία και η αυτοοργάνωση δεν ήταν απλώς η άγρια απεργία και μια περισσότερο ή λιγότερο συγκρουσιακή σχέση με τα συνδικάτα. Η αυτονομία ήταν το σχέδιο μιας επαναστατικής διαδικασίας που εκτεινόταν από την αυτοοργάνωση μέχρι την επιβεβαίωση του προλεταριάτου ως κυρίαρχης τάξης της κοινωνίας, μέσω της απελευθέρωσης και της επιβεβαίωσης της εργασίας ως τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας. Απελευθερώνοντας την «αληθινή κατάσταση» της εργατικής τάξης από την ενσωμάτωσή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μια ενσωμάτωση η οποία αντιπροσωπευόταν σε όλους τους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς θεσμούς, η αυτονομία ήταν η επανάσταση εν εξελίξει, η εν δυνάμει επανάσταση. Αν αυτή ήταν ακριβώς η ημερήσια διάταξη της Υπεραριστεράς, δεν ήταν μόνο μια ιδεολογία. Η αυτοοργάνωση, η ισχύς των συνδικάτων και το εργατικό κίνημα ανήκαν στον ίδιο κόσμο της επανάστασης ως επιβεβαίωσης της τάξης. Η επιβεβαίωση του αληθινού επαναστατικού είναι, που εκδήλωνε τον εαυτό της στην αυτονομία, δε θα μπορούσε να έχει τον παραμικρό υπαινιγμό πραγματικότητας αν δεν ήταν η καλή, μη αλλοτριωμένη πλευρά της ίδιας πραγματικότητας που ανήκε στο ισχυρό εργατικό κίνημα το οποίο «περιόριζε» την τάξη. Το ίδιο το εργατικό κίνημα ήταν επίσης η εγγύηση της ανεξαρτησίας της τάξης η οποία ήταν έτοιμη να επαναοργανώσει τον κόσμο καθ’ εικόνα της. Ήταν αρκετό να αποκαλυφθεί η αληθινή φύση αυτής της εξουσίας στην ίδια μέσω της απογραφειοκρατικοποίησής της, της αποαλλοτρίωσής της. Καθόλου σπάνιο δεν ήταν το να περνούν οι εργάτες από την αναγκαστικά εφήμερη συγκρότηση αυτόνομων οργανώσεων αγώνα στο παράλληλο σύμπαν του σταλινισμού που είχε θριαμβεύσει ή, στη βόρεια Ευρώπη, στη δημιουργία ισχυρών συνδικάτων. Η αυτονομία και το εργατικό κίνημα τροφοδοτούσαν και ενθάρρυναν το ένα το άλλο με έναν αμοιβαίο τρόπο. Ο σταλινικός ηγέτης ήταν ίσως «για τους εργάτες το ισοδύναμο του αφεντικού ελέω θεού», αλλά ήταν επίσης και το θεσμικό αντίστοιχο της αυτονομίας. Η αυτοοργάνωση ως επαναστατική θεωρία είχε νόημα στις ίδιες συνθήκες ακριβώς με αυτές που δόμησαν το «παλιό εργατικό κίνημα». Η αυτοοργάνωση είναι ο αυτοοργανωμένος αγώνας με την αναγκαστική επέκτασή του στην αυτοοργάνωση των παραγωγών∙ με μια λέξη, απελευθερωμένη εργασία∙ με μια άλλη λέξη, αξία […] Αυτονομία είναι η πρακτική, η θεωρία και το επαναστατικό σχέδιο της εποχής του «φορντισμού». Το υποκείμενό της είναι ο εργάτης και θεωρεί ότι η κομμουνιστική επανάσταση είναι η απελευθέρωσή του, δηλαδή η απελευθέρωση της παραγωγικής εργασίας. Προϋποθέτει ότι οι διεκδικητικοί αγώνες είναι βήματα προς την επανάσταση, και ότι το κεφάλαιο αναπαράγει και επιβεβαιώνει την εργατική ταυτότητα εντός της εκμεταλλευτικής σχέσης. (Theorie Communiste, Self-organisation is the first act of the revolution ; it then becomes an obstacle which the revolution has to overcome, http://libcom.org/library/self-organisation-is-the-first-act-of-the-revolution-it-then-becomes-an-obstacle-which-the-revolution-has-to-overcome)

[35]. Για τους αγώνες αυτούς στην Ελλάδα και στη Γαλλία δες και Blaumachen τ.3.

