subscribe to RSS
search the site
Blaumachen
Blaumachen #2, editorial
Αυτό που αυτά είναι συμπίπτει επομένως με την παραγωγή τους και με το τί παράγουν
και με το πώς το παράγουν. Αυτό που είναι τα άτομα εξαρτιέται έτσι
από τους υλικούς όρους που καθορίζουν την παραγωγή τους.
Στην κινηματογραφική ταινία «Καλά Χριστούγεννα» περιγράφεται το περιστατικό της συναδέλφωσης Γάλλων, Γερμανών και Σκοτσέζων στρατιωτών που βρίσκονται στα χαρακώματα σε κάποια περιοχή της Γαλλίας, κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Με αφορμή τα Χριστούγεννα, οι αντίπαλες πλευρές κηρύσσουν ανακωχή για μερικές μέρες. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα δείγματα (γνωστής) διεθνιστικής προλεταριακής αλληλεγγύης σε περίοδο πολέμου, κατά το οποίο οι αντίπαλοι στρατιώτες, μετά από μερικές μέρες συναναστροφής, αρνούνται να συνεχίσουν την αλληλοεξόντωσή τους. Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, η διαίρεση του προλεταριάτου σε έθνη συνεχίζει να διατηρεί την ισχύ της και όπου «χρειάζεται» λαμβάνει την πιο ωμή της μορφή: την αλληλοσφαγή. Οι διαιρέσεις και οι ιδεολογίες που στοιχειώνουν το προλεταριάτο φαίνεται πως έχουν πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η μαζική δυσφορία την οποία γεννά το κεφάλαιο να βρίσκει συνήθως καταφύγιο στις διάφορες μορφές «ταυτοτήτων»: εθνικών, πολιτικών, επαγγελματικών, πολιτισμικών ή life style. Ωστόσο, αυτές οι ταυτότητες δεν καταφέρνουν να καλύψουν πλήρως την ανάγκη των προλετάριων για ανθρώπινη κοινότητα, γι’ αυτό και στις περιπτώσεις στις οποίες αυτοί βάζουν σε πράξη την κριτική αυτού του γερασμένου κόσμου, οι διάφορες ταυτότητες διαλύονται μέσα στην ανάδυση μιας νέας ανθρώπινης κοινωνικότητας όπου η γνήσια ανησυχία της ζωής βρίσκει έδαφος για να βλαστήσει. Αυτή η κοινωνικότητα συνδέεται άρρηκτα με τη δυναμική της ταξικής πάλης και οπισθοχωρεί όσο οι αγωνιζόμενοι προλετάριοι εξακολουθούν να τρέφουν την αυταπάτη πως ο εκδημοκρατισμός των κοινωνικών θεσμών – μια «πραγματική δημοκρατία» – θα επιλύσει τα προβλήματά τους. Οι δημοκρατικές διεκδικήσεις, καθώς επιβεβαιώνουν την ύπαρξή μας ως εργατική δύναμη, ως μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου, μπορούν μόνο να οδηγήσουν -στην καλύτερη περίπτωση και μόνο για μερικά κομμάτια της τάξης μας- σε μια καλύτερη θέση στην αγκαλιά του κεφαλαίου.
Ωστόσο, οι διάφορες ταυτότητες δεν είναι δημιουργήματα της φαντασίας και γι’ αυτό δεν μπορούν να εξαλειφθούν με διανοητική κριτική. Εκφράζουν την υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων και αντανακλώνται πρακτικά πάνω τους. Η συνεχής διαδικασία καταστροφής των κοινωνικών δεσμών από τις εμπορευματικές σχέσεις, οι οποίες διαμεσολαβούν και τις πιο απλές ανθρώπινες πράξεις, εμφανίζεται και με την κατοπτρική της μορφή: ως διαδικασία ενοποίησης της διαχωρισμένης κοινωνικής συναναστροφής μέσα σε αφηρημένες εθνικές, πολιτικές ή επαγγελματικές κοινότητες, στις οποίες προβάλλονται στοιχεία που εμφανίζονται ανώτερα από το χρήμα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι κοινότητες βρίσκονται στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Οι θανάσιμες συγκρούσεις οπαδών αντίπαλων ομάδων δεν εμποδίζουν σε τίποτα τους ιδιοκτήτες τους να κάνουν business. Ή η ύπαρξη της εθνικής κοινότητας, για παράδειγμα, εντός της οποίας μυστικοποιούνται οι ταξικές διαιρέσεις υπό την αιγίδα των «κοινών» εθνικών χαρακτηριστικών και συμφερόντων, προϋποθέτει την κοινότητα του κράτους, δηλαδή την αφηρημένη κοινότητα που ενοποιεί το διασπασμένο σε άτομα-ιδιώτες κοινωνικό ιστό, διασφαλίζοντας το γενικό συμφέρον ως γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων. Αλλιώς, οι διαφορές φυλής ή χρώματος δε θα συγκροτούσαν πόλους εχθρότητας αλλά περάσματα για κοινωνική αλληλοεξερεύνηση.
Ο δημοκρατισμός και η «πολιτική της ταυτότητας» χαρακτήριζαν τη σκέψη και τη δράση μας μέχρι πριν λίγα χρόνια, όντας μέλη της συλλογικότητας TRiSTERO. Οι απόψεις που φέραμε τότε, όπως και οι πρακτικές μας, θεωρούμε πλέον πως αποτελούν εμπόδιο για την εξέλιξη των ταξικών αγώνων. Έτσι, στους στόχους του παρόντος τεύχους περιλαμβάνεται η (αυτο)κριτική στο δημοκρατικό, διαχωρισμένο χαρακτήρα της προηγούμενης δράσης μας. Διαχωρισμένο τόσο με την έννοια ότι αντιλαμβανόμασταν τις διάφορες εκφράσεις αυτού που ονομάζαμε κυριαρχία ως αυτόνομες ή σχετικά αυτόνομες (οικονομία, κράτος, ρατσισμός, σεξισμός κλπ) όσο και με την έννοια του διαχωρισμού αυτών των εκφράσεων από τους αγώνες. Ταυτόχρονα, θέλουμε να δείξουμε πώς οι δημοκρατικές αυταπάτες και η ανάγνωση της κοινωνικής δυναμικής μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα της «ταυτότητας» δεν είναι απλά προβληματικές αλλά καταλήγουν στο να ενισχύουν τον έναν πόλο του κοινωνικού πολέμου: το κεφάλαιο.
Στις σελίδες που ακολουθούν, η αυτοκριτική σε σχέση με τη δράση μας ως TRiSTERO πραγματοποιείται μέσα από την κριτική στις βασικές πτυχές της σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη: Από την εργατική διεύθυνση της παραγωγής στην υπεράσπιση της δημοκρατίας: Βασικές γραμμές για μια κριτική στο έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη. Θα αναπτύξουμε μ’ αυτόν τον τρόπο την (αυτο)κριτική μας, διότι οι απόψεις του (ύστερου κυρίως) Καστοριάδη, ο δημοκρατισμός του και η προσέγγιση που ανέπτυξε για τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία (χρησιμοποιώντας ως αναλυτικά εργαλεία το θεσμό, τη θέσμιση και τις φαντασιακές σημασίες, περιγράφοντας την κοινωνική δυναμική ως σύγκρουση ανάμεσα στην ετερονομία και την αυτονομία και προτάσσοντας τη ρητή αυτοθέσμιση, δηλαδή την «κοινωνική και ατομική αυτονομία» – φράση που είχαμε μετατρέψει σε μότο της συλλογικότητας TRiSTERO) ήταν η ουσία των όσων έλεγε και έκανε το TRiSTERO. Αυτό το «καστοριαδικό» έδαφος ήταν που ενοποιούσε όλες τις υπόλοιπες απόψεις που συγκυριακά ενσωμάτωνε η συλλογικότητα -από την ιδέα της διεθνοποίησης της κυριαρχίας μέχρι την ανάλυση περί κράτους ασφάλειας- και που αποτυπώνονταν στη δράση της. Από την άλλη, η κριτική αντιπαράθεση με τη σκέψη του Καστοριάδη υπερβαίνει το TRiSTERO, καθώς η επιρροή που αυτή είχε και συνεχίζει να έχει σε διάφορους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα είναι σημαντική.