[36]. Lyannaj kont pwofitasyon (LKP), συμμαχία κατά των υπερκερδών, της υπερ-εκμετάλλευσης

[37]. Ο κατώτερος μισθός στην Κίνα ήταν περίπου το 15% του μέσου κατώτερου μισθού σε ολόκληρο τον πλανήτη μέχρι τα τέλη του Μάη 2010 (World Wage Research, 31/5/2010). Τον Ιούνιο του 2010 ξεκίνησαν να δίνονται αυξήσεις μισθών σε απάντηση των δυναμικών εργατικών αγώνων.

[38]. Η κατάσταση δεν είναι ίδια σε ολόκληρη την Κίνα. Πολύ διαφορετικές εκφάνσεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου εμφανίζονται στην ανεπτυγμένη παραλιακή ζώνη του νότου, στην αναπτυσσόμενη ενδοχώρα που βρίσκεται κοντά στα αστικά κέντρα των ακτών και στην απομακρυσμένη, ακόμη αγροτική σε μεγάλο βαθμό, ενδοχώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιφάσεων αποτελεί η έλλειψη εργατικού δυναμικού στις ακτές που έχει προκαλέσει η βιομηχανική ανάπτυξη της ενδοχώρας και οι αυξήσεις μισθών που έχουν δοθεί μετά από αγώνες των εργατών στις παράκτιες πόλεις τους τελευταίους μήνες. Για μια περιγραφή των ταξικών αγώνων, Aufheben: Class conflicts in the transformation of China

[39]. Τα πιο πρόσφατα στατιστικά επιβεβαιώνουν τους φόβους για αστάθεια του συστήματος. Μέσα στο πρώτο τρίμηνο και ενώ οι απώλειες θέσεων εργασίας και οι επιστροφές των εσωτερικών μεταναστών στη γενέτειρα τους έχουν αυξηθεί κατακόρυφα στην Κίνα έλαβαν χώρα 58000 «μαζικές διαμαρτυρίες» Η ίδια η κυβέρνηση μιλάει για απεργίες, διαδηλώσεις, μπλοκαρίσματα δρόμων και άλλες μορφές μαζικής διαμαρτυρίας. Αν αυτή τάση συνεχιστεί το 2009 θα ξεπεράσει με πάνω από 230.000 συμβάντα όλες τις προηγούμενες χρονιές. Το 2008 καταγράφηκαν 120.000 μαζικές διαμαρτυρίες και το 2006 90.000.

[40]. Τουλάχιστον το ένα τρίτο των εργατών των εργοστασίων είναι σε καθεστώς μαθητείας, η χρήση φοιτητών και εποχιακών εργατών στα κατασκευαστικά εργοστάσια στην Κίνα είναι ευρύτατη καθώς η ζήτηση εργατικής δύναμης ξεπερνά την προσφορά. Αυτή η κατάσταση από την άλλη πλευρά έχει αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμη των εργατών σε ολόκληρη τη νότια Κίνα. «Η υπερπροσφορά εργατικής δύναμης που υπήρχε στην Κίνα προηγουμένως σήμαινε ότι η παραγωγή μπορούσε να από-αυτοματοποιηθεί και η φθηνή εργασία να αντικαταστήσει τις μηχανές» δήλωσε ο Arthur Kroeber, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων επιχειρήσεων Dragonomics που εδράζεται στο Πεκίνο. «Ακόμη και αν δεν άρεσε στους εργάτες αυτή η κατάσταση ήξεραν ότι υπήρχαν τουλάχιστον 10 άλλοι που περίμεναν στη σειρά για να κάνουν την ίδια δουλειά μ’ αυτούς. Τώρα δεν υπάρχει κανένας να τους πάρει τη δουλειά». (Financial Times 2/6/2010).

[41]. Περισσότερες πληροφορίες σε άρθρο του Le Monde που βρίσκεται στην http://dndf.org/?p=3381 και στο The Waltz before the storm: Summary of struggles, kidnapping and actions in factories and companies, 2009 (http://polisson.blogsport.de/archiv-braves/last-months/the-waltz-before-the-storm-summary-of-sturggles-kidnapping-and-actions-in-factories-and-companies-2009/).