Το κείμενο Η κρυφή γοητεία του εισαγόμενου αντι-γερμανισμού αποτελεί κριτική στις θέσεις που οι ομάδες Terminal119 και Café Morgenland προπαγάνδισαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το καλοκαίρι του 2006. Οι θέσεις αυτές εισήχθησαν στην Ελλάδα από τους Terminal119 ως αντίβαρο στον κυρίαρχο αντι-ιμπεριαλισμό της αριστεράς. Ωστόσο, καταλήγουν, μέσα από την αντι-ιστορική ανάλυση του αντισημιτισμού και του ολοκαυτώματος, στην ταύτιση με την εθνική προπαγάνδα του κράτους του Ισραήλ, στην αναπαραγωγή της φιλελεύθερης ιδεολογίας σχετικά με την αντιπαράθεση Ισλάμ-Δύσης και τελικά στην υπεράσπιση της επίθεσης της στρατιωτικής μηχανής του ισραηλινού κράτους εναντίον τόσο του προλεταριάτου του Λιβάνου όσο και του «δικού του» εσωτερικού εχθρού. Στόχος της κριτικής μας είναι μια όψη της «πολιτικής της ταυτότητας»: ο εθνικισμός [1]. Ο αντιγερμανισμός/ανθελληνισμός και ο φαινομενικά αντίθετος πόλος του, ο αντι-ιμπεριαλισμός της αριστεράς, μοιράζονται το ίδιο περιεχόμενο. Πρόκειται για ιδεολογίες που καταλήγουν στο να υπερασπίζονται ένα φιλελεύθερο ή αριστερό εθνικισμό και συνεπώς να στηρίζουν τη μια ή την άλλη κρατική μορφή η οποία είναι σε κάθε περίπτωση η υλική έκφραση της μιας ή της άλλης εθνικής ταυτότητας. Ο εθνικισμός είτε εμφανίζεται με το αριστερό/πατριωτικό είτε με το ανθελληνικό/φιλελεύθερο πρόσωπό του διαιρεί το προλεταριάτο προς όφελος του κεφαλαίου συμβάλλοντας στην ήττα του προλεταριακού κινήματος, οδηγώντας ακόμα και στην αλληλοσφαγή των προλετάριων. Η ανάπτυξη τέτοιων απόψεων μέσα στο προλεταριάτο αφοπλίζει την τάξη μας, εμποδίζοντάς την να θέσει ξεκάθαρα το κοινωνικό ζήτημα.
Τέλος, σ’ αυτό το τεύχος επιδιώκουμε να αναδείξουμε μια «συζήτηση» που παραμένει ανοιχτή (εδώ και δύο αιώνες) εντός του επαναστατικού κινήματος: τη σχέση της πολιτικής, των πολιτικών οργανώσεων, των ιδεών και της συνείδησης που φέρουν οι προλετάριοι με την ανάπτυξη της επαναστατικής δραστηριότητας. Με την ενότητα Μπορντίγκα εναντίον Πάνεκουκ παρουσιάζουμε αυτή τη συζήτηση μέσα από την αντιπαράθεση των δύο βασικότερων εκπροσώπων της ιταλικής και γερμανο-ολλανδικής κομμουνιστικής αριστεράς, επιχειρώντας την ίδια στιγμή την ιστορική παρουσίαση των δύο αυτών επαναστατικών τάσεων.
Για να δώσουμε μια εικόνα της ασυνέχειας που ανοίχτηκε ανάμεσα στο τώρα και στο πολιτικό μας παρελθόν, θα αναφερθούμε συνοπτικά στην εξέλιξη του TRiSTERO και σε ορισμένους παράγοντες που καθόρισαν την αλλαγή μας. Και αυτό γιατί η συλλογικότητα TRiSTERO διασπάστηκε επειδή αυτοί που αποτελούμε σήμερα το Blaumachen ήρθαμε σε ρήξη με αυτό που ήμασταν. Τα άλλα μέλη της συλλογικότητας δεν άσκησαν καμία κριτική στα όσα λέγαμε και κάναμε ως τότε. Αντίθετα, όπως σωστά ισχυρίζονται και οι ίδιοι, συνεχίζουν την πολιτική πορεία του TRiSTERO ως Terminal119.
Παρότι το TRiSTERO εμφανίστηκε δημόσια στις αρχές του 2004, πολλά από τα μέλη του είχαν μακροχρόνιες πολιτικές και φιλικές σχέσεις, ενώ οι βασικές κατευθύνσεις της δράσης του είχαν ήδη αρχίσει να τίθενται μέσα από τη συνεργασία των ομάδων «προβοκάτορες του ήσυχου ύπνου», «διαρρήκτες του κοινωνικού ιστού» και του περιοδικού «Ανάρες». Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που βρεθήκαμε σ’ αυτή τη συνεργασία (και στη συνέχεια στο TRiSTERO) είχαμε πολιτικοποιηθεί μέσα στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Η συνεργασία των δύο ομάδων και του περιοδικού, που ξεκίνησε μέσα στο 2002, βασίστηκε στη δυσφορία μας απέναντι σε αυτά που τότε κατανοούσαμε ως προβληματικά χαρακτηριστικά του χώρου, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα κομμάτια του οργανώνονταν και στο γεγονός ότι οι περισσότεροι αναρχικοί/αντιεξουσιαστές δεν εμβάθυναν σε μια θεωρητική επεξεργασία που (εμείς πιστεύαμε ότι) θα ενίσχυε την κοινωνική τους απεύθυνση. Επιδιώξαμε, λοιπόν, την αναβάθμιση των οργανωτικών του δομών, τον εμπλουτισμό του αναρχικού λόγου και τη χάραξη συγκεκριμένων στρατηγικών. Με λίγα λόγια, στόχος μας ήταν να συμβάλλουμε στην πολιτικοποίηση των αναρχικών, αφού θεωρούσαμε σημαντικό πρόβλημα το γεγονός ότι η συσπείρωση ανθρώπων στο χώρο γινόταν περισσότερο στη βάση μιας lifestyle ταυτότητας παρά ενός «ριζοσπαστικού προτάγματος». Αυτό το πολιτικό σχέδιο «βελτίωσης του χώρου», το οποίο επιχειρήσαμε μέσα από διάφορες συνεργασίες να υλοποιήσουμε το 2002-2003, απέτυχε και έτσι επαναπροσδιορίσαμε τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριζόμασταν τα κριτικά μας σημεία σε σχέση με τις οργανωτικές δομές και τις αντιλήψεις των αντιεξουσιαστών στην Ελλάδα.