[42]. Οι φιάλες γκαζιού είναι μέσα στο εργοστάσιο, έτοιμες να εκραγούν αν χρειαστεί. Οι 366 εργάτες του New Fabris Chatellerault, ειδικευμένοι στο χυτήριο αλουμινίου για αυτοκίνητα, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ριζικές απειλές. Η εταιρεία βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης και οι εργαζόμενοι απαιτούν καταβολή αποζημίωσης 30000 ευρώ ανά εργαζόμενο από τους βασικούς πελάτες της PSA και Renault μέχρι τις 31 Ιουλίου για να μην πραγματοποιήσουν τις απειλές τους (dndf.org)… Εργάτες του Γαλλικού κατασκευαστή εξαρτημάτων αυτοκιβήτων Sodimatex απειλούν ότι θα καταστρέψουν το εργοστάσιο αν δεν τους δοθεί μεγαλύτερη αποζημίωση για την απόλυση τους από αυτή που τους προσφέρεται. (http://libcom.org/news/sacked-factory-workers-threaten-blow-plant-12042010)

[43]. Το αίτημα για αποζημίωση αποτελεί ήδη μια ρήξη με προηγούμενα αιτήματα αγωνιζόμενων ανέργων για «εγγυημένο εισόδημα». Το αίτημα για κατώτερο εγγυημένο εισόδημα δηλαδή για κοινωνικό μισθό ήταν ουσιαστικά μια διεκδίκηση επιστροφής μέρους των κερδών που αποκομίζει το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο ώστε να αποφευχθεί το αδιέξοδο της αναπαραγωγής του προλεταριάτου. Ένα τέτοιο αίτημα είναι αντιφατικό καθώς το όριο του είναι η απόλυτα βέβαιη μη ικανοποίηση του μέσα στην αναδιάρθρωση. Η κρίση απονοηματοδότησε το αίτημα του κοινωνικού μισθού το μετέτρεψε σε «αίτημα για αποζημίωση απόλυσης». Το όριο αυτού του αιτήματος παράγει τον αγώνα που θα ταυτίζει την αναπαραγωγή με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού.

[44]. Ο μισθός του ανειδίκευτου εργάτη στην υφασματοβιομηχανία είναι περίπου 0,86 $ στην Κίνα, 0,51 $ στην Ινδία, 0,44 $ στην Ινδονησία, 0,38 $ στο Βιετνάμ και 0,22 $ στο Μπαγκλαντές. Παρά το γεγονός αυτό ο πληθωρισμός είναι περίπου 20%. Στις περισσότερες χώρες του κόσμου με πολύ χαμηλούς μισθούς …
Ο αριθμός των βίαιων απεργιών λόγω μη καταβολής των μισθών ή των απολύσεων αυξάνεται σταθερά. Το νέο σημαντικό στοιχείο αυτή τη φορά είναι ότι οι εργάτες καταστρέφουν συστηματικά τα εργοστάσια και τον εξοπλισμό. Εκατοντάδες εργοστάσια έχουν βανδαλιστεί τους τελευταίους μήνες.
Προφανώς οι μηχανές τις οποίες χειρίζονται αποτελούν κυρίως τους στόχους των εργατών, οι οποίοι με θυμό τις καταστρέφουν χτυπώντας τες με λοστούς. 20000 εργάτες λεηλάτησαν και μετά έβαλαν φωτιά σε εργοστάσια παραγωγής βαμβακερών ενδυμάτων. Οι κυριότερες αρτηρίες της χώρας μπλοκαρίστηκαν και πολλά οχήματα πυρπολήθηκαν. Οι δρόμοι μετατράπηκαν σε πεδία μάχης μεταξύ των εργατών και του στρατού. Το ίδιο βράδυ σε πολλά άλλα εργοστάσια κατασκευής υφασμάτων και ενδυμάτων στο Μπαγκλαντές ξέσπασαν ταραχές..

[45]. Οι εργάτες σε τρία εργοστάσια παραγωγής εξαρτημάτων αυτοκινήτων της Visteon ξεκίνησαν απεργία διαρκείας το απόγευμα της 22 Μαρτίου 2010. «Όχι στους μισθούς φτώχειας. Αύξηση 5% ή τίποτα» ήταν το κεντρικό τους αίτημα. (http://libcom.org/news/indefinite-strike-begins-visteon-france-26032010)

[46]. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις αποσόβησης απολύσεων κυρίως αγωνιστών με πολλές διασυνδέσεις στο ευρύτερο κίνημα απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

[47]. Πρόκειται για πρακτικές αντίστοιχες με αυτές που χρησιμοποιούσε το προλεταριάτο στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970 και ονομάζονταν autoreduzzione: Άρνηση πληρωμής, ή πληρωμή μέρους των λογαριασμών, εισιτηρίων, διοδίων, ενοικίων, δόσεων δανείων κ.ο.κ.

[48]. Ένα κείμενο κριτικής στο «κόμμα του ένοπλου» που εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του 2009 και αναπτύσσει περισσότερο το ζήτημα μπορεί να βρεθεί στο: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1112328


  1. […] (Woland, “The historical production of the revolution of the current period”, 2010, εδώ).Στην καρδιά αυτής της αντίφασης βρίσκεται το γεγονός […]

Leave a Reply