To TRiSTERO γεννιέται και επίσημα στις αρχές του 2004, στη βάση της υποτιθέμενης «εξόδου» μας από τον αναρχικό χώρο. Ήδη η ιδέα αυτή ήταν προβληματική, με την έννοια ότι μπορεί να έχει ισχύ μόνο υπό την προοπτική της δημιουργίας μιας διακριτής πολιτικής οργάνωσης. Ο χώρος δεν είναι μια πολιτική οργάνωση στην οποία μπαίνεις ή από την οποία φεύγεις. Ούτε μπορεί να προσεγγιστεί ως μια κοινωνιολογική κατηγορία. Αποτελεί προϊόν της ιδιαίτερης ιστορικής πορείας εξέλιξης των κοινωνικών αγώνων κυρίως της νεολαίας στην Ελλάδα. Αν παγώσουμε αυτή την πορεία με τη μορφή μιας φωτογραφίας του χώρου σήμερα, θα δούμε ένα αρκετά θολό σύνολο ανθρώπων και πολιτικών ομάδων, με διάφορες ριζοσπαστικές ή μη πολιτικές αντιλήψεις, που καλύπτουν ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα από το δημοκρατικό ατομικισμό-φιλελευθερισμό μέχρι τον αριστερό αντι-ιμπεριαλισμό και τον (αναρχο)κομμουνισμό. Ταυτόχρονα, ο χώρος συνιστά ένα πεδίο κοινωνικότητας: με τα στέκια, τις γιορτές, τις προβολές και τα πάρτυ, καθώς και με τη δημιουργία φιλικών και ερωτικών σχέσεων. Για το TRiSTERO, αυτή η κοινωνική πλευρά του χώρου ήταν προβληματική, καθώς θεωρούσε ότι επισκίαζε την πολιτική του πλευρά. Γι’ αυτό κιόλας τονίζαμε τη lifestyle πτυχή της κοινωνικότητας του χώρου, αποκρύπτοντας έτσι την ουσιαστική της πλευρά, δηλαδή την ανάγκη των ανθρώπων να δημιουργήσουν κοινωνικές σχέσεις έξω από τη διαμεσολάβηση του εμπορεύματος. Τελικά, με τα κοινωνικά υποκείμενα που συνθέτουν το χώρο βρίσκεσαι ή δε βρίσκεσαι στους αγώνες της τάξης, συμφωνείς ή συγκρούεσαι, αντιπαρατίθεσαι ή αδιαφορείς. Οι αναρχικοί αποτελούν ένα κοινωνικό κομμάτι με ριζοσπαστικές τάσεις και βρίσκονται μέσα στη διαδικασία της εξέλιξης των υποκειμενικών δυνάμεων του προλεταριάτου.
Έτσι, μπήκαμε στη διαδικασία της συγκρότησης μιας διακριτής πολιτικής οργάνωσης και του αντίστοιχου πολιτικού προτάγματος και από το Σεπτέμβριο του 2004 ξεκινήσαμε μια εσωτερική συζήτηση που έθετε ως στόχο μια γενική επαναστατική θεωρία. Μια σειρά ζητημάτων που πιστεύαμε πως μπορούσαμε να χειριστούμε με διακριτό τρόπο (και μάλιστα μόνο θεωρητικά, χωρίς καμία σύνδεση με τους κοινωνικούς αγώνες) τέθηκαν υπό μελέτη. Κοινωνία, ιστορία, εργασία, τάξη, κράτος, φύλο, φυλή…και ο κατάλογος μπορεί να επιμηκυνθεί σχεδόν απεριόριστα.
Η εσωτερική διαδικασία της συλλογικότητας εξελίχθηκε προς τα τέλη του 2004 σε συζήτηση σχετικά με τα μεθοδολογικά μας εργαλεία, πράγμα που υπήρξε η απαρχή των διαφωνιών και των συγκρούσεων. Ενώ κάποιοι άνθρωποι αρχίσαμε να βρίσκουμε στο έργο του Μαρξ [2] τη μέθοδο που έλειπε και παράλληλα να θέτουμε σε κριτική τον Καστοριάδη και τις αντιλήψεις που είχαμε αναπτύξει μέχρι τότε, άλλοι ταμπουρώθηκαν στα δεδομένα, στις θέσεις και τις κατηγορίες που χρησιμοποιούσε το TRiSTERO και παράλληλα ανέπτυσσαν αυτές τις θέσεις, με υπόβαθρο την αυτονομία των διαφόρων μορφών κυριαρχίας (όπως ονομάζαμε και ονομάζουν τις διάφορες μορφές ύπαρξης του κεφαλαίου) -σεξισμός, ρατσισμός, οικονομία, πολιτική αντιπροσώπευση, κράτος. Όσο λοιπόν οι απόψεις μας αλλάζανε τόσο η σύγκρουση εντός της συλλογικότητας λάμβανε οξύτερη μορφή. Η αλλαγή αυτή έφτασε μέχρι το σημείο της απόρριψης των προηγούμενων θέσεών μας.
Η αντιπαράθεση δεν περιορίστηκε μόνο ανάμεσα σε εμάς και στα υπόλοιπα μέλη της συλλογικότητας. Το κείμενο Το «πολιτικό» και το «κοινωνικό» ή απόπειρα για τη διάλυση μιας κυρίαρχης σημασιοδότησης, το οποίο είχαμε δημοσιεύσει το 2003 στο τεύχος 7 του περιοδικού Ανάρες, υπήρξε η αφορμή της πρώτης ουσιαστικής αντιπαράθεσης των απόψεών μας με τις κομμουνιστικές απόψεις των ανθρώπων γύρω από το περιοδικό Τα Παιδιά της Γαλαρίας και το Κόκκινο Νήμα. Αυτή η αντιπαράθεση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2004, οπότε οι σύντροφοι κατέθεσαν την κριτική τους στο κείμενο του Ανάρες και τις θέσεις τους γύρω από το κράτος ως πολιτική μορφή του κεφαλαίου, τη δημοκρατία ως συμμετοχική δημοκρατία και τις μορφές εμφάνισης της καπιταλιστικής σχέσης. Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του περιοδικού Ανάρες με το Κόκκινο Νήμα για την έκδοση στα ελληνικά του κειμένου του βρετανικού περιοδικού Aufheben, Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα. Η επιρροή που είχαν πάνω μας οι απόψεις των συντρόφων από τα Παιδιά της Γαλαρίας, καθώς και του Aufheben στη συγκεκριμένη προσέγγισή του πάνω στο ζήτημα της αραβο-ισραηλινής διαμάχης, ήταν καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξή μας.
Πέραν των υποκειμενικών αλλαγών που συνέβαλαν για τον καθένα μας στο να έρθει σε ρήξη με τη δραστηριότητα του TRiSTERO, ήταν επίσης σημαντική η αυξανόμενη συσχέτιση κάποιων από εμάς με τη μισθωτή εργασία. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πολιτική δραστηριότητά μας, ως κάτι κεντρικό για τη ζωή και την κοινωνικότητά μας, και τη δουλειά, ως κάτι εξαναγκαστικό και ανούσιο, δεν μπορούσε να αντέξει στο βάρος της υλικότητας: τον εκβιασμό του κλεμμένου χρόνου και της κλεμμένης δημιουργικότητας και την απουσία επικοινωνίας ανάμεσα σε ανθρώπους που βιώνουν τις ίδιες συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο το ότι η «εργασία», αν και εμφανιζόταν στα κείμενα μας ως τότε, αποτελούσε ένα χαμένο πεδίο μάχης, όλη η μάχη δινόταν έξω από αυτή, στο πολιτικό πεδίο. Γι’ αυτό και το επαναστατικό υποκείμενο που βλέπαμε ήταν οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι και όχι αυτοί με τους οποίους καθημερινά συναναστρεφόμασταν (συνάδελφοι και συμφοιτητές).
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους κατά την αντιπαράθεση με τα άλλα μέλη της συλλογικότητας. Έτσι, τον Μάιο του 2005 διασπάσαμε το TRiSTERO, καθώς είχε γίνει ξεκάθαρο πως δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα σύνδεσης με την προηγούμενη δραστηριότητά μας και με την υπόλοιπη συλλογικότητα που επεδίωκε τη διατήρηση και προέκταση αυτής της δραστηριότητας.
Θεσσαλονίκη-Αθήνα, Καλοκαίρι του 2007
Ευχαριστούμε τον Γιάννη για τις παρατηρήσεις του στην κριτική του έργου του Καστοριάδη, τον Αχιλλέα για τη συνεισφορά στην έρευνα για τη συγγραφή της «Κρυφής γοητείας» και στην επιμέλεια της μετάφρασης του κειμένου του Αμαντέο Μπορντίγκα «Κόμμα και Τάξη», την Κατερίνα για τη συνεισφορά της στην «Κρυφή γοητεία» με τις μεταφράσεις από κείμενα των Café Morgenland και τον Werner Bonefeld για την αποστολή υλικού, χρήσιμου για την συγγραφή του εν λόγω κειμένου, το Γιώργο και τον Αντρέα για τις γενικότερες κριτικές παρατηρήσεις τους. Ευχαριστούμε όσους και όσες βοήθησαν με τον τρόπο τους να εκδοθεί αυτό το τεύχος. Όλα τα κείμενα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα και χωρίς την ένδειξη της προέλευσης τους. Δεν υπάρχει copyright. Οποιαδήποτε κερδοσκοπική χρήση ή παραποίηση τους θα μας βρει ενάντιους.
_________________
[1]. «Ο εθνικισμός αντανακλά την επιφανειακή ταύτιση των συμφερόντων που υπάρχει ανάμεσα στην εθνική αστική τάξη μιας χώρας και το προλεταριάτο της, όσο διατηρούνται οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Ταύτιση συμφερόντων διότι η αξιοποίηση και η πραγματοποίηση του κεφαλαίου παρέχει τόσο στους καπιταλιστές όσο και στους εργάτες μια πηγή εισοδήματος με την οποία, ως ανεξάρτητα υποκείμενα σε μια αγορά νομικά διαχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής, μπορούν να αγοράζουν εμπορεύματα για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους (αν και με έναν αλλοτριωμένο τρόπο). Επιφανειακή επειδή, αν και δεν εμφανίζεται άμεσα ως τέτοια, είναι μια διαδικασία ταξικής εκμετάλλευσης και συνεπώς ανταγωνισμού. Στο βαθμό που η αστική τάξη οργανώνεται σε εθνικό επίπεδο και εξακολουθεί να έχει νόημα να μιλάμε για εθνικές οικονομίες, το προλεταριάτο είναι μια παγκόσμια τάξη διαιρεμένη σε εθνική βάση. Όσο παραμένουμε ηττημένοι, δηλ. όσο υπάρχει η μορφή-αξία, τόσο ο εθνικισμός θα τρέφεται από αυτή τη διαίρεση. Το κεφάλαιο μπορεί να είναι ενιαίο αλλά είναι μια διαφοροποιημένη ενότητα, η συνοχή της οποίας συγκροτείται μέσω του ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο. Ο ανταγωνισμός που υπάρχει στην παγκόσμια αγορά βασίζεται στη μείωση του κόστους των εμπορευμάτων. Ως εκ τούτου, η αποδοχή του “εθνικού συμφέροντος” και η πραγματοποίηση θυσιών προς όφελος της εθνικής αστικής τάξης μπορεί να σημαίνει μεν την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, την υποταγή σε έναν καθημερινό θάνατο ή σε έναν πραγματικό θάνατο ως κρέας για τα κανόνια, αλλά αυξάνει επίσης την ανταγωνιστικότητα του εθνικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά κάνοντας την πραγματοποίησή του πιο πιθανή, πράγμα που συμβάλλει στην εξασφάλιση του μελλοντικού εισοδήματος και των δύο τάξεων». Yugoslavia Unravelled: Class Decomposition in the ‘New World Order’, Aufheben, τεύχος 2, 1993.
[2]. Και όχι μόνο στον Μαρξ αλλά και στο Socialisme ou Barbarie και τους Καταστασιακούς, την εργατική αυτονομία, Τα Παιδιά της Γαλαρίας, τους Aufheben, τους Wildcat, τον Χόλογουεϊ, τον Κλήβερ κ.α.
Κατεβάστε ολόκληρο το δεύτερο τεύχος του περιοδικού Blaumachen σε μορφή PDF